Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Διαμορφώνοντας μια ριζοσπαστική αριστερή πρόταση για την Ευρώπη


Ο βραχυπρόθεσμος θρίαμβος της λιτότητας

Αναλογιστείτε για λίγο την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας πρίν ακριβώς ένα χρόνο. Οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεφταν, η ανεργία μεγάλωνε και η συνολική ζήτηση βρισκόταν σε υποχώρηση. Δεν υπήρχε ακόμη γενικευμένη ύφεση, αλλά τα πράγματα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Στην Ελλάδα είχαμε ήδη συνθήκες καταστροφής χωρίς προηγούμενο σε κατάσταση ειρήνης. Επίσης, οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι τράπεζες βρίσκονταν σε βαθιά αναταραχή. Η ΕΚΤ του κ. Ντράγκι είχε παρέμβει δυναμικά προς το τέλος του 2011 παρέχοντας μεγάλα ποσά ρευστότητας και αποτρέποντας την άμεση τραπεζική κατάρρευση. Αλλά τα σπρεντ παρέμεναν ψηλά και η δυνατότητα των περιφερειακών χωρών να δανειστούν στις αγορές ομολόγων ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι αγορές φοβόνταν οξεία κρίση που θα οδηγούσε σε στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ για μία, ή περισσότερες χώρες της περιφέρειας.

Η σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση είναι αποκαλυπτική. Οι αγορές έχουν πλέον ηρεμήσει, τα σπρεντ έχουν πέσει δραματικά και χώρες όπως η Πορτογαλία έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν δειλά και προσεκτικά. Ο φόβος στάσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ έχει καταλαγιάσει. Ακόμη και η Ελλάδα πλέον δεν κινδυνεύει με άμεση αποπομπή, πράγμα που δεν ήταν καθόλου απίθανο το πρώτο μισό του 2012.

Σε τι οφείλεται η αλλαγή;

Εν μέρει, στις συνεχιζόμενες προσπάθειες του κ. Ντράγκι που δήλωσε το 2012 στο αποκορύφωμα της κρίσης, ότι είναι έτοιμος να αγοράσει χωρίς όρια τα ομόλογα χωρών σε δυσκολίες, αν χρειαστεί. Εν μέρει επίσης, στην άφθονη ρευστότητα που το τελευταίο διάστημα έχουν διαθέσει οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ιαπωνίας δημιουργώντας για μια ακόμη φορά συνθήκες ανόδου στις παγκόσμιες αγορές. Κυρίως όμως οφείλεται στο γεγονός ότι στις χώρες της περιφέρειας οι μακροοικονομικές παράμετροι που οι αγορές ομολόγων θεωρούν σημαντικές έχουν βελτιωθεί δραματικά. Συγκεκριμένα, τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι σε υποχώρηση και τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τείνουν να απαλειφθούν ακόμη και στην Ελλάδα. Ο άμεσος κίνδυνος να μην πληρωθούν οι διεθνείς δανειστές – που αποτυπώνεται ακριβώς σε αυτά τα δύο μεγέθη – έχει παρέλθει.

Γιατί βελτιώθηκαν αυτές οι παράμετροι;

Ο λόγος είναι απλός: η επιβολή άγριας λιτότητας στην περιφέρεια, είτε ως μέρος ‘διάσωσης’ από την Τρόικα, είτε λόγω πολιτικής πίεσης από το Βερολίνο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η λιτότητα έκανε τη δουλειά της με τον πιο βάρβαρο τρόπο μειώνοντας αποφασιστικά τις δημόσιες δαπάνες και οδηγώντας σε βίαιη πτώση των μισθών, άρα συντρίβοντας την εγχώρια ζήτηση. Οι δημόσιοι προϋπολογισμοί της περιφέρειας σταδιακά επανέρχονται σε ισορροπία καθώς μειώνονται οι δαπάνες, ενώ τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών εκμηδενίζονται καθώς καταρρέουν οι εισαγωγές.

