Του Σπύρου Μαρκέτου, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ
Η ελληνική κοινωνία αντιλήφθηκε το πρόβλημα του δημόσιου χρέους την άνοιξη του 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός το χρησιμοποίησε για να δρομολογήσει τα μνημόνια και ανάλογα έπραξαν όλοι οι διάδοχοί του. Τέσσερα χρόνια μετά και αφού η πολιτική τους απονομιμοποίησε και αποσταθεροποίησε το συνασπισμό εξουσίας, το χρέος παραμένει στο επίκεντρο της σύγκρουσης. Έφθασε στο 174% του ΑΕΠ, ενώ προτού εφαρμοστούν τα μνημόνια, το 2009, ήταν "μόνο" 130%. Η πολιτική αντιμετώπισής του απέτυχε και ζητείται νέα.
Καλλιεργείται η ψευδαίσθηση, μερικές φορές και από στελέχη της Αριστεράς, ότι αρκεί να διακοπούν ή να ανατραπούν οι ακραίες επιλογές της τρέχουσας συγκυβέρνησης - από την εκποίηση του νερού και των αιγιαλών ως την υπερφορολόγηση της οικονομίας και την εξάχνωση της εργατικής νομοθεσίας- προκειμένου η χώρα να αναπνεύσει. Ωστόσο η μελέτη του RMF που κρατάτε στα χέρια σας αποδεικνύει ότι πραγματική ανάκαμψη είναι εντελώς ανέφικτη χωρίς βαθιά διαγραφή του χρέους, η οποία επομένως αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση μιας εναλλακτικής πολιτικής.
Η ελληνική κοινωνία αντιλήφθηκε το πρόβλημα του δημόσιου χρέους την άνοιξη του 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός το χρησιμοποίησε για να δρομολογήσει τα μνημόνια και ανάλογα έπραξαν όλοι οι διάδοχοί του. Τέσσερα χρόνια μετά και αφού η πολιτική τους απονομιμοποίησε και αποσταθεροποίησε το συνασπισμό εξουσίας, το χρέος παραμένει στο επίκεντρο της σύγκρουσης. Έφθασε στο 174% του ΑΕΠ, ενώ προτού εφαρμοστούν τα μνημόνια, το 2009, ήταν "μόνο" 130%. Η πολιτική αντιμετώπισής του απέτυχε και ζητείται νέα.
Καλλιεργείται η ψευδαίσθηση, μερικές φορές και από στελέχη της Αριστεράς, ότι αρκεί να διακοπούν ή να ανατραπούν οι ακραίες επιλογές της τρέχουσας συγκυβέρνησης - από την εκποίηση του νερού και των αιγιαλών ως την υπερφορολόγηση της οικονομίας και την εξάχνωση της εργατικής νομοθεσίας- προκειμένου η χώρα να αναπνεύσει. Ωστόσο η μελέτη του RMF που κρατάτε στα χέρια σας αποδεικνύει ότι πραγματική ανάκαμψη είναι εντελώς ανέφικτη χωρίς βαθιά διαγραφή του χρέους, η οποία επομένως αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση μιας εναλλακτικής πολιτικής.
Μέχρι στιγμής η δημόσια συζήτηση περί χρέους στην Ελλάδα επικεντρώνεται σε νομικά και ηθικά ζητήματα, όπως το αν είναι δίκαιο ή άδικο να αποπληρωθεί, ή αν μπορεί να επικαλεστεί τις ρήτρες της κατάστασης ανάγκης και του επονείδιστου χρέους μια κυβέρνηση η οποία αποφασίζει εν όλω ή εν μέρει να το διαγράψει. Δεν έχει αρκετά τονιστεί το αναπόδραστο πρακτικό πρόβλημα, ότι το χρέος επιφέρει δημοσιονομική ασφυξία και επομένως ακυρώνει κάθε δυνατότητα άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής.
Αυτό ακριβώς το πρόβλημα όμως βρίσκεται στο επίκεντρο του οικονομικού σχεδιασμού, ο οποίος αναπόφευκτα αναλογίζεται τις δημοσιονομικές συνέπειες και επιλέγει μια από τις δυο βασικές εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη λύση, την οποία προτιμούν οι δανειστές, στην ουσία ακολουθείται και σήμερα με τα γνωστά αποτελέσματα, ενώ η δεύτερη, που υπόσχεται πραγματική ανάκαμψη, επάγεται σύγκρουση στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η μελέτη που παρουσιάζεται εδώ δείχνει ότι η δεύτερη είναι όχι απλώς η ενδεδειγμένη, αλλά η μόνη ρεαλιστική.
