Μέρος Α΄
“Ελευθερίες” εντός ΕΕ και
νεοφιλελευθερισμός
Η μεταμόρφωση των “ελευθεριών
διακίνησης”
“Τα σύνορα της Ελλάδας
είναι τα σύνορα της ΕΕ” κατά την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και κατά τον
αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Στόχος αυτής της παραδοχής είναι κυρίως η καλλιέργεια
αισθήματος ασφάλειας στον ελληνικό λαό. Για
να δούμε όμως τι πραγματικά συμβαίνει και να καταλάβουμε τι διακυβεύεται στον Έβρο
και το Αιγαίο πρέπει να ξεκινήσουμε από τις περίφημες “τέσσερις ελευθερίες”
διακίνησης της ΕΕ, δηλαδή του χρήματος, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και της
εργασίας.
Οι “ελευθερίες διακίνησης”
διατρανώθηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και ακόμη περισσότερο στη
Συνθήκη της Λισσαβώνας το 2007. Αποτελούν τη συνταγματική βάση της ΕΕ και
υπάρχει ένα τεράστιο νομικό οικοδόμημα, το περίφημο “κοινοτικό κεκτημένο”, καθώς
και ένα ισχυρότατο θεσμικό πλαίσιο, με κορυφή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που τις
στηρίζει.
Για να είμαι ακριβής, υπάρχει και μια πέμπτη πολύ σημαντική “ελευθερία”,
αυτή της εγκατάστασης των επιχειρήσεων πέρα από τα σύνορα της μητρικής τους
χώρας, αλλά δεν έχει την ίδια δημόσια προβολή. Η σημασία της θα φανεί παρακάτω.
Η οικονομική, κοινωνική
και πολιτική ζωή των χωρών-μελών καθορίζεται σε τελική ανάλυση από αυτές τις “ελευθερίες”.
Ως γενικές αρχές για τις σχέσεις ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη, θα μπορούσαν ίσως
να θεωρηθούν ως μια βάση για την αποφυγή διακρατικών εντάσεων. Με τη μορφή αυτή
εμφανίζονται στη Συνθήκη της Ρώμης του 1957, που θεμελίωσε την ΕΕ, μόλις δώδεκα
χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η ΕΕ
λειτουργούσε ουσιαστικά ως δασμολογική ένωση, προσφέροντας επίσης προστασία στον αγροτικό τομέα, κυρίως της Γαλλίας.
Από τη Συνθήκη της Ρώμης
μέχρι τη Συνθήκη του Μάαστριχτ πέρασαν 35 χρόνια και στη δεκαετία του 1980 θριάμβευσε
ο νεοφιλελευθερισμός. Οι αγορές και το ιδιωτικό κέρδος κυριάρχησαν πάνω στην κοινωνία
και τη μισθωτή εργασία στην ΕΕ. Οι Συνθήκες του
Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας συνεχίζουν να εμπεριέχουν τις “ελευθερίες”, αλλά σε μια πολύ
διαφορετική βάση από τη Συνθήκη της Ρώμης. Είναι πλέον ατομικά δικαιώματα, στοιχεία
της ταυτότητας των “πολιτών της ΕΕ” και θωρακίζονται σε τελική ανάλυση
από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αποτελούν το υπόβαθρο της Ενιαίας Αγοράς, αλλά και του ιδεολογήματος της Ευρώπης που ξεπερνάει τα έθνη-κράτη, της ΕΕ ως “ήπιας
δύναμης, “πυλώνα της δημοκρατίας”, “πηγή ειρήνης” και τα συναφή.
