Πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την ανακοίνωση του Γιούρογκρουπ και οι πανηγυρισμοί της έχουν κάτι κωμικό. Πρόκειται όντως για σημαντική εξέλιξη, αλλά όχι για τους λόγους που προβάλλει η κυβερνητική προπαγάνδα. Οι Ευρωπαίοι δανειστές επιβεβαίωσαν την κυριαρχία τους πάνω στη χώρα και την κράτησαν σε αυστηρή πορεία λιτότητας. Αποδέχθηκαν τον περιβόητο «κόφτη» προσφέροντας στην κυβέρνηση το φύλλο συκής που αποζητούσε, ενώ προσπάθησαν παράλληλα να ικανοποιήσουν το ΔΝΤ στο θέμα του χρέους. Όταν πάρει θέση το ΔΝΤ, θα ξέρουμε αν έχει πετύχει ο συμβιβασμός.
Η «επιτυχία» της κυβέρνησης απαίτησε ήδη δύο νομοσχέδια που μειώνουν τις συντάξεις και αυξάνουν τη φορολογία εισοδήματος. Πολύ σύντομα θα ακολουθήσει τρίτο που θα αυξάνει τον ΦΠΑ και θα μειώνει το μισθολογικό κόστος των δημοσίων υπαλλήλων. Θα ακολουθήσει επίσης η θεσμοθέτηση της πώλησης «κόκκινων» και «πράσινων» τραπεζικών δανείων, εξαιρώντας μέχρι το Δεκέμβριο του 2017 μικρά δάνεια με εγγύηση την πρώτη κατοικία. Έπεται και το νέο Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων που θα εκποιήσει άμεσα 27 μεγάλα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου.
Όλοι γνωρίζουν φυσικά ότι αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» δεν αρκούν για να εξασφαλιστούν τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπει το τρίτο μνημόνιο από το 2018 και μετά. Στο πλαίσιο αυτό η «επιτυχία» της κυβέρνησης είναι ότι απέφυγε την άμεση νομοθέτηση επιπλέον μέτρων 3-4 δις που ζητούσε το ΔΝΤ, τα οποία θα είχαν δυσβάστακτο πολιτικό κόστος. Πρότεινε τη δημιουργία μηχανισμού που αυτόματα θα επιβάλλει οριζόντιες περικοπές, όταν οι δανειστές διαπιστώνουν ότι δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι για τα πλεονάσματα. Ο «κόφτης» θα ενεργοποιείται με μια έκθεση του Υπουργού Οικονομικών και ένα Προεδρικό Διάταγμα, χωρίς καν να ερωτηθεί η Βουλή. Οι περικοπές θα γίνονται κυρίως σε μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου. Η βαθύτατα αντιδημοκρατική αυτή διαδικασία προβλέπεται να ξεκινήσει το 2017.
Είναι τέτοια η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ που ούτε η κυβέρνηση, ούτε το κόμμα έχουν συναίσθηση του απόλυτου εξευτελισμού που σηματοδοτεί η «επιτυχία» τους. Εφαρμόζουν το τρίτο μνημόνιο πλήττοντας τα λαϊκά και μεσαία στρώματα, προτείνουν μόνοι τους σκληρότερη εποπτεία στους δανειστές, η οποία θα κρατήσει στο διηνεκές, και περιφρονούν τη δημοκρατία. Ο «κόφτης» για τον οποίο πανηγυρίζει ο ριζοσπάστης Υπουργός Οικονομικών παρακάμπτει τις πλέον στοιχειώδεις λειτουργίες του ελληνικού πολιτεύματος.
Τέλος, το Γιούρογκρουπ, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει και το ΔΝΤ, δήλωσε ότι, «αν κριθεί απαραίτητο», θα εξεταστούν επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Η ελάφρυνση ίσως δοθεί σε τρία στάδια. Βραχυπρόθεσμα με «αριστοποίηση» της διαχείρισης του χρέους. Μεσοπρόθεσμα, δηλαδή μετά το 2018, με επιμήκυνση, περίοδο χάριτος και αξιοποίηση των κερδών της ΕΚΤ και του ΕΣΜ από τα ελληνικά ομόλογα. Μακροπρόθεσμα με απροσδιόριστα προς το παρόν μέτρα. Σε καμία περίπτωση δεν θα υπάρξει «κούρεμα» του χρέους. Η πρόταση αυτή είναι καταφανώς ασυνάρτητη και η επίπτωσή της στο χρέος αποκλείεται να είναι σημαντική. Η αντίδραση του ΔΝΤ αναμένεται με ενδιαφέρον.
