Το ThepressProject παρουσιάζει σήμερα ολόκληρο το «Σχέδιο Κοινωνικής Αλλαγής και Εθνικής Ανασυγκρότησης για την Ελλάδα» που εκπόνησαν οι Κώστας Λαπαβίτσας και ο Χάινερ Φλάσμπεκ (με νομικό παράρτημα του Πέτρου Μηλιαράκη). Το σχέδιο προετοιμάστηκε τον Μάιο του 2015 και δεν περιλαμβάνει πιθανές επεξεργασίες που έγιναν εξαιτίας των εξελίξεων. Το κείμενο αποτελεί, σύμφωνα με τους συγγραφείς, απλά τον «οδηγό» ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Δείτε το πλήρες κείμενο εδώ.
Ακολουθούν περιλήψεις των 8 κεφαλαίων της μελέτης.
1. Η αποτυχία της ΟΝΕ
Το οικονομικό μοντέλο της Ευρωζώνης, όπως το φαντάστηκαν οι ηγέτες της ΕΕ οδεύει προς την κατάρρευση, παρά προς την ολοκλήρωση, όπως δείχνουν τα οικονομικά δεδομένα με την οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα, τον αποπληθωρισμό να έχει γίνει μια πραγματική απειλή και την ανεργία να ξεπερνάει το 10 %, με ποσοστά στη Νότια Ευρώπη άνω του 25 %.
Ο πιο σοβαρός παράγοντας της άσχημης αυτής εικόνας της ΟΝΕ θεωρείται το χάσμα που υφίσταται ανάμεσα σε Βορρά και Νότο αλλά κυρίως στην αυξημένη ανταγωνιστικότητα που παρουσιάζει η οικονομία της Γερμανίας εις βάρος των υπολοίπων κρατών μελών. Η Γερμανία έχει συστηματικά περιστείλει την αύξηση των εγχώριων μισθών, αποκτώντας έτσι τεράστια πλεονάσματα στις διεθνείς της συναλλαγές κι έχει αναδειχθεί ως ο κύριος δανειστής στην Ευρώπη. Στον αντίποδα, το δόγμα της λιτότητας, αναφέρεται ως μοναδικό αντίδοτο για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και ειδικά γι'αυτές που έχουν περιοριστεί από τις διεθνείς αγορές.
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά από το ξέσπασμα της κρίσης την Ευρωζώνη, η μερική επιστροφή στις κεφαλαιαγορές της Ιρλανδίας της Ισπανίας και της Ελλάδας έγινε με εξαιρετικά υψηλό τίμημα, καθώς οι χώρες αυτές υποχρεώθηκαν να πληρώσουν πολύ υψηλό επιτόκιο στα ομόλογά τους, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν σε ύφεση και αποπληθωρισμό. Αλλά ακόμα χειρότερο ήταν το ιστορικά πρωτοφανές κόστος της προσαρμογής που έπρεπε να δεχθούν για να φτάσουν σε αυτό το σημείο.
Την ίδια στιγμή, οι νομισματικές συνθήκες (πραγματικά επιτόκια και πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες) είναι δυσμενέστερες για χώρες που αντιμετωπίζουν εξωτερικά ελλείμματα σε σχέση με αυτές που έχουν πλεονασματικά ισοζύγια βάζοντας έτσι τις βάσεις για εύκολη διαμόρφωση των προϋπολογισμών τους, ενώ οι καλοήθεις νομισματικές συνθήκες συμβάλλουν επίσης στην τόνωση των οικονομιών τους.
Η γενικευμένη ύφεση που παρουσιάζεται στην Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με την κυριαρχία της Γερμανίας στην εξαγωγική δραστηριότητα, καταστούν το μέλλον της Ευρωζώνης δυσοίωνο. Τα προγράμματα λιτότητας ή η δυσλειτουργική "διαρθρωτική" προσαρμογή που έχουν επιβληθεί σε χώρες του Νότου και όχι μόνο, έχουν αυξήσει το κόστος παραμονής στην Ευρωζώνη με πολιτικό αποτέλεσμα ακροδεξιά κόμματα , πολέμια του κοινού νομίσματος να κάνουν την εμφάνισή τους.