Με τη μορφή των ατομικών δικαιωμάτων,
οι “ελευθερίες” δεν είναι παρά ο στυλοβάτης του νεοφιλελευθερισμού στην ΕΕ. Δίνουν
καίριο πλήγμα στα δικαιώματα της μισθωτής εργασίας εντός της ΕΕ και μετατρέπουν τα σύνορα της ΕΕ σε συρματόπλεγμα για τους εκτός της ΕΕ, ειδικά όσους
προέρχονται από την Αφρική, ή τη Μέση Ανατολή. Είναι η βάση για την “Ευρώπη
Φρούριο”, την οποία στην πράξη υπερασπίζεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Το παράδοξο είναι ότι,
λειτουργώντας ως ακρίτας της ΕΕ, η κυβέρνηση υπονομεύει το ίδιο το ιδεολόγημα της υπερεθνικής Ευρώπης. Στην
ουσία η ΝΔ ασκεί εθνική πολιτική, καθώς πλέον δεν υπάρχει συνολική πολιτική της
ΕΕ για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, και το κάνει με την πλήρη στήριξη
της ηγεσίας της ΕΕ, η
οποία στην πράξη αναγνωρίζει ότι η “Ευρώπη Φρούριο” αναγκαστικά στηρίζεται στο
έθνος-κράτος.
Τον δρόμο έδειξε ο Όρμπαν
της Ουγγαρίας το 2015, με τη σκληρή δεξιά πολιτική του, την οποία ακολουθεί και
η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η ελληνική Δεξιά, καθώς αντιμάχεται την επιθετική
Τουρκία του Ερντογάν, κατεβάζει την αυλαία της υπερεθνικής Ευρώπης. Οι “ελευθερίες
διακίνησης” καταλήγουν να ωθήσουν το έθνος-κράτος όλο και πιο ανοιχτά να διαμορφώσει την πολιτική
πορεία της ηπείρου.
Το καυτό ζήτημα για την Αριστερά είναι να δώσει
το δικό της νόημα στη λαϊκή και εθνική κυριαρχία και να μην επιτρέψει στην
ιδεολογία της Δεξιάς του Όρμπαν να κυριαρχήσει στα λαϊκά και εργατικά στρώματα.
Οι “ελευθερίες” εντός ΕΕ
Η λειτουργία των “ελευθεριών”
εντός της ΕΕ είναι πολύπλοκη. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα ευρύτατο πλαίσιο
νόμων και ρυθμιστικών κανόνων (το “κεκτημένο”), που διέπει τη διακίνηση
εμπορευμάτων και υπηρεσιών, με το οποίο οφείλει να εναρμονίζεται η εθνική
νομοθεσία. Στο θέμα του χρήματος τα πράγματα είναι ακόμη πιο πολύπλοκα καθώς το
ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των τραπεζών δεν είναι ομοιογενές και στη
ουσία οι τράπεζες διατηρούν τον εθνικό τους χαρακτήρα. Γενικά μιλώντας όμως,
εντός της ΕΕ το χρήμα, τα εμπορεύματα και οι υπηρεσίες διακινούνται με σχετική
ελευθερία, όπως απαιτεί η νεοφιλελεύθερη πορεία της ΕΕ τις τελευταίες τέσσερις
δεκαετίες.
Οι μεγαλύτερες επιπλοκές εμφανίζονται
αναπόφευκτα στο θέμα της “ελεύθερης διακίνησης” της εργασίας, πράγμα πολύ
φυσικό μιας και πρόκειται για το σημαντικότερο και πιο ιδιόμορφο εμπόρευμα στην
καπιταλιστική οικονομία. Η μισθωτή εργασία είναι από τη φύση της δύσκολο να
διακινηθεί γιατί υπάρχουν μεγάλες διαφορές στη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, την
κουλτούρα, την ιστορία, κ.λπ.
Δύο ισχυρότατα νομικά προηγούμενα αρκούν για να
δείξουν πως λειτουργεί στην πράξη η “ελευθερία διακίνησης” της εργασίας εντός
της ΕΕ.