Το κόστος είναι βέβαια η βαθιά και συνεχιζόμενη ύφεση στην περιφέρεια με εξαιρετικά υψηλή ανεργία και κατακόρυφη πτώση του λαϊκού εισοδήματος. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά πια μπαίνει σε όλο και βαθύτερη ύφεση με υποχώρηση της ζήτησης και άνοδο της ανεργίας. Η Ευρώπη μένει πίσω στο διεθνή ανταγωνισμό, με εξαίρεση τη Γερμανία που σημειώνει εξαγωγικές επιτυχίες, αν και η γερμανική οικονομία παρουσίασε μηδενική ανάπτυξη το 2012, καθώς η εγχώρια ζήτηση παραμένει ασθενική. Εν ολίγοις, η λιτότητα οδήγησε την Ευρώπη σε γενικευμένη οικονομική δυστοκία, αλλά οι δανειστές των χρηματοπιστωτικών αγορών προστατεύτηκαν και ο φόβος άμεσης διάσπασης του ευρώ παρήλθε.

Τόσο η επιβολή όσο και ο βραχυπρόθεσμος θρίαμβος της λιτότητας στην Ευρώπη είναι προϊόντα της ΟΝΕ. Το κοινο νόμισμα παρείχε το θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο τα ηγετικά στρώματα αξιολόγησαν τους κινδύνους που απειλούσαν τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας στην Ευρώπη το 2009-10. Αν έσπαζε το ευρώ, οι επιπτώσεις θα ήταν βαθύτατες, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρο το οικοδόμημα της ταξικής κυριαρχίας που έχει σφραγίσει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό για μισό περίπου αιώνα. Συνεπώς, η υπεράσπιση του ευρώ αναδείχθηκε σε υπέρτατο στόχο για τις αστικές τάξεις του  ευρωπαϊκού κέντρου, αλλά και της ευρωπαϊκής περιφέρειας, παρ’ ότι οι χώρες της τελευταίας σήκωσαν το βάρος.

Η ΟΝΕ παρείχε και το ιδεολογικό πλαίσιο για να επιβληθεί δυναμικά η λιτότητα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, λόγω της ψυχολογικής πρόσδεσης με την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και του φόβου του αγνώστου αν εξέλειπε το ευρώ. Το χρήμα λειτουργεί πάντα ως ιδεολογικός και συνδετικός ιστός στις καπιταλιστικές κοινωνίες, με τον τρόπο που ο Μαρξ το ονόμασε ‘nexus rerum’ των κοινωνιών που βασίζονται στην εμπορική ανταλλαγή. Οι κυρίαρχες τάξεις γνωρίζουν πολύ καλά την κοινωνική βαρύτητα του χρήματος και δε διστάζουν να τη χρησιμοποιήσουν με τον πλέον κυνικό τρόπο. Πουθενά δεν ήταν κυνικότερος από ότι στην Ελλάδα, όπου τα λαϊκά στρώματα επανειλημμένα τέθηκαν προ του εκβιαστικού διλήμματος λιτότητα ή έξοδος από το ευρώ’.

Επιτυχημένη αποδείχτηκε λοιπόν η λιτότητα, βραχυπρόθεσμα και από τη σκοπιά των ανώτερων στρωμάτων. Σταθεροποίησε τις χώρες της περιφέρειας και τις χρηματοπιστωτικές αγορές μεταφέροντας το κόστος εξ ολοκλήρου στα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Άφησε άθικτα τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και επέτρεψε στους καπιταλιστικούς μηχανισμούς να ενδυναμώσουν τη θέση τους επιβάλλοντας δραστικές αλλαγές εις βάρος της εργασίας. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα αυτά εξέλαβαν ακραίες μορφές. Ενώ τα λαϊκά στρώματα ρημάχτηκαν παρουσιάζοντας φαινόμενα ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ ακόμη και τα μεσαία στρώματα δέχτηκαν βαρύτατο πλήγμα, ο ελληνικός αστισμός υπερασπίστηκε με νύχια και με δόντια τον τρόπο ζωής του και στην ουσία παρέμεινε αλώβητος. Παράλληλα, φρόντισε να επωφεληθεί από τις νέες συνθήκες αγριότατης εκμετάλλευσης στην αγορά εργασίας.