2. Οι αντίθετες πορείες Ελλάδας και Γερμανίας
Ο ιθύνων νους της Γερμανίας, ο ΥΠΟΙΚ Βολφγκαγκ Σόιμπλε μας υπενθύμιζε πως αν συνεχιστούν τα προγράμματα λιτότητας, η χώρα θα διορθώσει τους οικονομικούς συντελεστές της και θα επανέλθει η ανταγωνιστικότητα. Με την εφαρμογή της λιτότητας στην Ελλάδα, η ανεργία εκτινάχθηκε και οι οικονομικοί δείκτες χειροτέρευσαν. Σε συνδυασμό με τη γενικευμένη διαφθορά και φοροδιαφυγή καθώς και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, το έλλειμμα στο ισοζύγιο συναλλαγών έφτασε στο 15% του ΑΕΠ το 2008-9.
Το επιχείρημα του Γερμανού ΥΠΟΙΚ θα ήταν σωστό, αν η απώλεια ανταγωνιστικότητας της χώρας μας οφειλόταν καθαρά σε δικό μας λάθος. Από το 2010 η Ελλάδα υποχρεώθηκε να μειώσει το κενό ανταγωνιστικότητάς της μέσω μιας αποπληθωριστικής στρατηγικής που επιβλήθηκε από την Τρόικα της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Επίσης τα φαινόμενα διαφθοράς δεν εμφανίστηκαν την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης αλλά υπήρχαν από πολύ νωρίτερα. Η φράση πως οι Έλληνες ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν αποτελεί αφορμή για την εφαρμογή των σκληρών προγραμμάτων λιτότητας που επιβλήθηκαν.
Τα πραγματικά αίτια δυσλειτουργίας της Ευρωζώνης οφείλονται στην Γερμανία. Η Γερμανία, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες υπέσκαπτε τους εμπορικούς της εταίρους ασκώντας δραματικές πιέσεις στους εγχώριους μισθούς από τα τέλη του 1990, καθώς οι μισθολογικές αυξήσεις που έδινε υπολείπονταν κατά πολύ της παραγωγικής της ανάπτυξης. Αυτή είναι η άλλη όψη της κρίσης της Ευρωζώνη και η αληθινή αιτία, παρ’ότι είναι ένα επιχείρημα που η γερμανική κυβέρνηση αρνείται να εξετάσει. Φαίνεται μάλιστα, πως η κυβέρνηση της Γερμανίας θεωρεί πως η ανταγωνιστικότητα μια χώρας δεν είναι μία σχετική έννοια, αλλά ένα απόλυτο μέγεθος. Αυτός είναι και ο λόγος που η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί πως τα συσσωρευόμενα πλεονάσματα εντός της Γερμανίας δεν αποτελούν πρόβλημα για τους άλλους. Την ίδια στιγμή, η ίδια αρνείται να συμβαδίσει με τους κανόνες των κοινών οικονομικών πολιτικών.
3. Ούτε μια πολιτική ένωση, ούτε μια ένωση βασισμένη σε χρηματικές μεταβιβάσεις είναι εύλογες λύσεις για την ΟΝΕ
Για κάποιον που απλώς παρακολουθεί την πορεία της ΕΕ όλα αυτά τα χρόνια, είναι εύκολο να καταλάβει πως δεν μιλάμε για μια πολιτική ένωση, ένα μοντέλο των Ηνωμένων Πολιτειών Ευρώπης, όπως ήταν το όραμα των Ευρωπαίων ηγετών των προηγούμενων δεκαετιών. Αυτό που ισχύει είναι μια ατελής οικονομική ένωση, για την ακρίβεια μόνο νομισματική με αρκετές δυσλειτουργίες. Ακόμα και για τον πιο ρεαλιστή, μάλιστα και στους κόλπους της Αριστεράς που ονειρεύεται μια πλήρως ενοποιημένη Ευρώπη, δεν είναι δυνατό να δεχθεί έναν μηχανισμό που θα παρακάμπτει της δημοκρατικές διαδικασίες στον λόγο μιας πλήρους ενοποίησης.
Αν η ατελής οικονομική ένωση αποσυναρμολογηθεί , το νόμισμα, όπως ισχύει και σε μια απλή κλειστή οικονομία, μπορεί να υποτιμηθεί και να λειτουργήσει σαν εργαλείο οικονομικής πολιτικής και να διορθώσει τα οικονομικά δεδομένα μιας χώρας, θέλοντας να το παρουσιάσουμε απλουστευτικά. Επιπλέον, ένα σύστημα ομαλών υποτιμήσεων (και ανατιμήσεων από την άλλη πλευρά) ίσως να διατηρήσει τη βασική ιδέα πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: δηλαδή ότι κάποιος βαθμός ελεύθερου εμπορίου είναι καλύτερος από την αυτάρκεια.
