Δύο ιταλικές τράπεζες, μια Τραπεζική Οδηγία
Στις 23 Ιουνίου 2017 η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι δύο ιταλικές τράπεζες, η
Βένετο Μπάνκα και η Μπάνκα Ποπολάρε ντι Βιτσέντζα, ήταν στα πρόθυρα της
κατάρρευσης λόγω κεφαλαιακής ανεπάρκειας. Το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ),
δηλαδή ο ευρωπαϊκός μηχανισμός εξυγίανσης τραπεζών που ιδρύθηκε μετά την κρίση
της Ευρωζώνης, αποφάνθηκε ότι οι δυο τράπεζες δεν ικανοποιούν τους όρους «εξυγίανσης»,
όπως αυτοί ορίζονται από την Τραπεζική Οδηγία της ΕΕ του 2014, τον θεμέλιο λίθο
της τραπεζικής ενοποίησης στην Ευρώπη.
Ο όρος που δεν ικανοποιούσαν οι δύο τράπεζες ήταν ότι δεν αποτελούσαν «συστημικό»
κίνδυνο για τραπεζικό σύστημα. Εφόσον δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, το θέμα τους
ανήκε στη δικαιοδοσία του ιταλικού κράτους και όχι του ΕΣΕ, όπως και πάλι
προβλέπει η Οδηγία. Αυτό σημαίνει ότι θα γινόταν «εκκαθάριση» με βάση την
ιταλική νομοθεσία και όχι «εξυγίανση».
Πάραυτα παρενέβη το ιταλικό κράτος. Στις 24 Ιουνίου η Ιντέζα Σαν Πάολο,
η μεγαλύτερη τράπεζα λιανικής στη Ιταλία, απέκτησε όλα τα «καλά» δάνεια των δύο
τραπεζών στην τιμή του ενός (1) ευρώ. Απέκτησε επίσης τον Αναβαλλόμενο Φόρο των
άλλων δύο. Για να σηκώσει αυτά τα βάρη, η Ιντέζα θα λάβει από το κράτος σχεδόν
5 δις ευρώ. Για να αντιμετωπιστούν τα υπόλοιπα, «κόκκινα», δάνεια των δύο
τραπεζών θα υπάρξει διαγραφή του κεφαλαίου, καθώς και των «κατώτερων» (junior) ομολόγων που έχουν
εκδώσει. Το ιταλικό κράτος θα διαθέσει επίσης άλλα 12 δις ευρώ για οποιεσδήποτε
περαιτέρω ζημίες. Οι κάτοχοι των «ανώτερων»(senior) ομολόγων των δύο
τραπεζών δεν θα έχουν καμία επίπτωση.
Όλα εξαιρετικά καμωμένα και όπως επιτάσσει το γράμμα της Τραπεζικής
Οδηγίας στο δρόμο για την τραπεζική ενοποίηση της Ευρώπης. Μόνο που η
πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη και ακριβώς αντίθετη με το πνεύμα της Οδηγίας.
Η ουσία της ιταλικής παρέμβασης
Στην πράξη η Ιταλία είχε ζητήσει ήδη από τον Απρίλιο του 2017 την
έγκριση προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης των δύο τραπεζών, με στόχο και την
προστασία των «ανώτερων» ομολογιούχων. Αλλά η προληπτική ανακεφαλαιοποίηση
απαιτεί ιδιώτες επενδυτές που ήταν αδύνατον να βρεθούν για τις δύο τράπεζες. Η
επόμενη επιλογή θα ήταν η «εξυγίανση» με τους όρους της Οδηγίας, πράγμα που θα
απαιτούσε bail-in των «ανώτερων» ομολογιούχων, κάτι μη αποδεκτό από το ιταλικό κράτος. Άρα
έμενε μόνο μια επιλογή, η «εκκαθάριση» υπό την ιταλική νομοθεσία.
Ενώ, λοιπόν, η αρχική αίτηση της Ιταλίας για προληπτική
ανακεφαλαιοποίηση σήμαινε ότι η ίδια η χώρα θεωρούσε τις δύο τράπεζες «συστημικές»,
ξαφνικά έγινε η ανακάλυψη ότι δεν ήταν. Συνεπώς το πρόβλημα θα μπορούσε να
αντιμετωπιστεί εντός της εθνικής νομοθεσίας, αλλά φυσικά πάντα μέσα στο γράμμα
της Οδηγίας.
Ο λόγος για τον οποίο το ιταλικό κράτος λειτούργησε έτσι είναι
καταφανής. Οι δύο τράπεζες είναι στυλοβάτες της οικονομίας του Βένετο, όπου το bail-in θα είχε προκαλέσει μεγάλη
αναταραχή. Οι περαιτέρω επιπτώσεις για το εξαιρετικά αδύναμο ιταλικό τραπεζικό
σύστημα θα ήταν καταστροφικές, με πρώτη και καλύτερη την Μόντε ντέι Πάσκι ντι
Σιένα, τη μεγάλη τράπεζα που είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης Ακόμη, το Βένετο
είναι η ιστορική βάση της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά, η οποία καταφέρεται
δημόσια εναντίον της ΟΝΕ και της ΕΕ, και δεν φαίνεται να λέει ψέματα. Ο νοών νοείτω.
