Νίκη της Άκρας Δεξιάς
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου ο γερμανικός λαός – που συμμετείχε με ποσοστό 86% – απέρριψε το Ακραίο Κέντρο το οποίο τον κυβερνά εδώ και δεκαετίες. Οι πολιτικές επιπτώσεις θα είναι μεγάλες και στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Οι κοινωνικές και οικονομικές μένει να διαφανούν.
Η κεντροδεξιά των Χριστιανοδημοκρατών ήρθε πρώτη, παίρνοντας μόλις 29%, το δεύτερο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία της. Η κεντροαριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας κατέρρευσε με 16%, το χειρότερο αποτέλεσμα στη δικιά της ιστορία, που ξεκινάει το 1867. Όσο για τα άλλα δύο κόμματα του Ακραίου Κέντρου, οι Φιλελεύθεροι καταβαραθρώθηκαν στο 4% και μένουν εκτός Μπούντεσταγκ, ενώ οι Πράσινοι πήραν μόλις 11%.
Η απόρριψη του Ακραίου Κέντρου χαρακτηρίζει και τις άλλες μεγάλες χώρες της Ευρώπης. Η βρετανική κεντροαριστερά του Στάρμερ, εκλεγμένη χωρίς κανένα ενθουσιασμό, κυβερνά με ολοένα και μικρότερο ποσοστό λαϊκής στήριξης. Παρόμοια είναι τα πράγματα και στη Γαλλία, όπου ο Μακρόν ασκεί προεδρικά καθήκοντα χωρίς καμία λαϊκή νομιμοποίηση.
Ο πραγματικός νικητής των γερμανικών εκλογών ήταν η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία που διπλασίασε το ποσοστό της σχεδόν στο 21%. Έλαβε σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό της ψήφου των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, τον ιστορικό εκφραστή της γερμανικής εργατικής τάξης.
Η νίκη της γερμανικής Ακροδεξιάς δεν μετριέται μόνο με το εκλογικό της ποσοστό. Οι Χριστιανοδημοκράτες του Μερτς έχουν ήδη κινηθεί σε ακροδεξιά κατεύθυνση στο μεταναστευτικό ζήτηαμ. Πρεσβεύουν αυταρχικές πολιτικές σε θέματα δημοκρατίας και πολιτικής έκφρασης, ενώ ο Μερτς προσωπικά θα ήθελε να συγκυβερνήσει με την Εναλλακτική για τη Γερμανία. Ο δικαιωματισμός, το ιδεολογικό περίβλημα του Ακραίου Κέντρου, βρίσκεται πλέον σε αποδρομή στη Γερμανία, όπως και αλλού στην Ευρώπη.
Οικονομική κρίση και κοινωνική δυσαρέσκεια
Η ήττα του Ακραίου Κέντρου οφείλεται καταρχάς στην οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα επί τρία χρόνια αποκαλύπτοντας τη δομική αδυναμία του γερμανικού καπιταλισμού.
Η ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη μετά την ενοποίηση δεν στηρίχτηκε σε κανένα «θαύμα» επενδύσεων, τεχνολογίας και παραγωγικότητας. Αυτά υπάρχουν μόνο στη φαντασία όσων πολιτικολογούν χωρίς γνώση της πραγματικότητας. Η Γερμανία κυριάρχησε στην ΕΕ γιατί, πρώτον, οι μισθοί έμειναν παγωμένοι για δύο δεκαετίες και δεύτερον, είχε στη διάθεσή της άφθονο και φθηνό ρωσικό αέριο. Και οι δύο παράγοντες έχουν πλέον εκλείψει – ο δεύτερος μάλιστα από πολιτική επιλογή του Ακραίου Κέντρου.
Φάνηκε έτσι η πραγματικότητα των χαμηλών επενδύσεων και της τεχνολογικής υστέρησης στους τομείς καινοτομίας. Η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη λόγω της αυτοκτονικής πολιτικής λιτότητας, με τον δρακόντειο περιορισμό του Δημόσιου Χρέους.