Οι ευρωπαϊκές χώρες αδυνατούσαν να αμφισβητήσουν το γερμανικό μοντέλο ανοιχτά και να πείσουν έτσι τη Γερμανία ότι δεν συνέφερε ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρώπης αντί της συνεργασίας και ειδικά μεταξύ των κρατών-μελών που συμμετέχουν στη νομισματική ένωση. Η Γερμανία αναδείχθηκε στην κυρίαρχη δύναμη εντός ΕΕ, υπαγορεύοντας τους όρους της σε άλλες χώρες, επηρεάζοντας κρίσιμα την πολιτική συζήτηση.
4. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και οι αδυναμίες του
Οι πολιτικές της λιτότητας που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα από το 2010 και μετά πλαισιώθηκαν από ένα νομικό και θεσμικό πλαίσιο ο κύριος στόχος του οποίου ήταν να προστατέψει τα συμφέροντα των δανειστών και να επιβάλλει τη συνέχιση της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Συνολικότερα, η συντηρητική αναδιάρθρωση της ΟΝΕ κατ’ εντολή της Γερμανίας από το 2010 και μετά, σκλήρυνε το νομικό και θεσμικό περιβάλλον της ΟΝΕ και της ΕΕ όσον αφορά τη λιτότητα και τη φιλελευθεροποίηση μέσω των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων του λεγόμενου «Εξάπτυχου» και «Δίπτυχου» (Six-pack και Two-pack).
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το πρώτο κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που κατάφερε να ανέλθει στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, έχοντας ως προεκλογική δέσμευση την άρση των πολιτικών λιτότητας με ταυτόχρονη παραμονή στην Ευρωζώνη. Το εγχείρημα δεν τελεσφόρησε καθώς το πρόγραμμά Θεσσαλονίκης δεν έγινε δεκτό από το σύνολο των πιστωτών με μοναδική ίσως εξαίρεση το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση, που αποτελούσε ένα από τα μέρη του Σχεδίου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης της χώρας. Τα υπόλοιπα δύο σημεία του σχεδίου ήταν η επανεκκίνηση της οικονομίας με την άρση μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν από την τρόικα ( ΕΝΦΙΑ, διαγραφή χρεών ιδιωτικού τομέα)και η υλοποίηση ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με σκοπό τη δημιουργία 300.000 θέσεων εργασίας.
Συνεπώς, το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με το πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Με το δεδομένο αυτό, οι μηχανισμοί της ΕΕ ανταποκρίθηκαν με επιθετικότητα και απαίτησαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να επιμείνει στη λιτότητα και ιδιαίτερα στη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία είναι πλέον επίσημα ενσωματωμένη στη δομή της ΟΝΕ μαζί με την επιβολή ποινών για τις χώρες παραβάτες. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε να αντιμετωπίσει την «τριάδα του ανέφικτου» της ΟΝΕ και αυτή είναι: πρώτον, η επίτευξη αποτελεσματικής αναδιάρθρωσης του χρέους, δεύτερον, η άρση της λιτότητας και τρίτον, η παραμονή μέσα στο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο της ΟΝΕ. Πράγμα αδύνατο, όπως αποδείχθηκε.
5. O ΣΥΡΙΖΑ αντιμέτωπος με την «τριάδα του ανέφικτου» στα πλαίσια της ΟΝΕ
Με βάση την προηγουμένη ανάλυση, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε σοβαρές προστριβές με την ΕΕ στην πορεία των διαπραγματεύσεων καταλήγοντας στην όχι τόσο θετική συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015, κατά την οποία συμφωνήθηκαν μια σειρά ενεργειών που λίγο ομοίαζε στο πρόγραμμά της Θεσσαλονίκης.
Επιγραμματικά, οι άξονες που συμφωνήθηκαν την 20η Φεβρουαρίου:
1. Θα υπάρξει μια παράταση τεσσάρων μηνών της υφιστάμενης δανειακής σύμβασης που θα επιτρέψει την πλήρη αξιολόγηση της ισχύουσας συμφωνίας και θα παράσχει χρόνο για την προετοιμασία μιας νέας συμφωνίας.