Η πολιτική στρατηγική της κυβέρνησης Τσίπρα είναι πλέον φανερή. Θα εφαρμόσει πειθήνια τα μνημόνια πιστεύοντας – όπως και οι προηγούμενες – ότι έτσι θα ανοίξει ο δρόμος της σταθεροποίησης και της ανάπτυξης. Υπολογίζει να πάρει περίπου 7 δις με το κλείσιμο της αξιολόγησης, ώστε να κάνει πληρωμές και να καλύψει κενά. Προσβλέπει στην πολυπόθητη αύξηση των επενδύσεων που υποτίθεται ότι θα ακολουθήσει οδηγώντας την οικονομία σε γοργούς ρυθμούς ανάπτυξης. Νομίζει ότι, όταν βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες, θα ξεχαστεί η «κωλοτούμπα» του 2015 και θα ενισχυθεί η απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την πλευρά τους οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι εμφανώς ανακουφισμένες γιατί θέλουν γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης και αταλάντευτη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής. Η «εσωτερική υποτίμηση» των τελευταίων έξι χρόνων έχει τσακίσει μισθούς και εργασιακές συνθήκες ενισχύοντας την κερδοφορία σε ορισμένους τομείς, ιδίως όπου υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγών. Τα συμφέροντά τους συμπίπτουν απολύτως με τις επιδιώξεις της κυβέρνησης. Το μόνο τους πρόβλημα είναι η εμφανής αναποτελεσματικότητα, μέχρις ανικανότητας, του πολιτικού και στελεχικού δυναμικού.
Στην ευρύτερη κοινωνία τα πράγματα είναι φυσικά πολύ διαφορετικά. Η ύφεση θα συνεχιστεί το 2016 και τα νέα μέτρα θα την επιδεινώσουν. Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Μάρτιο είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της καθίζησης της ελληνικής οικονομίας: η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4% και οι εξαγωγές (με τα πετρελαιοειδή) κατά 11,4%.
Η κυβέρνηση απλώς τρέφει νέες αυταπάτες, πράγμα στο οποίο έχει έφεση. Με τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής δεν υπάρχει προοπτική σταθερής και γρήγορης ανάπτυξης, όσα κέρδη κι αν βγάλουν μερικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου. Η Ελλάδα είναι σε μακροπρόθεσμη πορεία χαμηλού εισοδήματος, υψηλής ανεργίας, μετανάστευσης των νέων, ανισότητας, απώλειας κυριαρχίας και περιορισμένης δημοκρατίας. Στις συνθήκες αυτές δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να υπάρξει πολιτική σταθερότητα.
Ο ελληνικός λαός είναι κουρασμένος και εξαιρετικά δύσπιστος μετά από έξι χρόνια μνημονίων και τα ψέματα του ΣΥΡΙΖΑ. Τα λαϊκά και μεσαία στρώματα πιέζονται αφόρητα από τις ανάγκες επιβίωσης. Οι συνεπείς αντιμνημονιακές δυνάμεις δεν πρέπει να δράσουν βεβιασμένα. Για να κινητοποιηθούν οι τεράστιες μάζες των απογοητευμένων απαιτείται πειστική εναλλακτική πρόταση με ξεκάθαρο δημοκρατικό χαρακτήρα και ευρωπαϊκή διάσταση. Αυτή είναι η προτεραιότητα για όσους θέλουν να καθορίσουν τις εξελίξεις μεσοπρόθεσμα.
Η «επιτυχία» της κυβέρνησης απαίτησε ήδη δύο νομοσχέδια που μειώνουν τις συντάξεις και αυξάνουν τη φορολογία εισοδήματος. Πολύ σύντομα θα ακολουθήσει τρίτο που θα αυξάνει τον ΦΠΑ και θα μειώνει το μισθολογικό κόστος των δημοσίων υπαλλήλων. Θα ακολουθήσει επίσης η θεσμοθέτηση της πώλησης «κόκκινων» και «πράσινων» τραπεζικών δανείων, εξαιρώντας μέχρι το Δεκέμβριο του 2017 μικρά δάνεια με εγγύηση την πρώτη κατοικία. Έπεται και το νέο Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων που θα εκποιήσει άμεσα 27 μεγάλα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου.
Όλοι γνωρίζουν φυσικά ότι αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» δεν αρκούν για να εξασφαλιστούν τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπει το τρίτο μνημόνιο από το 2018 και μετά. Στο πλαίσιο αυτό η «επιτυχία» της κυβέρνησης είναι ότι απέφυγε την άμεση νομοθέτηση επιπλέον μέτρων 3-4 δις που ζητούσε το ΔΝΤ, τα οποία θα είχαν δυσβάστακτο πολιτικό κόστος. Πρότεινε τη δημιουργία μηχανισμού που αυτόματα θα επιβάλλει οριζόντιες περικοπές, όταν οι δανειστές διαπιστώνουν ότι δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι για τα πλεονάσματα. Ο «κόφτης» θα ενεργοποιείται με μια έκθεση του Υπουργού Οικονομικών και ένα Προεδρικό Διάταγμα, χωρίς καν να ερωτηθεί η Βουλή. Οι περικοπές θα γίνονται κυρίως σε μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου. Η βαθύτατα αντιδημοκρατική αυτή διαδικασία προβλέπεται να ξεκινήσει το 2017.