Η ευρωπαϊκή Αριστερά και η λιτότητα

Η ευρωπαϊκή Αριστερά αποδείχτηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την καταιγίδα που ξέσπασε το 2009-10 και οι λόγοι είναι πολλοί. Καταρχήν άργησε να κατανοήσει τι συνέβαινε, ακόμη και στην περιφέρεια που δέχτηκε πρώτη το χτύπημα. Αλλά και όσο ξεδιπλωνόταν η κρίση και το δομικό της βάθος γινόταν φανερό, τόσο περισσότερο η ευρωπαϊκή Αριστερά ένιωθε καταθλιπτικό το άχθος της ιστορικής υποχώρησής της τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τη βάρυνε η απώλεια της οργανωτικής της επάρκειας, η έλλειψη συστηματικής πρόσδεσης με τα εργατικά στρώματα και η μικρή εκλογική της απήχηση στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, δεν έδειξε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ιδέες της και της έλειψε το μεγάλο όραμα που θα μπορούσε να εμπνεύσει τα λαϊκά στρώματα. Πάνω απ’ όλα όμως, ο κεντρικός κορμός της ευρωπαϊκής Αριστεράς πίστεψε ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ αποτελούν προοδευτικά μορφώματα που η ίδια πρέπει να τα υπερασπιστεί και να τα βελτιώσει. Αντί να στραφεί εναντίον της ΟΝΕ ως κύριου μοχλού επιβολής λιτότητας, συνέχισε να φαντασιώνεται τη δημιουργία ενός "καλού" ευρώ.

Δεν μπορεί κανείς βέβαια να κατηγορήσει την ευρωπαϊκή Αριστερά ότι δεν άσκησε κριτική στην οικονομική πολιτική της ΕΕ και της Τρόικα γενικότερα. Απεναντίας, η φραστική απόρριψη της λιτότητας αποτέλεσε σήμα κατατεθέν των αριστερών κομμάτων απ’ άκρου εις άκρον της Ευρώπης. Το γερμανικό Ντι Λίνκε μάλιστα διαμόρφωσε ολόκληρο πρόγραμμα ενίσχυσης των περιφερειακών χωρών, το οποίο και ονόμασε 'Σχέδιο Μάρσαλ’ χωρίς συναίσθηση ειρωνίας.

Πρόκειται για τον ορισμό της άσφαιρης κριτικής, του γενικόλογου αριστερού βερμπαλισμού, δεδομένου ότι η απόρριψη της λιτότητας ποτέ δε συνοδεύτηκε από απόρριψη της ΟΝΕ. Ίσα-ίσα η απόρριψη της λιτότητας έγινε αντιληπτή ως βήμα για την υιοθέτηση του ‘καλού’ ευρώ. Η θέση αυτή του κεντρικού κορμού της ευρωπαϊκής Αριστεράς θα ήταν απλώς αξιοπερίεργη, αν δεν ήταν τόσο βλαπτική για τα εργατικά στρώματα της Ευρώπης. Από τη μια, οι αστικές τάξεις της Ευρώπης επιβάλλουν τη λιτότητα με το ξεκάθαρο και εκβιαστικό σκεπτικό ότι έτσι προστεύονται οι δομές (και τα ταξικά συμφέροντα) της ΟΝΕ και της ΕΕ. Από την άλλη, οι δυνάμεις της Αριστεράς απορρίπτουν τη λιτότητα επιμένοντας παράλληλα ότι οι δομές της ΟΝΕ και της ΕΕ δεν ευθύνονται για την επιβολή της. Ο αίτιος φαίνεται ότι είναι αποκλειστικά η νεοφιλεύθερη ιδεοληψία της κ. Μέρκελ, που μάλιστα έθεσε σε κίνδυνο την ΟΝΕ με την ακαμψία της!