2. Η Ελλάδα θα υποβάλει κατάλογο των «μεταρρυθμίσεων» που θα εξεταστεί από τους «θεσμούς» - την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ - και θα συμφωνηθεί τελικά τον Απρίλιο του 2015. Σε αυτή τη βάση η Ελλάδα θα λάβει τα χρήματα που της οφείλονται από την ισχύουσα δανειακή σύμβαση συν τα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν από την ΕΚΤ λόγω της διακράτησης των ελληνικών ομολόγων.
3. Τα αχρησιμοποίητα κονδύλια που κατέχονται από το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (περίπου 11 δισ ευρώ) θα πρέπει να τεθούν εκτός της δικαιοδοσίας των ελληνικών αρχών και χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τη στήριξη των ελληνικών τραπεζών.
4. Η Ελλάδα θα εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της έναντι των εταίρων της, πλήρως και εγκαίρως.
5. Η Ελλάδα θα παράγει «κατάλληλα» πρωτογενή πλεονάσματα για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους της.
6. Η Ελλάδα δεν θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες που θα μπορούσαν να διαταράξουν τους δημοσιονομικούς της στόχους, την οικονομική ανάκαμψη ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Μετά τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, οι πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση οξύνθηκαν με αποκορύφωμα τον περιορισμό ρευστότητας από την ΕΚΤ και την αναγκαστική δέσμευση των ταμειακών διαθεσίμων της χώρας.
Ωστόσο, ο κατά πολύ ισχυρότερος μοχλός πίεσης υπήρξε ο περιορισμός της προσφοράς ρευστότητας από την ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίος έχουν μια σταθερή διαρροή καταθέσεων και άλλων μορφών ρευστότητας από το Δεκέμβριο του 2014: από το Δεκέμβριο 2014 έως τον Μάρτιο 2015 έχουν χάσει περίπου 30 δις ευρώ καταθέσεων. Εν τω μεταξύ, καθώς και στις 11 Φεβρουαρίου η ΕΚΤ αρνήθηκε να εφαρμόσει τη λεγόμενη «εξαίρεση» (waiver) για τη χρήση ελληνικών ομολόγων ως στοιχεία εξασφάλισης, η κανονική παροχή ρευστότητας έχει ανασταλεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε αντιμέτωπος με την τριάδα του ανέφικτου και την εχθρότητα της ΕΕ και από την αρχή του Μαίου του 2015 υπήρχε η ανάγκη για μια ταχύτατη αλλαγή κατεύθυνσης, εάν η Ελλάδα δεν θέλει να αντιμετωπίσει μια οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση και η κυβέρνηση της Αριστεράς να καταρρεύσει με τρόπο εξευτελιστικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνειδητοποιήσει πως πρέπει να ξεφύγει από την «τριάδα του ανέφικτου» και να εξετάσει σοβαρά την αποχώρηση της Ελλάδας από την ΟΝΕ, χωρίς αυτό να αποτελεί ούτε αυτοσκοπό, ούτε λύση στα προβλήματα της χώρας...
6. Ένα πρόγραμμα κοινωνικής και εθνικής αναγέννησης για την Ελλάδα
Στόχος της χώρας θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση πολιτικών που θα αποβάλλουν τα προβλήματα που δημιούργησαν οι δυσλειτουργίες της νομισματικής ένωσης. Υπάρχουν έξι αναπόσπαστα συνδεδεμένα θέματα σε ένα τέτοιο πρόγραμμα πολιτικής:
- Βαθιά αναδιάρθρωση του χρέους
- Άρση Λιτότητας: Ούτε δημοσιονομικά πλεονάσματα, ούτε ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί
- Το τραπεζικό σύστημα: Η αποτυχία των ιδιωτικών τραπεζών και η αναγκαιότητα εθνικοποίησης τους
- Αποκατάσταση συνθηκών εργασίας
- Μεσοπρόθεσμη ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού
- Εκδημοκρατισμός και μεταρρύθμιση του κράτους
Ο βασικός λόγος αναδιάρθρωσης του χρέους είναι πως η χώρα δεν δύναται να αποπληρώνει το τεράστιο κόστος που έχει συσσωρευθεί από το καταστροφικό πρόγραμμα που έχει επιβάλει η τρόικα, χωρίς να υπάρχει σχέδιο αποπληρωμής με ρήτρα ανάπτυξης. Μια αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους επιβάλει συγκρουσιακή πολιτική, παύση πληρωμών κι εκτεταμένες διαπραγματεύσεις υποστηριζόμενες από νομικές διαδικασίες, σε πλήρη διαφάνεια, ειδικά με μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Ένα πρώτο βήμα έγινε με τη σύσταση της Επιτροπής για τον λογιστικό έλεγχο του δημοσίου χρέους.