Τα βασικά δεδομένα είναι εύκολο να συνοψιστούν. Η εγκατάλειψη της λιτότητας και η στήριξη της οικονομίας απαιτούν απελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου με τη μείωση των ετήσια καταβαλλόμενων τοκοχρεολυσίων. Πρακτικά η έννοια του δημοσιονομικού χώρου αποτυπώνει πόσο χώρο απελευθερώνει η ελάφρυνση του χρέους, επιτρέποντας έτσι να εφαρμοστεί δημοσιονομική επέκταση χωρίς αύξηση ελλειμμάτων και διατηρώντας τη σταθερότητα του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Δείχνει δηλαδή τα περιθώρια άσκησης εναλλακτικών πολιτικών, οι οποίες θα στοχεύουν στην ανάπτυξη και την απασχόληση αντί της εξυπηρέτησης του χρέους, που είναι πρωταρχική μέριμνα των σημερινών.
Η μελέτη αυτή, χρησιμοποιώντας το βασικό μοντέλο του ΔΝΤ για την Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους, εξετάζει πόσο δημοσιονομικό χώρο δημιουργούν από το 2014 ως το 2019 αφενός η "μαλακή" επιλογή μείωσης του επιτοκίου είτε κατά 0,5% είτε κατά 1% και αφετέρου μια “σκληρή” επιλογή βαθιάς διαγραφής, η οποία φέρνει το λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 60% που επιβάλλει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Διαπιστώνεται ότι στην περίοδο αυτή η "μαλακή" επιλογή βελτιώνει αμελητέα τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, συνολικά μόλις 5% μέχρι το 2019, ενώ διευρύνει τον δημοσιονομικό χώρο κατά 0,8% ως 1,6% ετησίως. Πρακτικά σημαίνει συνέχιση της λιτότητας σχεδόν μέχρι το 2040.
Η “σκληρή” επιλογή απεναντίας επηρεάζει αποφασιστικά το λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Μια βαθιά διαγραφή 200 δις χρέους, μειώνοντας άμεσα την ονομαστική αξία του, ανοίγει δημοσιονομικό χώρο 10 δις ευρώ ετήσια την περίοδο 2015-2019, ή αλλιώς 4,8% του ΑΕΠ ετησίως. Το τεράστιο αυτό ποσό είναι 3,5 έως 6 φορές μεγαλύτερο από εκείνο που εξασφαλίζει η “μαλακή” επιλογή. Διευκολύνει τη δημοσιονομική σταθερότητα επιτρέποντας συνάμα δημόσιες επενδύσεις, αυξήσεις μισθών και συντάξεων και δαπάνες κοινωνικής προνοίας. Συμπερασματικά, η “σκληρή” επιλογή απ' όλες τις απόψεις υπερτερεί της “μαλακής”.
Η Ελλάδα λοιπόν χρειάζεται μια βαθιά διαγραφή χρέους, με αποφασιστικές μονομερείς ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της αθέτησης πληρωμών. Αν η Αριστερά θέλει να εξασφαλίσει νομιμοποίηση και πάντως να μακροημερεύσει στην κυβέρνηση, δεν έχει άλλη λύση. Πρέπει να προετοιμαστεί για σύγκρουση με τους δανειστές, να εξηγήσει με σαφείς όρους το διακύβευμα του χρέους και να τοποθετηθεί έγκαιρα και πειστικά απέναντί του.
Κάθε εναλλακτική πρόταση καλείται να αντικρούσει τα επιχειρήματα της μελέτης αυτής και ιδίως να δείξει πώς θα μπορούσε ποτέ να ασκηθεί πολιτική οικονομικής μεγέθυνσης με δημοσιονομικό χώρο οριακά μεγαλύτερο του σημερινού. Στο μεταξύ ο ευσεβής πόθος, αφελής και αβάσιμος, πως μια οικονομική πολιτική ουσιωδώς διάφορη της μνημονιακής θα μπορούσε ενδεχομένως να στηριχθεί σε "μαλακές" λύσεις στο θέμα του χρέους, ελέγχεται ότι απειλεί με καταρράκωση την αξιοπιστία της Αριστεράς.