Είναι τέτοια η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ που ούτε η κυβέρνηση, ούτε το κόμμα έχουν συναίσθηση του απόλυτου εξευτελισμού που σηματοδοτεί η «επιτυχία» τους. Εφαρμόζουν το τρίτο μνημόνιο πλήττοντας τα λαϊκά και μεσαία στρώματα, προτείνουν μόνοι τους σκληρότερη εποπτεία στους δανειστές, η οποία θα κρατήσει στο διηνεκές, και περιφρονούν τη δημοκρατία. Ο «κόφτης» για τον οποίο πανηγυρίζει ο ριζοσπάστης Υπουργός Οικονομικών παρακάμπτει τις πλέον στοιχειώδεις λειτουργίες του ελληνικού πολιτεύματος.
Τέλος, το Γιούρογκρουπ, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει και το ΔΝΤ, δήλωσε ότι, «αν κριθεί απαραίτητο», θα εξεταστούν επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Η ελάφρυνση ίσως δοθεί σε τρία στάδια. Βραχυπρόθεσμα με «αριστοποίηση» της διαχείρισης του χρέους. Μεσοπρόθεσμα, δηλαδή μετά το 2018, με επιμήκυνση, περίοδο χάριτος και αξιοποίηση των κερδών της ΕΚΤ και του ΕΣΜ από τα ελληνικά ομόλογα. Μακροπρόθεσμα με απροσδιόριστα προς το παρόν μέτρα. Σε καμία περίπτωση δεν θα υπάρξει «κούρεμα» του χρέους. Η πρόταση αυτή είναι καταφανώς ασυνάρτητη και η επίπτωσή της στο χρέος αποκλείεται να είναι σημαντική. Η αντίδραση του ΔΝΤ αναμένεται με ενδιαφέρον.
Η πολιτική στρατηγική της κυβέρνησης Τσίπρα είναι πλέον φανερή. Θα εφαρμόσει πειθήνια τα μνημόνια πιστεύοντας – όπως και οι προηγούμενες – ότι έτσι θα ανοίξει ο δρόμος της σταθεροποίησης και της ανάπτυξης. Υπολογίζει να πάρει περίπου 7 δις με το κλείσιμο της αξιολόγησης, ώστε να κάνει πληρωμές και να καλύψει κενά. Προσβλέπει στην πολυπόθητη αύξηση των επενδύσεων που υποτίθεται ότι θα ακολουθήσει οδηγώντας την οικονομία σε γοργούς ρυθμούς ανάπτυξης. Νομίζει ότι, όταν βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες, θα ξεχαστεί η «κωλοτούμπα» του 2015 και θα ενισχυθεί η απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την πλευρά τους οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι εμφανώς ανακουφισμένες γιατί θέλουν γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης και αταλάντευτη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής. Η «εσωτερική υποτίμηση» των τελευταίων έξι χρόνων έχει τσακίσει μισθούς και εργασιακές συνθήκες ενισχύοντας την κερδοφορία σε ορισμένους τομείς, ιδίως όπου υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγών. Τα συμφέροντά τους συμπίπτουν απολύτως με τις επιδιώξεις της κυβέρνησης. Το μόνο τους πρόβλημα είναι η εμφανής αναποτελεσματικότητα, μέχρις ανικανότητας, του πολιτικού και στελεχικού δυναμικού.
Στην ευρύτερη κοινωνία τα πράγματα είναι φυσικά πολύ διαφορετικά. Η ύφεση θα συνεχιστεί το 2016 και τα νέα μέτρα θα την επιδεινώσουν. Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Μάρτιο είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της καθίζησης της ελληνικής οικονομίας: η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4% και οι εξαγωγές (με τα πετρελαιοειδή) κατά 11,4%.
Η κυβέρνηση απλώς τρέφει νέες αυταπάτες, πράγμα στο οποίο έχει έφεση. Με τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής δεν υπάρχει προοπτική σταθερής και γρήγορης ανάπτυξης, όσα κέρδη κι αν βγάλουν μερικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου. Η Ελλάδα είναι σε μακροπρόθεσμη πορεία χαμηλού εισοδήματος, υψηλής ανεργίας, μετανάστευσης των νέων, ανισότητας, απώλειας κυριαρχίας και περιορισμένης δημοκρατίας. Στις συνθήκες αυτές δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να υπάρξει πολιτική σταθερότητα.
Ο ελληνικός λαός είναι κουρασμένος και εξαιρετικά δύσπιστος μετά από έξι χρόνια μνημονίων και τα ψέματα του ΣΥΡΙΖΑ. Τα λαϊκά και μεσαία στρώματα πιέζονται αφόρητα από τις ανάγκες επιβίωσης. Οι συνεπείς αντιμνημονιακές δυνάμεις δεν πρέπει να δράσουν βεβιασμένα. Για να κινητοποιηθούν οι τεράστιες μάζες των απογοητευμένων απαιτείται πειστική εναλλακτική πρόταση με ξεκάθαρο δημοκρατικό χαρακτήρα και ευρωπαϊκή διάσταση. Αυτή είναι η προτεραιότητα για όσους θέλουν να καθορίσουν τις εξελίξεις μεσοπρόθεσμα.