Ω του θαύματος συμφώνησε και η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περί της «μη
συστημικότητας» των δύο. Τα απαιτούμενα κονδύλια θα είναι μια ευγενική χορηγία
του Ιταλού φορολογούμενου.
Δύο είναι τα άμεσα συμπεράσματα. Πρώτον, η Τραπεζική Οδηγία έχει ακριβώς
το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Οι δύο ιταλικές τράπεζες ήταν
καταφανώς «συστημικές» δεδομένου ότι, αν υπήρχε bail-in, όπως προβλέπει η
Οδηγία, οι οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις στην Ιταλία θα δημιουργούσαν
μεγάλη αστάθεια, με αντίκτυπο και σε όλο το τραπεζικό σύστημα που θα κινδύνευε με
εκροή καταθέσεων. Κι έτσι έγιναν «μη συστημικές».
Δεύτερον, οι κερδισμένοι θα είναι μια σειρά από κερδοσκοπικά φαντ, τα
οποία είχαν αντιληφθεί την πορεία των πραγμάτων και τις τελευταίες μέρες είχαν
προμηθευθεί τα «ανώτερα» ομόλογα των δύο τραπεζών ίσως και στο 70% της τιμής
τους. Το ευρύτερο μήνυμα ελήφθη αμέσως και ήδη υπάρχει αναβρασμός στα
κερδοσκοπικά φαντ για την αγορά ομολόγων ευρωπαϊκών τραπεζών σε κίνδυνο. Όποιο
αρπακτικό έχει τα χρήματα, την ψυχραιμία και φυσικά την πληροφόρηση, θα έχει τη
δυνατότητα να βγάλει μεγάλα κέρδη.
Μια ισπανική τράπεζα, η ίδια Τραπεζική Οδηγία
Για να γίνει όμως πλήρως αντιληπτή η αρρωστημένη κατάσταση στο ευρωπαϊκό
τραπεζικό σύστημα, πρέπει να παρατεθεί και η πρόσφατη αντίστοιχη περίπτωση της
Μπάνκο Ποπουλάρ στη Ισπανία.
Στις 6 Ιουνίου 2017 η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι η Ποπουλάρ ήταν στα πρόθυρα της
κατάρρευσης και στην περίπτωσή της θα υπήρχε «εξυγίανση», όπως προβλέπει η
Οδηγία για «συστημικές» τράπεζες. Συνεπώς στις 7 Ιουνίου ανέλαβε δράση το ΕΣΕ,
το οποίο και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το «εργαλείο της πώλησης», ακολουθώντας
την Οδηγία. Ο αγοραστής ήταν η Μπάνκο Σανταντέρ, η κυρίαρχη τράπεζα της
Ισπανίας.
Τα Συμβούλιο εκτίμησε ότι η Ποπουλάρ είχε κεφαλαιακή τρύπα από 2 μέχρι
8,2 δις ευρώ. Για να διευκολυνθεί στο δύσκολο έργο της η Σανταντέρ, το Συμβούλιο
εκμηδένισε ένα μέρος του κεφαλαίου της Ποπουλάρ, καθώς και τα «κατώτερα»
ομόλογα της, έναντι ζημιών. Οι υπόλοιπες μετοχές, μαζί με την ιδιοκτησία της Ποπουλάρ,
μεταφέρθηκαν στην Σανταντέρ για το ποσό του ενός (1) ευρώ. Η Σανταντέρ
ανακοίνωσε ότι θα χρειαστεί περίπου 8 δις για να καλύψει τις ζημίες της
Ποπουλάρ, 7 εκ των οποίων σκοπεύει να εξασφαλίσει με νέα έκδοση μετοχών.
Κι εκεί τελείωσε η τυπική διαδικασία, με την Ισπανία να παίρνει για μια
ακόμη φορά τα εύσημα του καλύτερου μαθητή της ΕΕ, ιδίως στο θέμα της ευρωπαϊκής
τραπεζικής ενοποίησης. Μόνο που κι εδώ τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα.
Η δύσοσμη πραγματικότητα
Η Μπάνκο Ποπουλάρ, σε αντίθεση με τις δύο ιταλικές, είναι μια αρκετά
μεγάλη τράπεζα, με ενεργητικό σχεδόν 150 δις, που δανείζει κυρίως σε
μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι, επίσης, η κύρια τράπεζα του Όπους Ντέι, της
σκοτεινής οργάνωσης της Καθολικής Εκκλησίας που βρίσκει κανείς σε όλες τις
πτυχές της ισπανικής κοινωνίας. Η Σανταντέρ, αντιστοίχως, ελέγχεται από την
οικογένεια Μποτίν, με ισχυρότατους δεσμούς με το ισπανικό κράτος, αλλά και με
το Όπους Ντέι.
