Οι στεγαστικές κρίσεις είναι χαρακτηριστικό του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Μόλις την περασμένη εβδομάδα οι Ταϊμς της Νέας Υόρκης ανέφεραν ότι η πόλη αντιμετωπίζει τη χειρότερη στεγαστική κρίση των τελευταίων 50 ετών, με το ποσοστό των διαθέσιμων ενοικιαζομένων ακινήτων να πέφτει στο εξαιρετικά χαμηλό 1,4% το 2023. Αναπόφευκτα τα ενοίκια και οι τιμές των κατοικιών έχουν σκαρφαλώσει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Στο Λονδίνο τα πράγματα είναι μάλλον χειρότερα και η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη στο Παρίσι.
Προφανώς υπάρχουν κοινά αίτια που αντανακλούν τη χρηματιστικοποίηση της στέγασης στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Συγκεκριμένα, τα σπίτια έχουν μετατραπεί σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που προσελκύουν τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς φορείς, οι οποίοι ενισχύουν τη στεγαστική κερδοσκοπία κυρίως μέσα στη μεσαία τάξη. Το κράτος, εν τω μεταξύ, αποχωρεί από την παροχή δημόσιας κατοικίας.
Αλλά η κατοικία δεν είναι ένα κανονικό εμπόρευμα. Πρώτον, η πλειονότητα των εργαζομένων αναζητά συνήθως μια στέγη πάνω από το κεφάλι της και όχι κέρδη. Δεύτερον, η αγορά κατοικία αφορά κυρίως το υπάρχον απόθεμα και όχι τη ροή νεόδμητων κατοικιών. Κατά συνέπεια, η αγορά κατοικίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στους κανονισμούς, τους νόμους και τις παραδοσιακές πρακτικές κάθε χώρας. Με την ίδια λογική, η χρηµατιστικοποίηση της στέγασης διαφέρει πολύ από χώρα σε χώρα.
Η Ελλάδα αποτελεί ένα πρωτοφανές πρόσφατο παράδειγμα στεγαστικής κρίσης. Τα στοιχεία είναι συγκλονιστικά. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023 οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (κάτω των 5 ετών) στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 13% σε σχέση με το 2022. Οι τιμές των παλαιότερων διαμερισμάτων (άνω των 5 ετών) αυξήθηκαν κατά 16%. Τα ποσοστά ήταν ακόμη υψηλότερα στη Θεσσαλονίκη: 16% για τα νέα και 17% για τα παλαιότερα διαμερίσματα. Οι αυξήσεις αυτές ήρθαν να προστεθούν στη σημαντική άνοδο κάθε χρόνο από το 2018.
Ο κοινωνικός αντίκτυπος είναι τεράστιος και καταστροφικός. Η Ελλάδα έχει σήμερα τη χειρότερη οικονομική προσβασιμότητα σε κατοικίες στην ΕΕ: Το 32,4% του ελληνικού αστικού πληθυσμού ζει σε κατοικίες που κοστίζουν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Και μόνο οι αριθμοί αυτοί συνιστούν απόδειξη της εκτεταμένης (και συχνά σιωπηλής) φτώχειας στη χώρα.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι συνθλίβονται μεταξύ των εξαιρετικά υψηλών τιμών των κατοικιών, από τη μια, και του δεύτερου χαμηλότερου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος στην ΕΕ (λίγο πάνω από τη Σλοβακία), από την άλλη. Το ποσοστό των νοικοκυριών που ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις στις πληρωμές στεγαστικών δανείων, ενοικίων και λογαριασμών κοινής ωφέλειας είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, δηλαδή 36,4%. Οι επιπτώσεις είναι δραματικές για τους νέους, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν σπίτι, πόσο μάλλον να δημιουργήσουν οικογένεια.
Η χρηματιστικοποίηση της στέγασης έφτασε στην Ελλάδα, όπως και η αναπόφευκτη κρίση. Αλλά εδώ σταματούν οι ομοιότητες με τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ. Η ελληνική χρηματιστικοποίηση είναι υποτελής, επειδή η κύρια κινητήρια δύναμή της είναι κεφάλαια που προέρχονται από το εξωτερικό.
Η τυπική πορεία μιας στεγαστικής φούσκας είναι να μπαίνει επιθετικά στη αγορά ακινήτων το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και να προκαλεί την άνοδο των τιμών παρέχοντας φθηνή πίστωση. Αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Το ενυπόθηκο χρέος μειώνεται σταθερά από το 2010 και η ροή νέων στεγαστικών δανείων είναι ουσιαστικά στάσιμη από το 2015. Οι τάσεις αυτές συμβαδίζουν απολύτως με τα υψηλά επιτόκια από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, προφανώς για να χτυπηθεί ο πληθωρισμός. Η σημερινή ελληνική φούσκα ακινήτων δεν προκαλείται από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Ο κύριος ένοχος δεν είναι δύσκολο να βρεθεί: Είναι οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ). Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, το 2022, οι συνολικές ΑΞΕ ανήλθαν σε 7,9 δισ. ευρώ, ποσό ρεκόρ. Από αυτές, τα 2,5 δισ. κατευθύνθηκαν σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και ασφάλειες και τα 0,8 δισ. σε ακίνητα. Οι δύο αυτές ροές αποτέλεσαν την κύρια πηγή κεφαλαίων για τη φούσκα των ακινήτων. Συγκρίνετε αυτά τα ποσά με το χαμηλό 1,5 δισ. που πιθανώς πήγε στη μεταποίηση (το πόσο πραγματικά πήγε είναι συζητήσιμο). Ο θόρυβος που συνεχώς κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη σχετικά με τις επιτυχίες της στις ΑΞΕ είναι ντροπή.
Η πραγματικότητα είναι ότι η άνοδος των ΑΞΕ για τη στέγαση ξεκίνησε γύρω στο 2017 και η κύρια αιτία της ήταν η κυνική και διεφθαρμένη πρακτική της Χρυσής Βίζας. Μέχρι το 2023 η Ελλάδα είχε δεχθεί 31000 αιτήσεις και από αυτές περισσότερες από 21000 είχαν κατατεθεί μετά το 2021. Τα δύο τρίτα των αγοραστών ήταν Κινέζοι, ενώ υπήρχαν σημαντικά ποσοστά Τούρκων, Λιβανέζων, πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου κ.ά. Αγόρασαν σε μεγάλο βαθμό το υπάρχον απόθεμα κατοικιών, καθώς ο κατασκευαστικός τομέας μετά βίας προσπαθεί να ανακάμψει από την καταστροφή της προηγούμενης δεκαετίας.
Η εισροή των ΑΞΕ συνοδεύτηκε από την εκτίναξη του Airbnb στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και αλλού. Ο μετασχηματισμός που έχει προκληθεί στον τουρισμό είναι ιδιαίτερα εμφανής στα αστικά κέντρα, όπως και ο αντίκτυπος στην αγορά κατοικίας. Στο πλαίσιο αυτό, υπήρξαν και εγχώριοι παράγοντες που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη φούσκα των κατοικιών. Μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης ενεπλάκησαν, καθώς η διαδικασία απαιτεί ελάχιστη προσωπική επένδυση και μπορεί να αποφέρει σημαντικές αποδόσεις για να συμπληρώσει το χαμηλό εισόδημα.
Η υποτελής χρηματιστικοποίηση της κατοικίας στην Ελλάδα δίνει μια πραγματική εικόνα της οικονομίας που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μετά τα πακέτα διάσωσης της προηγούμενης δεκαετίας. Χαρακτηρίζεται από αδύναμες επενδύσεις και χαμηλή παραγωγή, βασίζεται σε χαμηλούς μισθούς και χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα, ευνοεί την άκρατη κερδοσκοπία στον τομέα των ακινήτων και των χρηματοπιστωτικών στοιχείων, ιδίως μέσω του αυξανόμενου τουρισμού.
Η οικονομία της οποίας προΐσταται ο Μητσοτάκης έχει ήδη φέρει μια κρίση στέγασης χωρίς προηγούμενο, ιδίως για τους νέους. Στο μέλλον θα φέρει και ευρύτερη κρίση χωρίς προηγούμενο, γιατί αναπόφευκτα θα καταρρεύσει.
Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να αντιμετωπιστεί η ελληνική στεγαστική κρίση. Πρώτα απ' όλα, πρέπει να σταματήσουν οι τεράστιες κερδοσκοπικές εισροές ΑΞΕ. Η αύξηση του ορίου της Χρυσής Βίζας στα 500000 ευρώ, την οποία έκανε ο Μητσοτάκης, δεν θα πετύχει πολλά. Η Χρυσή Βίζα φέρνει μόνο προβλήματα στην ελληνική κοινωνία και πρέπει να καταργηθεί εντελώς. Στη συνέχεια θα πρέπει να ληφθούν αυστηρά διοικητικά μέτρα για τη ρύθμιση τόσο του κόστους στέγασης όσο και του τομέα του Airbnb. Πάνω απ' όλα, η χώρα χρειάζεται επειγόντως εκτεταμένο πρόγραμμα κατασκευής αξιοπρεπών δημόσιων κατοικιών, ειδικά για τους νέους.
Αυτά που απαιτούνται είναι ξεκάθαρα. Αυτό που λείπει είναι η συνεκτική δημόσια φωνή που θα τα διεκδικήσει. Τίποτε δεν θα γίνει αν δεν υπάρξει αυτενέργεια και δράση από αυτούς που σηκώνουν το μεγάλο βάρος της κρίσης.