Από το 2010 η Ελλάδα έχει δοκιμάσει ορισμένες λύσεις που προτάθηκαν από τους πιστωτές της αλλά χωρίς θετικά αποτελέσματα. Με αποκορύφωμα το PSI δηλαδή τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, το 2012 η οποία επηρέασε 200 περίπου δις ιδιωτικού χρέους, επιβάλλοντας μια βαθιά διαγραφή της ονομαστικής αξίας της τάξης του 50% για μέρος του χρέους, καθώς επαναγορά άλλου μέρους του με χαμηλότερες τιμές. Όμως, το μεγαλύτερο βάρος των απωλειών έπεσε στους Έλληνες κατόχους ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και στους μικρο-ομολογιούχους.
Ενδεικτικά, το 2009, όταν η ελληνική κρίση χρέους ήταν έτοιμη να ξεσπάσει, το ελληνικό δημόσιο χρέος ανερχόταν στα 300 δις (130% του ΑΕΠ), ενώ κορυφώθηκε το 2011 φθάνοντας τα 355 δις (170% του ΑΕΠ), πριν μειωθεί στα 304 δις (ή 157% του ΑΕΠ) το 2012. Ωστόσο, στο τέλος του 2013 το ελληνικό δημόσιο χρέος είχε πάλι αυξηθεί σε 320 δις ευρώ περίπου (174% του ΑΕΠ).
Η εξασφάλιση των πόρων για την αποπληρωμή του χρέους υπήρξε η πρωταρχική μέριμνα της δημοσιονομικής πολιτικής. Η χώρα εφάρμοσε σκληρά μέτρα λιτότητας και διαπραγματεύτηκε με τους πιστωτές της μια οργανωμένη αναδιάρθρωση του χρέους το 2011-12,η οποία επέβαλε ουσιαστικά ένα σημαντικό κούρεμα στους εγχώριες κατόχους ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών. Όμως, ακριβώς λόγω της καταστροφικής φύσης των πολιτικών της τρόικας το 2014 το χρέος έφτασε στο 177% του ΑΕΠ, ή ανέβηκε κατά 4% σε σχέση με το προηγούμενο ανώτατο επίπεδο που σημειώθηκε το 2012. Ακόμα χειρότερα, ακολουθώντας τις πολιτικές που έχουν αποφασιστεί από τις συμφωνίες «διάσωσης», η μελλοντική πορεία του ελληνικού χρέους ήταν απλώς καταστροφική, πόσο μάλλον για να φτάσει στα επίπεδα που ορίζει η συνθήκη του Μάαστριχτ (60% του ΑΕΠ).
Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών εκτός από αρνητικά σε οικονομικά μεγέθη, είχαν αντίκτυπο και στο κοινωνικό κράτος με μείωση δαπανών για την υγεία, την παιδεία και την κοινωνική ασφάλιση. Έτσι, κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε χρόνων η Ελλάδα αναμένεται να συγκεντρώσει περίπου 40 δις ευρώ για να αποπληρώσει το χρέος, ενώ θα χρειαστούν 30 δις ευρώ για την αποκατάσταση των πιο κρίσιμων δημόσιων υπηρεσιών.
Επιπλέον, έχει τεθεί στην πολιτική συζήτηση η άποψη ότι θα πρέπει να μειωθούν τα επιτόκια των δανείων της Ελλάδας. Εάν αυτό γίνει δεκτό, τότε με οποιοδήποτε λογική εκτίμηση θα σημαίνει μια μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ το πολύ κατά 5% μέχρι το 2019, ενώ θα χρειαστούν 26 χρόνια λιτότητας για να επιτευχθεί ο στόχος του Μάαστριχτ.
Μιας και χρησιμοποιείται το επιχείρημα της αναδιάρθρωσης μέσω PSI το 2012, είναι απαραίτητο να σημειωθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε.