Τρεις πραγματικοί λόγοι για την υποχώρηση της λιτότητας

Πρόσφατα ακόμη και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε να μιλάει ανοιχτά πλέον για την ανάγκη αλλαγής της πολιτικής λιτότητας. Η μεταστροφή τείνει να λάβει παγκόσμιες διαστάσεις καθώς το ΔΝΤ από καιρό ασκεί κριτική στην επιβολή αυστηρής λιτότητας σε συνθήκες κρίσης, ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα που ουσιαστικά ποτέ δεν εφάρμοσε σκληρή λιτότητα εμφανίζεται ως τιμητής της ΕΕ. Το κλίμα έχει αρχίσει να αλλάζει δραστικά κατά της λιτότητας ακόμη και στη Βρετανία.

Εντός της ΕΕ τρεις είναι οι λόγοι για τους οποίους παρατηρείται σταδιακή απομάκρυνση από τη λιτότητα. Ο πρώτος είναι η αντίδραση των εργατικών στρωμάτων σε χώρες όπως η Πορτογαλία, όπου σημειώνεται κύμα απεργιών. Το λαϊκό κίνημα μπορεί να βρίσκεται σε υποχώρηση στην Ελλάδα από το τέλος του 2011, αλλά τα πράγματα είναι διαφορετικά σε άλλες χώρες της περιφέρειας.

Ο δεύτερος είναι ότι, μετά τη σχετική σταθεροποίηση της περιφέρειας, το ζήτημα επιβολής λιτότητας πλέον τίθεται και για χώρες του ευρωπαϊκού Κέντρου - ή σχεδόν του κέντρου - όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Εδώ όμως οι πολιτικές και κοινωνικές παράμετροι είναι πολύ διαφορετικές. Δε μπορεί εύκολα να υπάρξει εξωτερική επιβολή στις μεγάλες αυτές χώρες, όπως έγινε με την περιφέρεια. Επιπλέον, οποιαδήποτε μαζική λαϊκή αντίδραση στη λιτότητα θα είχε τελείως διαφορετική σημασία για το μέλλον της ΕΕ απ’ ότι οι αντιδράσεις στην περιφέρεια.

Ο τρίτος λόγος είναι ότι η συνέχιση της λιτότητας, πόσο μάλλον η επιβολή της σε χώρες του κέντρου, κινδυνεύει να οδηγήσει σε αλματώδη άνοδο της άκρας Δεξιάς, ή του συντηρητικού λαϊκισμού σε σειρά χωρών. Δεξιά εθνικιστικά και λαϊκιστικά κινήματα ήδη έχουν σημαντικό δυναμισμό στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Φινλανδία, την Ουγγαρία και τη Βρετανία. Στην Ελλάδα, ακόμη χειρότερα, έχει πλέον εμφανιστεί καθαρόαιμος φασισμός.

Τα αίτια για την ενίσχυση αυτών των δυνάμεων, ή και την κοινοβουλευτική τους παρουσία, είναι πολλά και περιλαμβάνουν από την τυφλή αντίδραση κατά των μεταναστών, έως την αντίδραση κατά της διαφθοράς της πολιτικής ζωής. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως, ότι ο κυριότερος λόγος είναι η οικονομική καταστροφή που ήδη ανέβασε το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ στο επίπεδο ρεκόρ του 12.2% τον Απρίλιο του 2013, ενώ στην Ελλάδα βρίσκεται πάνω από 27% και σαφώς πάνω από 60% στους νέους. Η κατάλυση των συνθηκών φυσιολογικής ζωής στις λαϊκές συνοικίες, η εμφάνιση ανθρωπιστικής κρίσης με μόνιμες πλέον παροχές συσσιτίων και δεμάτων τροφίμων, καθώς και η αίσθηση απόγνωσης που δημιούργησε η πρωτόγνωρη ύφεση, είναι το οξυγόνο της άκρας Δεξιάς και του συντηρητικού λαϊκισμού.