Αυτό ακριβώς το πρόβλημα όμως βρίσκεται στο επίκεντρο του οικονομικού σχεδιασμού, ο οποίος αναπόφευκτα αναλογίζεται τις δημοσιονομικές συνέπειες και επιλέγει μια από τις δυο βασικές εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη λύση, την οποία προτιμούν οι δανειστές, στην ουσία ακολουθείται και σήμερα με τα γνωστά αποτελέσματα, ενώ η δεύτερη, που υπόσχεται πραγματική ανάκαμψη, επάγεται σύγκρουση στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η μελέτη που παρουσιάζεται εδώ δείχνει ότι η δεύτερη είναι όχι απλώς η ενδεδειγμένη, αλλά η μόνη ρεαλιστική.
Τα βασικά δεδομένα είναι εύκολο να συνοψιστούν. Η εγκατάλειψη της λιτότητας και η στήριξη της οικονομίας απαιτούν απελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου με τη μείωση των ετήσια καταβαλλόμενων τοκοχρεολυσίων. Πρακτικά η έννοια του δημοσιονομικού χώρου αποτυπώνει πόσο χώρο απελευθερώνει η ελάφρυνση του χρέους, επιτρέποντας έτσι να εφαρμοστεί δημοσιονομική επέκταση χωρίς αύξηση ελλειμμάτων και διατηρώντας τη σταθερότητα του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Δείχνει δηλαδή τα περιθώρια άσκησης εναλλακτικών πολιτικών, οι οποίες θα στοχεύουν στην ανάπτυξη και την απασχόληση αντί της εξυπηρέτησης του χρέους, που είναι πρωταρχική μέριμνα των σημερινών.
Η μελέτη αυτή, χρησιμοποιώντας το βασικό μοντέλο του ΔΝΤ για την Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους, εξετάζει πόσο δημοσιονομικό χώρο δημιουργούν από το 2014 ως το 2019 αφενός η "μαλακή" επιλογή μείωσης του επιτοκίου είτε κατά 0,5% είτε κατά 1% και αφετέρου μια “σκληρή” επιλογή βαθιάς διαγραφής, η οποία φέρνει το λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 60% που επιβάλλει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Διαπιστώνεται ότι στην περίοδο αυτή η "μαλακή" επιλογή βελτιώνει αμελητέα τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, συνολικά μόλις 5% μέχρι το 2019, ενώ διευρύνει τον δημοσιονομικό χώρο κατά 0,8% ως 1,6% ετησίως. Πρακτικά σημαίνει συνέχιση της λιτότητας σχεδόν μέχρι το 2040.
Η “σκληρή” επιλογή απεναντίας επηρεάζει αποφασιστικά το λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Μια βαθιά διαγραφή 200 δις χρέους, μειώνοντας άμεσα την ονομαστική αξία του, ανοίγει δημοσιονομικό χώρο 10 δις ευρώ ετήσια την περίοδο 2015-2019, ή αλλιώς 4,8% του ΑΕΠ ετησίως. Το τεράστιο αυτό ποσό είναι 3,5 έως 6 φορές μεγαλύτερο από εκείνο που εξασφαλίζει η “μαλακή” επιλογή. Διευκολύνει τη δημοσιονομική σταθερότητα επιτρέποντας συνάμα δημόσιες επενδύσεις, αυξήσεις μισθών και συντάξεων και δαπάνες κοινωνικής προνοίας. Συμπερασματικά, η “σκληρή” επιλογή απ' όλες τις απόψεις υπερτερεί της “μαλακής”.
Η Ελλάδα λοιπόν χρειάζεται μια βαθιά διαγραφή χρέους, με αποφασιστικές μονομερείς ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της αθέτησης πληρωμών. Αν η Αριστερά θέλει να εξασφαλίσει νομιμοποίηση και πάντως να μακροημερεύσει στην κυβέρνηση, δεν έχει άλλη λύση. Πρέπει να προετοιμαστεί για σύγκρουση με τους δανειστές, να εξηγήσει με σαφείς όρους το διακύβευμα του χρέους και να τοποθετηθεί έγκαιρα και πειστικά απέναντί του.
Κάθε εναλλακτική πρόταση καλείται να αντικρούσει τα επιχειρήματα της μελέτης αυτής και ιδίως να δείξει πώς θα μπορούσε ποτέ να ασκηθεί πολιτική οικονομικής μεγέθυνσης με δημοσιονομικό χώρο οριακά μεγαλύτερο του σημερινού. Στο μεταξύ ο ευσεβής πόθος, αφελής και αβάσιμος, πως μια οικονομική πολιτική ουσιωδώς διάφορη της μνημονιακής θα μπορούσε ενδεχομένως να στηριχθεί σε "μαλακές" λύσεις στο θέμα του χρέους, ελέγχεται ότι απειλεί με καταρράκωση την αξιοπιστία της Αριστεράς.