Η Ποπουλάρ πέρασε με επιτυχία όλα τα στρες τεστ της ΕΚΤ, ακόμη και τον
Ιούνιο του 2016, όταν η κεφαλαιακή της επάρκεια εμφανίστηκε ισχυρότατη. Είχε
επίσης πλήρη επάρκεια ρευστότητας. Παρά ταύτα τον Φεβρουάριο του 2017 η τράπεζα
ανακοίνωσε μεγάλες ζημίες. Τον Μάρτιο ανέλαβε διευθυντής της ο Εμίλιο Σαράτσο,
πρώην επικεφαλής του επενδυτικού τμήματος της Σανταντέρ. Τον Απρίλιο
ανακοινώθηκαν ατασθαλίες στην κάλυψη των προβληματικών δανείων. Τον Μάιο
ανακοινώθηκαν και άλλες ζημίες, ενώ η ‘Ελκε Κόνιγκ, διευθύντρια του ΕΣΕ, δήλωσε
ότι η τράπεζα μάλλον δεν θα αποφύγει το κλείσιμο. Μετά από αυτή τη δήλωση, η
κατάρρευση επήλθε ταχύτατα, με τεράστια εκροή καταθέσεων και άρνηση παροχής ELA από την ΕΚΤ. Στις 7
Ιουνίου η Ποπουλάρ είχε πουληθεί και η Σανταντέρ είχε ενισχύσει την κυριαρχική
της θέση στην αγορά. Οι Μποτίν είχαν θριαμβεύσει και το Όπους Ντέι είχε μείνει
χωρίς την ιστορική του τράπεζα.
Ο καλόπιστος παρατηρητής εύκολα διαπιστώνει ότι η Ποπουλάρ δεν είχε
τίποτε περισσότερο ή λιγότερο «συστημικό» από τις δύο ιταλικές. Θα ήταν απολύτως
εφικτό για το ισπανικό κράτος να παρέμβει το ίδιο, αν ήθελε. Χρησιμοποιώντας
όμως το πλαίσιο της Οδηγίας, έγινε δυνατή η ταχύτατη διάλυση μιας σημαντικής τράπεζας
και η απορρόφησή της από την Σανταντέρ. Το παιχνίδι που παίχτηκε μέσα στους κύκλους
των ισχυρών της Ισπανίας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από εκτεταμένη διαφθορά, ήταν
πολύπλοκο και θα υπάρξουν αναμφίβολα δικαστικές παρενέργειες.
Τυπικά η ισπανική περίπτωση είναι η αντίθετη της ιταλικής, αλλά στην
ουσία είναι παρόμοιες. Και τα δύο κράτη χρησιμοποίησαν το πλαίσιο της
Τραπεζικής Οδηγίας για να αντιμετωπίσουν εγχώριες διαμάχες και αντιπαραθέσεις.
Η ιδέα ότι υπάρχει πραγματική διαδικασία ενοποίησης του ευρωπαϊκού τραπεζικού
χώρου είναι φαιδρή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μια σειρά Γερμανών πολιτικών
αντέδρασαν με οργή στην ιταλική περίπτωση, αν και δεν κατάλαβαν τι ακριβώς έγινε
στην ισπανική.
Και η Ελλάδα;
Και η Ελλάδα;
Τέλος, το μάθημα για την Ελλάδα είναι ξεκάθαρο, αλλά αν κρίνει κανείς
από την σιγή των ΜΜΕ, μάλλον δεν έγινε αντιληπτό. Η Τραπεζική Οδηγία της ΕΕ
ήταν η Δαμόκλειος Σπάθη υπό την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πούλησε τις
ελληνικές τράπεζες αντί πινακίου φακής το Νοέμβριο του 2015. Ο στόχος ήταν να
αποφευχθεί το bail-in που θα είχε αρνητικότατες πολιτικές επιπτώσεις. Προτιμήθηκε η πώληση
όσο-όσο.
Σήμερα οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες έχουν τεράστιο όγκο
προβληματικών δανείων και ανεπίλυτα προβλήματα ρευστότητας. Η κεφαλαιακή τους επάρκεια,
παρά το φαινομενικό της μέγεθος, δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη.
Το ενθαρρυντικό είναι ότι η κερδοφορία τους είναι μεγάλη, αλλά όλα τα υπόλοιπα
είναι χειρότερα από τις τράπεζες που είδαμε πιο πάνω. Η Τραπεζική Οδηγία είναι
εκεί και περιμένει. Δεδομένης της ανυπαρξίας του ελληνικού κράτους, μόνο
κάποιος αθεράπευτα αισιόδοξος θα πίστευε ότι οι επιπτώσεις της θα ήταν θετικές
για την ελληνική οικονομία.