Το 2007 εκδικάστηκε από το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η περιβόητη υπόθεση της “Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργατών Μεταφορών
κατά της Βίκινγκ”. Η Ομοσπονδία είναι η παγκόσμια οργάνωση Συνδικάτων Μεταφορών
(ITWF) που λειτουργεί από τα τέλη του 19ου αιώνα
και η Βίκινγκ είναι μια μεγάλη εταιρεία θαλασσίων μεταφορών της Φινλανδίας. Η
Βίκινγκ επιδίωκε να χρησιμοποιήσει τη σημαία της Εσθονίας και φυσικά να
πληρώνει μισθούς Εσθονίας και όχι Φινλανδίας.
Το συνδικάτο ετοιμάστηκε
για απεργία και η Βίκινγκ προσέτρεξε στα δικαστήρια. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε
κατά της Ομοσπονδίας με το σκεπτικό ότι έπρεπε να προστατευτεί το δικαίωμα της
ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων στην ΕΕ. Το δικαίωμα της απεργίας βρέθηκε
σε δεύτερη μοίρα.
Αντίστοιχη ήταν η εξίσου
περιβόητη υπόθεση της “Λαβάλ κατά του Σουηδικού Συνδικάτου Κατασκευών”, που επίσης
εκδικάστηκε το 2007. Η Λαβάλ, μια κατασκευαστική εταιρεία της Λετονίας, κέρδισε
συμβόλαιο επιδιόρθωσης σχολικών κτιρίων στη Σουηδία και έστειλε Λετονούς
εργάτες για να κάνουν τις εργασίες. Οι μισθοί τους ήταν σαφώς χαμηλότεροι από τους
σουηδικούς και το Σουηδικό Συνδικάτο ζήτησε από τη Λαβάλ να υπογράψει την
συλλογική σύμβαση.
Η Λαβάλ αρνήθηκε, το
Συνδικάτο προχώρησε σε απεργία και η εταιρεία προσέτρεξε στα δικαστήρια. Η
τελική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ήταν κατά του Συνδικάτου με το
σκεπτικό ότι πρέπει να προστατευτεί το δικαίωμα στη ελεύθερη διακίνηση υπηρεσιών
και ότι η σουηδική συλλογική σύμβαση δεν ήταν ξεκάθαρη όσον αφορά τις
υποχρεώσεις της Λαβάλ. Η εταιρεία ήταν ελεύθερη να διακινήσει Λετονούς εργάτες πληρώνοντας
μισθούς πείνας για τα μέτρα της Σουηδίας.
Η “ελευθερία διακίνησης”
της εργασίας – όπως και οι υπόλοιπες – λειτουργεί κατά της μισθωτής εργασίας, δημιουργώντας
ισχυρότατο νομικό πλέγμα υπέρ του νεοφιλελευθερισμού. Το εντυπωσιακό είναι ότι
η ευρωπαϊκή Αριστερά αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα
ελπίζοντας ότι η ΕΕ κάποτε θα λειτουργήσει υπέρ της εργασίας και θα επιβάλλει
ελέγχους στο κεφάλαιο. Πρόκειται για τον θρίαμβο της αφελούς αισιοδοξίας απέναντι
στη σκληρή πραγματικότητα.
Τέλος, και από την πλευρά
της σοσιαλιστικής θεωρίας το περιεχόμενο των “ελευθεριών” της ΕΕ είναι ξεκάθαρο.
Στην περίφημη ανάλυση του Μαρξ για την κυκλική κίνηση του κεφαλαίου, το επιχειρηματικό
κεφάλαιο παίρνει διαδοχικά τις βασικές μορφές: Χρήμα – Εμπορεύματα (που
περιλαμβάνουν την Εργατική Δύναμη και τις Υπηρεσίες) – Παραγωγή – Εμπορεύματα –
Χρήμα (δηλαδή αρχικό κεφάλαιο συν κέρδος). Οι βασικές μορφές του κεφαλαίου κατά
τον Μαρξ αντιστοιχούν ακριβώς με τις “τέσσερις ελευθερίες” της ΕΕ.