Μετά την πανδημία, οι δημόσιες υποδομές αντιμετωπίζουν το φάσμα της διάλυσης, τα ενοίκια έχουν εκτοξευτεί, και ο πληθωρισμός μειώνει το πραγματικό εισόδημα. Η πίεση στα λαϊκά στρώματα έγινε ακόμη μεγαλύτερη λόγω της αλόγιστης Πράσινης Μετάβασης, που μεταφέρει μεγάλο κόστος στα νοικοκυριά.
Στην οικονομική δυστοκία προστέθηκε η παντελώς αποτυχημένη πολιτική παρουσία του κυβερνητικού συνασπισμού – αλλά και του Σολτς προσωπικά – μαζί με την διάχυτη διαφθορά που περιβάλλει ιδίως τους Φιλελεύθερους. Το επιστέγασμα ήταν η γενικευμένη αίσθηση ανασφάλειας μετά από μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών.
Το πεδίο έγινε ευνοϊκό για την Άκρα Δεξιά, που έσπευσε να κατηγορήσει τους μετανάστες, καταγγέλλοντας παράλληλα το ιδεολογικό οικοδόμημα του δικαιωματισμού.
Αριστερή έκπληξη
Η έκπληξη των εκλογών – και το μόνο αισιόδοξο στοιχείο – ήταν η εκτόξευση του Ντι Λίνκε στο 9%, όταν στις Ευρωεκλογές του 2024 είχε λάβει κάτω από 3% και φαινόταν να παίρνει τον δρόμο προς την εξαΰλωση. Την ίδια στιγμή, το κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, που διασπάστηκε από το Ντι Λίνκε και είχε ξεκινήσει με καλούς οιωνούς, δεν πέτυχε το όριο του 5% και μένει εκτός Μπούντεσταγκ για λίγες ψήφους.
Η επιτυχία του Ντι Λίνκε και η αποτυχία της Βάγκενκνεχτ πρέπει να ιδωθούν μαζί.
Μετά τις Ευρωεκλογές το Ντι Λίνκε εξέλεξε νέα ηγεσία, παραμερίζοντας την αποτυχημένη παλιά φρουρά που είχε μετακινήσει το κόμμα προς τη Σοσιαλδημοκρατία. Υιοθέτησε έντονα αντισυστημικό λόγο σε θέματα οικονομίας, προτείνοντας έλεγχο στα ενοίκια, έλεγχο στις τιμές και επιβολή φορολογίας στους πλούσιους. Παράλληλα, υπερασπίστηκε τους μετανάστες, διαχωρίζοντας καθαρά τη θέση του από την Άκρα Δεξιά, αλλά και από τους Χριστιανοδημοκράτες.
Ακόμη, οι θέσεις της για τα οικονομικά ζητήματα εστιάζουν κυρίως στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δίνοντας λιγότερο βάρος στην υπεράσπιση των λαϊκών στρωμάτων. Η Γερμανία – και η Ευρώπη – χρειάζεται όντως μια ταξική συμμαχία εργατών και μικρομεσαίων που θα ανατρέψει την αποπνικτική κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά αυτή θα πρέπει να ξεκινάει από τα εργατικά συμφέροντα. Η σύγκριση με τον ριζοσπαστικό και ταξικό λόγο του Ντι Λίνκε ήταν καταλυτική.
Τέλος, η στάση της Βάγκενκνεχτ προς τους μετανάστες και η συμμετοχή σε κυβερνητικούς σχηματισμούς με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες αποδείχθηκε καταστροφική. Η ευρωπαϊκή Αριστερά σίγουρα χρειάζεται να προτείνει μια μεταναστευτική πολιτική που θα βασίζεται στον εργατικό διεθνισμό και όχι στον ψεύτικο φιλελευθερισμό του μεγάλου κεφαλαίου. Αλλά ο εργατικός διεθνισμός δεν έχει τίποτε κοινό με την Άκρα Δεξιά. Η Βάγκενκενχτ κολύμπησε σε θολά νερά και το πλήρωσε χάνοντας την ψήφο της νεολαίας.