Τέτοιες απόψεις έχουν σημαντική αυτόνομη δυναμική στα λαϊκά στρώματα της Ευρώπης, ενώ στην Ελλάδα ο φασισμός έχει πλέον κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στους νέους ακόμη και μέσα στα σχολεία. Όσοι στην Αριστερά νομίζουν ότι αποκαλώντας την άκρα Δεξιά «συστημική» θα αποκαλύψουν το βαθύτερο χαρακτήρα της κι έτσι θα την αποδυναμώσουν, απλώς δεν αντιλαμβάνονται τα αίτια της εκρηκτικής της μεγέθυνσης. Σε αντίθεση με τον κυρίως κορμό της Αριστεράς, η άκρα Δεξιά και ο συντηρητικός λαϊκισμός δεν έχουν διστάσει να κατακρίνουν και να απορρίψουν την ΟΝΕ και την ίδια την ΕΕ, συνδέοντάς τες με τα εγχώρια διεφθαρμένα στρώματα εξουσίας. Είναι σαφές ότι το έχουν κάνει σε βάση εθνικιστική, βίαιη και κοινωνικά αντιδραστική, αλλά στα μάτια μέρους των λαϊκών στρωμάτων έχουν πει τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.

Στις συνθήκες αυτές, τα σοφότερα πνεύματα εντός της ΕΕ αντιλαμβάνονται ότι η επιμονή στη λιτότητα κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης από τα δεξιά. Δεδομένου ότι η λιτότητα έχει πλέον πετύχει το βραχυπρόθεσμο στόχο της σταθεροποιώντας την περιφέρεια και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, προτείνουν υποχώρηση με απάλυνση των περιοριστικών μέτρων κυρίως για χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Δεν πρόκειται για την ώρα για ουσιαστική αλλαγή, αλλά μάλλον για τακτική αναδίπλωση και μένει φυσικά να δούμε πως θα αντιδράσει το ιερατείο της λιτότητας στο Βερολίνο. Η μεταστροφή είναι όμως ήδη αισθητή.


Οι εύκολες λύσεις, οι δύσκολες λύσεις και οι παραδόσεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς

Η συζήτηση που άνοιξε στο Ντι Λίνκε μετά τη δημοσιοποίηση της «μελέτης Φλάσμπεκ-Λαπαβίτσα» και την παρέμβαση Λαφοντέν, πρέπει να ειδωθεί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, γιατί γίνεται ακριβώς τη στιγμή που η ευρωπαϊκή Αριστερά καλείται να επανατοποθετηθεί μέσα στις νέες συνθήκες.

Η εύκολη επιλογή για την Αριστερά θα ήταν να συνεχίσει στην κατεύθυνση της απόρριψης της λιτότητας, χωρίς παράλληλα να ασκήσει απορριπτική κριτική στην ΟΝΕ, ή την ΕΕ, πιστεύοντας ότι έτσι αντιμάχεται τα ηγετικά στρώματα της Ευρώπης. Ακόμη χειρότερα, η Αριστερά θα μπορούσε να ερμηνεύσει την υποχώρηση της λιτότητας ως επιβεβαίωση, ή ίσως και νίκη των θέσεών της. Αν πάρει αυτόν το δρόμο θα παραμείνει ακίνδυνος παρατηρητής στο περιθώριο των εξελίξεων, ή στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να μεταβληθεί σε διαχειριστή της κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.