Οι “ελευθερίες”
της ΕΕ, με όλη τους την πολυπλοκότητα, δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνταγματική
θεμελίωση του δικαιώματος του κεφαλαίου να αλλάζει ελεύθερα τη μορφή του εντός
των συνόρων της ΕΕ, όπως αυτό κρίνει ότι είναι αναγκαίο, με στόχο τη μεγιστοποίηση
του κέρδους. Εδώ εντάσσεται και η “ελευθερία διακίνησης” της εργασίας και
πουθενά αλλού.
Μέρος Β΄
Οι “ελευθερίες” εκτός ΕΕ
και το έθνος-κράτος
Οι “ελευθερίες” εκτός ΕΕ
Εκτός της ΕΕ η λειτουργία των
“ελευθεριών” είναι ακόμη πιο πολύπλοκη, αλλά ο στόχος τους είναι συγκεκριμένος:
να προστατεύσουν το εντός της ΕΕ κεφάλαιο, στηρίζοντας ταυτόχρονα τη συμμετοχή
του στην παγκόσμια αγορά.
Όσον αφορά το χρήμα τα
πράγματα είναι σχετικά απλά, με τις ροές χρηματικού κεφαλαίου να είναι γενικά ελεύθερες.
Πρόκειται για μια χαρακτηριστική διάσταση της νεοφιλελεύθερης χρηματιστικοποίησης
του καπιταλισμού της εποχής μας. Ακόμη και στο θέμα του χρήματος όμως, υπάρχει
ένα ευρύ πλέγμα ρυθμιστικών κανόνων για τις τράπεζες και τις χρηματιστηριακές
εταιρείες, που στην πράξη ευνοεί όσες προέρχονται από χώρες της ΕΕ.
Στα εμπορεύματα και τις
υπηρεσίες τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και ταυτόχρονα σκληρότερα. Υπάρχουν καταρχάς
δασμολογικά εμπόδια για τις εξαγωγές προς την ΕΕ, όπως για τα αγροτικά προϊόντα.
Τα πράγματα γίνονται ακόμη δυσκολότερα λόγω του αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου,
το οποίο στην πραγματικότητα λειτουργεί ως μηχανισμός αποτροπής για εμπορεύματα και υπηρεσίες εκτός της ΕΕ. Οι επιπτώσεις είναι σημαντικές, για
παράδειγμα, για τις χώρες της Αφρικής που δυσκολεύονται να εξάγουν στην ΕΕ και
να τονώσουν το αγροτικό τους εισόδημα. Είναι και αυτή μια αιτία μετανάστευσης από
την Αφρική προς την ΕΕ.
Το περιεχόμενο των “ελευθεριών”
γίνεται όμως απολύτως διαφανές στο θέμα της “ελεύθερης διακίνησης” της
εργασίας, η οποία δεν υπάρχει για χώρες εκτός ΕΕ. Η απουσία αυτής της “ελευθερίας”
εκτός ΕΕ είναι φυσικό επακόλουθο της παρουσίας της εντός ΕΕ. Για να μπορεί να
είναι ατομικό δικαίωμα των εντός της ΕΕ, η ελευθερία διακίνησης θα πρέπει να
απαγορεύεται στους εκτός της ΕΕ, αλλιώς δεν έχει νόημα. Με τον τρόπο αυτό η πλήρης
ελευθερία εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο εντός της ΕΕ συνοδεύεται
από επιλεκτική ελευθερία εκμετάλλευσης της εργασίας εκτός της ΕΕ. Υπάρχει φυσικά η
δυνατότητα να έρθουν εργαζόμενοι εκτός ΕΕ, αλλά με επιλογή από πλευράς
κεφαλαίου και χωρίς να αποτελεί ατομικό δικαίωμα,
Η ΕΕ είναι από τη φύση της
“Φρούριο” με σκληρούς μηχανισμούς αποτροπής της ελεύθερης εισόδου. Το
αποτέλεσμα είναι ένας ακήρυχτος πόλεμος κατά των προσφύγων και μεταναστών και η
δημιουργία “αποθηκών ψυχών” στην περίμετρό της. Τα μεγαλύτερα στρατόπεδα
είναι εκτός συνόρων, όπως στην Τουρκία και τον Λίβανο, και τα μικρότερα εντός,
όπως στην Ελλάδα. Κάθε μορφή μισθωτής εργασίας στην ΕΕ γνωρίζει διακρίσεις και
βαριά εκμετάλλευση, όπως δείχνουν οι υποθέσεις της Βίκινγκ και της Λαβάλ, αλλά
απέναντι στους εργαζόμενους από την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τις
αναπτυσσόμενες χώρες ορθώνεται ένας βαθύς και παλιός ευρωπαϊκός ρατσισμός.