(i) Η σύνθεση του χρέους έχει αλλάξει δραματικά από το 2010 όταν το χρέος αποτελείτο κυρίως από ομόλογα που διέπονταν από το ελληνικό δίκαιο. Στο τέλος του 2013 το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελείτο κυρίως από μακροπρόθεσμα δάνεια από τους επίσημους δανειστές σύμφωνα με τους όρους των δύο προγραμμάτων «διάσωσης» το 2010 και το 2011. Πιο συγκεκριμένα, από τα 320δις του ελληνικού χρέους, στο τέλος του 2013 περίπου 65δις (20%) ήταν στα χέρια των ιδιωτών δανειστών, 65δις (20%) τα διακρατούσεη ΕΚΤ και το ΔΝΤ και τα υπόλοιπα 190δις (60%) είχαν περάσει στην ΕΕ και στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Έτσι, περίπου το 80% του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σήμερα στα χέρια των επίσημων δανειστών και το εφαρμοστέο δίκαιο συνήθως δεν είναι το ελληνικό.
(ii) Το σταθμισμένο μέσο ετήσιο κόστος του ελληνικού χρέους μειώθηκε απότομα από μόλις πάνω του 4% το 2009 σε μόλις πάνω του 2% το 2012, αν και φαίνεται να έχει διαμορφωθεί πάνω από το 3% το 2013.
(iii) Ο σταθμισμένος μέσος όρος ωρίμανσης του ελληνικού χρέους επεκτάθηκε σημαντικά, καθώς ανέβηκε από κάτι λιγότερο από 8 χρόνια το 2009 σε 16 χρόνια το 2013.
(iv) Τα δάνεια της ΕΕ συνοδεύονται από διατάξεις για παρατεταμένες περιόδους χάριτος και ως εκ τούτου το προφίλ ωρίμανσης του δημόσιου χρέους έχει βελτιωθεί σημαντικά. Κατά τη διάρκεια του 2016-2036 η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει μειωμένες δόσεις για την αποπληρωμή του, οι οποίες θα κυμαίνονται μεταξύ 5 και 10 δις.
Παρά τις βαθιές τομές που συντελέστηκαν στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, το χρέος της χώρας παραμένει μη βιώσιμο. Η εναλλακτική λύση σε αυτό δεν μπορεί να είναι άλλη από την διαγραφή αρκετά μεγάλου μέρους του χρέους κι ενός ολοκληρωμένου δημοσίου ελέγχου, το οποίο όμως θα μας φέρει σε σύγκρουση με τους δανειστές.
II. Άρση Λιτότητας: Ούτε δημοσιονομικά πλεονάσματα, ούτε ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί
Η λιτότητα που επιβλήθηκε με την περικοπή δαπανών αλλά και την επιβολή φορολογικών αυξήσεων στα ήδη μειωμένα εισοδήματα και ο στόχος επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ που υπήρχε στο προηγούμενο πρόγραμμα προσαρμογής (το οποίο δεν ολοκληρώθηκε από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) αποτέλεσε κάκιστη οικονομική πολιτική κι ήταν εξαιρετικά καταστροφική για την παραγωγή, την απασχόληση, το κράτος πρόνοιας και τις ευρύτερες δυνατότητες του κρατικού μηχανισμού.
Η μοναδική λύση σε αυτήν την κατάσταση θα ήταν η αποφυγή επίτευξης μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων με παράλληλη μείωση χρεών και παύσης πληρωμών αλλά κι έναν έκτακτο εσωτερικό δανεισμό με ομόλογα ειδικού σκοπού. Μια διαγραφή συμβατή με τα επίπεδα του Μάαστριχτ για το εθνικό χρέος θα μπορούσε να παράσχει στην Ελλάδα επιπλέον 10 δις (5,4% του ΑΕΠ) δημοσιονομικών πόρων ανά έτος για την εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων που θα μπορούσαν να καλύψουν τη ζημιά που έγινε από τη λιτότητα, ενώ θα γινόταν και αποκατάσταση των δημοσίων παροχών.