Ο ριζοσπαστικός δρόμος για την Αριστερά που πραγματικά μπορεί να απειλήσει το κυρίαρχο πλέγμα κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων στην Ευρώπη είναι άλλος. Ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι θρίαμβος της λιτότητας είναι βραχυπρόθεσμος και η αναδίπλωση που πιθανόν να επιχειρήσει η ΕΕ δεν θα έχει ουσιαστικό βάθος. Όπως δείχνει η «μελέτη Φλάσμπεκ – Λαπαβίτσα», το βασικό πρόβλημα της ευρωζώνης, δηλαδή η απόκλιση ανταγωνιστικότητας  ανάμεσα στην Γερμανία και σε άλλες χώρες-μέλη, δεν έχει επιλυθεί. Πάνω απ΄όλα, η απόκλιση ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία και την Ιταλία θα συνεχιστεί στο ορατό μέλλον. Άρα, θα υπάρξει συσσώρευση ελλειμμάτων ανάμεσα στις χώρες αυτές, η οποία θα συνεχίσει να υποσκάπτει την ΟΝΕ. Όσο η Γερμανία συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση είναι θέμα χρόνου να επανεμφανιστεί οξεία κρίση στην ευρωζώνη που τη φορά αυτή θα χτυπήσει τις χώρες του κέντρου.

Η νομισματική ένωση έχει αποτύχει και συνεχώς δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην Ευρώπη, είτε αυτές εμφανίζονται με τη μορφή βάρβαρης λιτότητας, είτε απαλύνονται κάπως λόγω του κινδύνου πολιτικής αναταραχής από τα δεξιά. Συνεπώς, δεν αρκεί να απορρίψει η Αριστερά τη λιτότητα, ούτε απλώς να καταδικάσει τις αδικίες του καπιταλισμού. Είναι απαραίτητο να ασκήσει δομική κριτική που θα περιλαμβάνει την απόρριψη της ΟΝΕ, αλλά και δυνάμει της ίδιας της ΕΕ.

Η ιστορική ευθύνη της ευρωπαϊκής Αριστεράς τη στιγμή αυτή είναι να διαμορφώσει ριζοσπαστικές θέσεις που θα απειλούν την καρδιά του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όπως ακριβώς αρμόζει στις παραδόσεις της. Μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαν να γίνουν εφικτές ριζοσπαστικές πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου, αλλαγής του φορολογικού συστήματος, καθώς και ελέγχου των τραπεζών και των κεφαλαιακών ροών. Θα άνοιγε έτσι ο δρόμος για βαθιά αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας, μεταβολή της κοινωνικής ισορροπίας υπέρ της εργασίας και κατά του κεφαλαίου, καθώς και σταδιακή οργάνωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Η προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων της Ευρώπης στο μέλλον απαιτεί επίσης τον επανακαθορισμό της λειτουργίας του εθνικού κράτους, όπως και των σχέσεων των εθνικών κρατών μεταξύ τους. Η κρίση έδειξε ότι διακρατικά μορφώματα όπως η ΕΕ που εδράζονται  στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου γίνονται μοχλός για να πληγούν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί ο ρόλος του εθνικού κράτους και των μηχανισμών ισχύος που αυτό παρέχει.

Στο αμέσως επόμενο διάστημα, θα κληθεί η ευρωπαϊκή Αριστερά να εκφράσει τους βαθύτερους φόβους και τις ανησυχίες των λαϊκών στρωμάτων της Ευρώπης. Τα λαϊκά στρώματα δε θέλουν φυσικά να επανέλθουν σε κατάσταση εθνικών τριβών, αντιλαμβάνονται όμως ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ εξυπηρετούν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, ισοπεδώνουν την καθημερινή ζωή και πλήττουν τα δημοκρατικά δικαιώματα. Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης παραμένει βαθιά σοσιαλιστικό. Η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να το ξαναβρεί μακριά από την ψευδαίσθηση ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ αποτελούν βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, να επανακαθορίσει το ρόλο του εθνικού κράτους στις σημερινές συνθήκες και να αρθρώσει πολιτική πρόταση που θα γίνει κτήμα των λαϊκών στρωμάτων της Ευρώπης. Αυτή είναι η βαθύτερη σημασία της συζήτησης που άνοιξε στο Ντι Λίνκε.