Στον πόλεμο αυτό μπήκε τώρα
για τα καλά και η Ελλάδα, όχι μόνο ως “αποθήκη ψυχών” αλλά και ως πολεμιστής στην
πρώτη γραμμή. Για τη χώρα μας τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα γιατί υπάρχει απέναντί
της η επιθετικότητα της Τουρκίας του Ερντογάν, που επίσης βρίσκεται σε διαμάχη
με την ΕΕ και χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες και μετανάστες ως εργαλείο κατά της
ΕΕ, αλλά και κατά της Ελλάδας. Ο ρόλος του ελληνικού κράτους και το περιεχόμενο
της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας έχουν μια επιπλέον διάσταση που δεν υπάρχει,
για παράδειγμα, στην Ιταλία, ή ακόμη και στην Ουγγαρία του Όρμπαν.
Οι υπέρμαχοι των εθνικών μας δικαίων είναι καλό
να θυμούνται ότι η εθνική κυριαρχία δεν θεμελιώνεται μόνο απέναντι στον
Ερντογάν. Τα τελευταία δέκα χρόνια οι μηχανισμοί της
ΕΕ έπληξαν βαριά την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος και τη μεταμόρφωσαν σε ένα
είδος προτεκτοράτου των κυρίαρχων χωρών της ΕΕ. Οι εταίροι μας της ΕΕ δεν
συμμερίζονται ούτε στο ελάχιστο τις ελληνικές ανησυχίες απέναντι στην Τουρκία,
απλώς χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως οδόφραγμα για τις ροές εργασίας εκτός ΕΕ.
Είναι αναμφίβολο ότι η χώρα
μας χρειάζεται τόνωση της εθνικής κυριαρχίας στις σημερινές συνθήκες. Αυτό όμως δεν μπορεί
να γίνει χωρίς θαρραλέα στάση απέναντι στις Βρυξέλλες και σίγουρα δεν γίνεται όσο
η Ελλάδα επιδιώκει να είναι το “σύνορο της Ευρώπης”. Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως
ανεξάρτητη και συγκεκριμένη πολιτική απέναντι στους μετανάστες και τους
πρόσφυγες. Όσο θα λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο των “ελευθεριών” της ΕΕ, τόσο θα αντιμετωπίζει
άλυτα προβλήματα κυριαρχίας.
Η ελληνική Δεξιά δεν μπορεί να δώσει πραγματική
λύση γιατί είναι βαθιά προσκολλημένη στην ΕΕ και έχει αποδεχθεί τον υποδεέστερο
ρόλο της Ελλάδας. Απάντηση πρέπει να δώσει η Αριστερά, πράγμα που απαιτεί αντίληψη
του σημερινού ρόλου του έθνους-κράτους και της λαϊκής κυριαρχίας.
Έθνος-κράτος, λαϊκή κυριαρχία
και δημοκρατία
Οι “ελευθερίες διακίνησης”
ήταν πάντα το πιο ευαίσθητο σημείο της σχέσης της ΕΕ με τα κράτη-μέλη. Δεν υπάρχει,
βέβαια, καμία αλήθεια στην άποψη ότι η ΕΕ υπερβαίνει το έθνος-κράτος και
καταπολεμά τον εθνικισμό. Η ΕΕ δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1950 από έθνη-κράτη.