Δεν έκανε όμως σε όλα λάθος η Βάγκενκνεχτ, ούτε το νέο Ντι Λίνκε αποδείχθηκε σε όλα πιο αριστερόστροφο. Απεναντίας, η Βάγκενκνεχτ έδειξε θάρρος στο Παλαιστινιακό και στον πόλεμο της Ουκρανίας, πηγαίνοντας κόντρα στο πολεμικό παραλήρημα του γερμανικού Ακραίου Κέντρου. Το Ντι Λίνκε συνέχισε να έχει απαράδεκτες θέσεις αποτυγχάνοντας να διαγνώσει τον χαρακτήρα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Στο θέμα του πολέμου της Ουκρανίας μάλιστα, οι θέσεις του είναι χειρότερες από αυτές της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.
Ωστόσο δεν ωφελήθηκε η Βάγκενκνεχτ από τη θαρραλέα γεωπολιτική στάση της. Ο γερμανικός λαός και η νεολαία δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει τη σημασία της διαπάλης για την παγκόσμια ηγεμονία στην εποχή μας.
Ευάλωτη Ευρώπη
Η ήττα του Ακραίου Κέντρου είναι σημείο πολιτικής καμπής για την Γερμανία και την Ευρώπη ολόκληρη. Δείχνει τη βαθιά φθορά της νεοφιλελεύθερης ελίτ που κυβερνά επί δεκαετίες, χωρίς όμως να ανοίγει νέους δρόμους για την οικονομία και την κοινωνία.
Η νέα κυβέρνηση, όταν σχηματιστεί, δύσκολα θα σταθεί μακροπρόθεσμα. Πέρα από τα υπάρχοντα προβλήματα, θα πρέπει να αντιμετωπίσει και την καταιγίδα Τραμπ που ανέτρεψε πλήρως τις γεωπολιτικές επιλογές του γερμανικού Ακραίου Κέντρου, ενώ παράλληλα απειλεί την οικονομία με μεγάλους δασμούς.
Ο χριστιανοδημοκράτης Μερτς είναι άνθρωπος του συστήματος και πρώην στέλεχος της Μπλάκροκ. Η οικονομική του αντίληψη είναι απολύτως νεοφιλελεύθερη και δεν θα αλλάξει τις άρρωστες δομές του γερμανικού καπιταλισμού. Εξάλλου, αποπνέει και ο ίδιος τη δυσοσμία της διαφθοράς που εξαπλώθηκε στην Γερμανία. Είναι νωρίς για να δούμε πως θα αντιμετωπίσει ως καγκελάριος την γεωπολιτική ανατροπή που έφερε ο Τραμπ, αλλά οι πρώτες δηλώσεις του είναι τόσο πολεμοκάπηλες όσο και της κυβέρνησης Σολτς.
Οι ανερχόμενοι Ακροδεξιοί, από την άλλη, επιβεβαιώνουν το τέλος εποχής, αλλά δεν έχουν τίποτε καινούργιο να προτείνουν για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων. Ο ρατσισμός, η καταφορά εναντίον των μεταναστών και η απόρριψη της ιδεολογίας του δικαιωματισμού δεν ανοίγουν καινούργιους δρόμους για την οικονομία και την κοινωνία.
Στις συνθήκες αυτές, υπάρχει μια ελπίδα για την ευρύτερη Αριστερά. Για να γίνει πραγματικότητα όμως θα χρειαστεί να βρεθεί ένας κοινός παρονομαστής ανάμεσα στο Ντι Λίνκε και το κόμμα της Βάγκενκνεχτ που θα επιτρέψει την διείσδυση στα εργατικά και λαϊκά στρώματα βαθαίνοντας παράλληλα τον οικονομικό και κοινωνικό ριζοσπαστισμό και ανοίγοντας νέο πεδίο για ανεξάρτητη αριστερή παρουσία στα γεωπολιτικά. Μένει να δούμε αν υπάρχουν οι δυνάμεις που θα πετύχουν ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα.