Πηγαίνουμε πλέον ολοταχώς προς τις ευρωεκλογές που ίσως κρίνουν την πορεία της Ελλάδας για χρόνια. Το δίλημμα που θέτει η κυβέρνηση Σαμαρά είναι 'σταθερότητα, ή επιστροφή στο πρόσφατο παρελθόν της κρίσης' τονίζοντας ότι η ανάκαμψη βρίσκεται επί θύραις. Ταυτόχρονα παραδέχεται ότι η Ελλάδα συνεχίζει να έχει πρόβλημα χρέους παρουσιάζοντας όμως η κυβέρνηση τον εαυτό της ως το μόνο αξιόπιστο διαπραγματευτή. Το τι θα επιχειρήσει να διαπραγματευτεί μας το έχει ήδη αποκαλύψει ο κ. Στουρνάρας: Δε θα υπάρξει διαγραφή γιατί αντιτίθεται η ΕΕ, αλλά θα επιδιωχθεί η μείωση των επιτοκίων και η επιμήκυνση. Κι εκεί θα τελειώσει η κρίση, κατά την κυβέρνηση Σαμαρά.
Από την άλλη, η αντιμνημονιακή αντιπολίτευση και φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και χρειάζεται διαγραφή. Σε σημαντικό βαθμό μάλιστα φαίνεται να συμφωνεί και το ΔΝΤ. Δεν υπάρχει βέβαια κοινά αποδεκτή εκτίμηση για το μέγεθος της διαγραφής, πόσο μάλλον για τη διαδικασία μέσω της οποίας θα επιτευχθεί. Αλλά κυριαρχεί η αντίληψη ότι χωρίς διαγραφή του χρέους η Ελλάδα δε θα μπορέσει να βγει απο τα ερείπια της κρίσης.
Το χρέος, λοιπόν, θα αποτελέσει καίριο ζήτημα οικονομικής πολιτικής την επόμενη περίοδο και οι ευρωεκλογές θα δείξουν το δρόμο για την αντιμετώπισή του. Στο πλαίσιο αυτό το διεθνές οικονομικό δίκτυο RMF (Λονδίνο) σε συνεργασία με το Δίκτυο Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (Θεσσαλονίκη) δημοσίευσε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση σχετικά με την αντιμετώπιση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η μελέτη αναλύει δύο βασικούς τρόπους ελάφρυνσης: τη “μαλακή επιλογή”, η οποία εξετάζει τη συναινετική μείωση του μέσου επιτοκίου και την επιμήκυνση του χρέους, καθώς και τη “σκληρή επιλογή”, η οποία εξετάζει τη βαθιά διαγραφή της ονομαστικής αξίας του χρέους. Συγκρίνεται δηλαδή η επιλογή της κυβέρνησης με αυτή της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης.
Είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι το χρέος είναι τροχοπέδη για την ελληνική οικονομία όχι μόνο γιατί τα ποσά που απαιτούνται για την εξυπηρέτησή του είναι πολύ μεγάλα, αλλά και γιατί η ανάγκη της εξυπηρέτησης επιβάλλει σκληρές πολιτικές λιτότητας μέσω της επιδίωξης πρωτογενών πλεονασμάτων. Συνεπώς το χρέος δεν επιτρέπει την υιοθέτηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που θα τόνωνε την ανάπτυξη μειώνοντας την ανεργία. Η μελέτη του RMF εστιάζει στα αποτελέσματα των δύο επιλογών ως προς τον πρόσθετο “δημοσιονομικό χώρο” ο οποίος θα προκύψει από την ελάφρυνση του χρέους. Δηλαδή προσφέρει μια εκτίμηση της δυνατότητας άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής χωρίς παράλληλη αύξηση των ελλειμμάτων για κάθε περίπτωση ελάφρυνσης του χρέους.
Πιο συγκεκριμένα, συγκρίνεται η μείωση του μέσου επιτοκίου κατά 0,5% ή και 1% με τη μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους στο 60% του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι το ζητούμενο είναι ο υπολογισμός του “δημοσιονομικού χώρου”, η επιμήκυνση - όση κι αν είναι - δεν έχει καμία σημασία γιατί τα κονδύλια αναχρηματοδότησης δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και άρα δεν επηρεάζουν την επιδίωξη πλεονασμάτων. Μόνο τα επιτόκια και το μέγεθος του χρέους έχουν σημασία στο θέμα αυτό.
Η μελέτη συμπεραίνει ότι η “μαλακή επιλογή” θα έχει αμελητέα αποτελέσματα και μόνο η “σκληρή επιλογή” μπορεί να δώσει περιθώριο ανάπτυξης στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια:
- Η “σκληρή επιλογή” ανοίγει “δημοσιονομικό χώρο” 10 δις το χρόνο που θα είναι διαθέσιμα για επενδύσεις, κράτος πρόνοιας, μισθούς, συντάξεις.
- Η “σκληρή επιλογή” εξασφαλίζει δημοσιονομική σταθερότητα. Δεν προκύπτει αύξηση ελλειμμάτων και υπάρχει σταθερός λόγος χρέους.
- Η “μαλακή επιλογή” με μείωση 0,5% του μέσου επιτοκίου προσφέρει αμελητέο “δημοσιονομικό χώρο” της τάξης του 0,8% του ΑΕΠ και άρα αμελητέο περιθώριο ανάκαμψης και ανάπτυξης.
- Η “μαλακή επιλογή” με μείωση 1% του μέσου επιτοκίου προσφέρει ανεπαρκή “δημοσιονομικό χώρο” της τάξης του 1,6% του ΑΕΠ και άρα ανεπαρκή χώρο ανάκαμψης και ανάπτυξης.
- Η “μαλακή επιλογή” της κυβέρνησης και της ΕΕ θα κρατήσουν την Ελλάδα στη λιτότητα για δεκαετίες.
Το συμπέρασμα είναι αναντίρρητο και οι σημασία του αποτυπώνεται εξαιρετικά στο κείμενο του Σπύρου Μαρκέτου, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ, που αναρτάται παρακάτω. Η βαθιά διαγραφή του χρέους είναι η καλύτερη λύση την οποία διαθέτει η Ελλάδα, αν πράγματι θέλει να εξασφαλίσει χώρο για την εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών οι οποίες θα ενισχύουν την ανάπτυξη και συνάμα θα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Εννοείται ότι αυτή η επιλογή θα έχει σημαντικές πολιτικές και θεσμικές επιπλοκές οι οποίες χρειάζονται επιμέρους ανάλυση. Το δημόσιο χρέος είναι μια συμβολαιακή υποχρέωση η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας διέπεται από το αγγλικό δίκαιο. Για να διαγραφεί ολοκληρωτικά θα πρέπει να υπάρξει αμοιβαία συμφωνία δανειστή και δανειζόμενου, κάτι που μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια διαδικασία σκληρής διαπραγμάτευσης.
Το πραγματικό πρόβλημα για την Ελλάδα είναι να θεμελιώσει τις βασικές παραμέτρους της διαπραγμάτευσης, πράγμα που μπορεί να συμβεί μόνο μέσω ανοιχτής δημόσιας συζήτησης, η οποία δεν έχει γίνει ποτέ. Η Ελλάδα συνεχίζει να έχει όπλα στη διάθεση της συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής που σταδιακά αναφαίνεται στην Ευρώπη. Πάνω απ' όλα η Ελλάδα συνεχίζει να έχει τη δυνατότητα μονομερούς άρνησης πληρωμών. Επείγει λοιπόν να συζητηθεί το θέμα με τη σοβαρότητα που του αξίζει και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης οφείλουν να έχουν τον πρώτο λόγο. Η μελέτη του RMF είναι ένα βήμα στην κατεύθυνση αυτή.
Η πλήρης μελέτη του RMF είναι διαθέσιμη σε ελληνική μετάφραση εδώ.