Παραμένει μια συμμαχία βασισμένη σε διακρατικές συνθήκες με συνταγματικό χαρακτήρα,
στην οποία τα έθνη-κράτη παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Τα έθνη-κράτη της ΕΕ διατηρούν
την κυριαρχία τους, αλλά παράλληλα έχουν εκχωρήσει ορισμένα στοιχεία της στους
μηχανισμούς της ΕΕ εξυπηρετώντας τα ευρύτερα συμφέροντά τους. Μπορούν, για
παράδειγμα, να παρουσιάζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που τα ίδια επιλέγουν
ως αποφάσεις της ΕΕ. Δεν υπάρχει καλύτερη δικαιολογία για μια κυβέρνηση που
παίρνει μέτρα λιτότητας από το: “φταίνε οι Βρυξέλλες”. Παράλληλα, τα έθνη-κράτη
χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς της ΕΕ για να επιβάλλουν την κυριαρχία τους το
ένα πάνω στο άλλο. Η συμμετοχή στα όργανα της ΕΕ είναι ένας συνεχής υπόκωφος
πόλεμος, όπου τα ισχυρά έθνη-κράτη επιβάλλονται στα πιο αδύναμα, με κυρίαρχη τη
Γερμανία.
Το αποτέλεσμα είναι ότι
ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δράσεων σε κάθε έθνος-κράτος - ιδίως η οικονομική
πολιτική – έχει ξεφύγει από τον εγχώριο δημοκρατικό έλεγχο και έχει γίνει υπόθεση
των Βρυξελλών και των “ειδικών” της ΕΕ. Τα εργατικά και λαϊκά στρώματα έχουν όλο
και λιγότερο λόγο στη ζωή της χώρας τους, χάνεται κάθε περιεχόμενο λαϊκής
κυριαρχίας, καθώς το “κοινοτικό κεκτημένο” και οι μηχανισμοί των Βρυξελλών κυριαρχούν
πάνω στην εθνική νομοθεσία και εξασθενίζουν τις δημοκρατικές διαδικασίες. Εδώ
ακριβώς βασίζεται ο σταδιακός θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Όσο
περισσότερο κυριαρχούν οι “ελευθερίες” εντός της ΕΕ, τόσο περισσότερο πάσχει η
δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία.
Για την άρχουσα τάξη των
κρατών-μελών τα οφέλη είναι μεγάλα, αλλά μεγάλες είναι και οι τριβές. Η
υποχώρηση της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας γίνεται ευθέως αντιληπτή
από τον λαό της κάθε χώρας και δημιουργεί έντονες αντιδράσεις. Για τα έθνη-κράτη
της ΕΕ τίθεται ζήτημα εσωτερικού ελέγχου και άρα υιοθέτησης εθνικών πολιτικών
που δεν συμβαδίζουν με το πλαίσιο των Βρυξελλών. Το Μπρέξιτ είναι απόρροια
αυτών των πιέσεων για ενίσχυση του ρόλου του έθνους-κράτους. Η Βρετανία έκανε
ένα ιστορικό βήμα που δείχνει το δρόμο για τη μελλοντική πορεία της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η αντιπαράθεση
ανάμεσα στα κράτη-μέλη έχει γίνει οξύτερη, ιδίως μετά τη δημιουργία του ευρώ, καθώς
εμφανίστηκε διαχωρισμός κέντρου και περιφέρειας εντός της ΕΕ. Οι “ελευθερίες
διακίνησης” αποδείχθηκαν οικονομική καταδίκη της περιφέρειας, δημιουργώντας τεράστια
εμπορικά ελλείμματα προς όφελος της Γερμανίας, μεγάλες ροές κεφαλαίων σε βάρος
της περιφέρειας και μετανάστευση του εργατικού δυναμικού προς τις χώρες του
κέντρου, με ερήμωση ολόκληρων περιοχών της περιφέρειας, όπως στην Ισπανία, τη
Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα. Η πίεση για άσκηση εθνικής πολιτικής σε
χώρες όπως η Ιταλία είναι τεράστια.
Η στροφή προς ενισχυμένο
ρόλο του εθνικού κράτους είναι, τέλος, ξεκάθαρη στο θέμα της μετανάστευσης και
των προσφύγων. Δεν υπάρχει πλέον καμία συγκροτημένη και συνολική πολιτική της
ΕΕ στο καυτό αυτό ζήτημα. Οι Συμφωνίες του Δουβλίνου είναι ουσιαστικά κενές
περιεχομένου και η Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας καταργήθηκε με πρωτοβουλία της
Τουρκίας.
Είναι φανερό ότι οι χώρες του κέντρου – Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία,
κ.λπ. – ασκούν ήδη εθνική πολιτική επιχειρώντας να διατηρήσουν τις “αποθήκες
ψυχών” στην περίμετρο της ΕΕ. Είναι επίσης φανερό ότι οι χώρες της περιφέρειας επιχειρούν
να ασκήσουν εθνική πολιτική, στο μέτρο που τους επιτρέπει η κυριαρχία των
χωρών του κέντρου, κλείνοντας τα σύνορά τους.
Το έθνος-κράτος διαχειρίζεται
πλέον το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα στην ΕΕ, υπό την σκέπη της
σκληρής Δεξιάς. Υπερίσχυσε ο Όρμπαν.
Αριστερή πολιτική
Στο πλαίσιο αυτό οι υποχρεώσεις της Αριστεράς
είναι και πάλι τεράστιες. Είναι απολύτως ορθό ότι η Αριστερά πρέπει να είναι
διεθνιστική, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει. Ο σοσιαλιστικός διεθνισμός όμως δεν
έχει καμία σχέση με την “ελεύθερη διακίνηση” στην ΕΕ και με την συναισθηματική κενολογία
περί “ανοιχτών συνόρων”.
Η παράδοση της Αριστεράς στον 20 αιώνα, όταν κατάφερε
να γίνει δύναμη εξουσίας, βασίστηκε στη προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και
ανεξαρτησίας. Βασίστηκε επίσης στην τόνωση της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτή είναι η
πραγματική βάση του διεθνισμού.
Η χώρα μας χτυπήθηκε
αλύπητα την προηγούμενη δεκαετία από την ΕΕ και έχει απέναντί της την Τουρκία
του Ερντογάν που παίζει επικίνδυνα γεωπολιτικά παιχνίδια και δημιουργεί μια νέα
Ειδομένη από την άλλη πλευρά των συνόρων. Τα ζητήματα της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας
που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία δεν λύνονται με τον τρόπο που προωθεί η
κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα, αν θέλει να είναι κυρίαρχη
χώρα, πρέπει να ελέγξει τα σύνορά της. Αλλά αυτό απαιτεί και ανεξάρτητη
πολιτική απέναντι στην ΕΕ. Απαιτεί επίσης ανεξάρτητη πολιτική μετανάστευσης που
δεν θα τιμωρεί, ούτε θα καταδιώκει τους δυστυχισμένους που συνωστίζονται στα
σύνορα, όπου τους έστειλε ο Ερντογάν.
Η μεταναστευτική πολιτική που χρειάζεται η
Ελλάδα πρέπει να χαραχτεί με γνώμονα την εθνική και λαϊκή κυριαρχία,
προστατεύοντας τα δικαιώματα των εργαζομένων και διασφαλίζοντας ασφαλή πρόσβαση
στη στέγαση, την υγεία και την παιδεία για όσους έρχονται στη χώρα μας. Απαιτεί
επίσης ολόπλευρη πίεση προς τις κυρίαρχες χώρες της ΕΕ για να αναλάβουν τις
ευθύνες τους. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα γίνει χωρίς ευθεία σύγκρουση με τις “ελευθερίες”
της ΕΕ. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για πραγματικό εργατικό και λαϊκό διεθνισμό.