Αναλυτικότερα:
Ως προς το σκέλος των δαπανών, το επίκεντρο της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η παροχή βοήθειας σε ανέργους και η αποκατάσταση του Κράτους Πρόνοιας. Βασικός στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω δημοσίων επενδύσεων , κάτι το οποίο συμπεριλαμβανόταν στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μελέτη δεν είναι ιδιαίτερα σαφής σχετικά με τις πιθανές πηγές χρηματοδότησης για τα προγράμματα αυτά, τα οποία μέχρι να αρχίσουν να συλλέγονται τα αυξημένα φορολογικά έσοδα από την διόγκωση της απασχόλησης είναι εξαιρετικά απίθανο να διατεθούν ευρωπαϊκοί πόροι για το σκοπό αυτό. Επιπλέον, επείγοντα και μεγάλης κλίμακας μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν την αποκατάσταση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και κοινωνικής στήριξης, παρέχοντας ακόμη μεγαλύτερη ανακούφιση σε άστεγες οικογένειες και άτομα - ο αριθμός των οποίων έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης σε πρωτοφανή επίπεδα για ευρωπαϊκή χώρα - παρέχοντας επίσης επισιτιστική στήριξη κυρίως στα αστικά κέντρα.
Ως προς το σκέλος των εσόδων της δημοσιονομικής πολιτικής, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ανακούφισης της άδικης φορολογίας σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις . Οι επιλογές αυτές περιλαμβάνουν:
i) αύξηση του ορίου του φορολογητέου εισοδήματος για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που βρίσκονται στο μέσο, ή κοντά σε αυτό, της κατανομής του εισοδήματος.
ii) μείωση των συντελεστών ΦΠΑ με ιδιαίτερη έμφαση στα αγαθά λαϊκής κατανάλωσης,
iii) κατάργηση του πρόσφατα εγκεκριμένου γενικού φόρου επί των ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) και αντικατάστασή του από έναν φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Αύξηση του φόρου κληρονομίας για τα νοικοκυριά που κατέχουν μεγάλη ακίνητη περιουσία.
iv) Αναπροσαρμογή του Εταιρικού Φόρου Εισοδήματος ώστε να ευνοεί τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Θα πρέπει επίσης να σχεδιαστεί μία προοδευτική φορολογική κλίμακα, με στόχο την αύξηση της συμμετοχής των πολυεθνικών, μειώνοντας παράλληλα αυτή των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι εργοδοτικές εισφορές πό τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις μπορούν να μειωθούν και η απώλεια εσόδων μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση των εταιρικών φόρων στις πολυεθνικές. Αυτά τα μέτρα θα ενθαρρύνουν το σχηματισμό κεφαλαίου στην οικονομία συνολικά.
v) Αύξηση του φορολογικού συντελεστή επί tων μερισμάτων, τόκων και κεφαλαιακών κερδών,
vi) Εισαγωγή φόρου περιουσίας
III. Το τραπεζικό σύστημα: Η αποτυχία των ιδιωτικών τραπεζών και η αναγκαιότητα εθνικοποίησης τους
Οι ιδιωτικές ελληνικές τράπεζες έχουν αποτύχει και χωρίς την άφθονη ρευστότητα που λαμβάνουν από την ΕΚΤ, θα είχαν αποτύχει πλήρως. Το πρόβλημα ξεκινά αφενός από την ποιότητα της δανειοδότησης, η οποία ήταν κακή και δεν κατευθύνθηκε σε κοινωνικές δραστηριότητες.
Ένα μικρό μέρος των τραπεζικών ισολογισμών περιείχε δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Αυτού του είδους ο δανεισμός αυξήθηκε από 53 δις ευρώ τον Ιανουάριο 2001 (τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την ΕΚΤ) σε 123δις ευρώ τον Ιούνιο του 2010 – ποσό το οποίο περιλαμβάνει μόλις το 23% του συνολικού ενεργητικού μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο. Επίσης, η κρίση αποκάλυψε ότι οι επενδύσεις που τροφοδότησαν την αύξηση των συνολικών στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών ήταν κακής ποιότητας: οι κεφαλαιακές ανάγκες των ιδιωτικών ελληνικών τραπεζών εκτιμήθηκαν σε 50 δις το Δεκέμβριο του 2012. Το τραπεζικό σύστημα επομένως έχει διασωθεί επανειλημμένως από το ελληνικό δημόσιο αλλά και την τρόικα κι έφερε ως αποτέλεσμα την δριμύτατη λιτότητα.
Το μέγεθος της ένεσης κεφαλαίων αποτυπώνεται και στις κινήσεις του ΤΧΣ. Μέχρι το τέλος του 2013 το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ, το κεφάλαιο του οποίου προήλθε από τον EFSF και αυξήθηκε σε 49.7 δις το 2013) κατείχε: επενδυμένα κεφαλαία στις τέσσερις συστημικές τράπεζες που αποτιμώνται σε 22.5 δις, αδιανέμητους τίτλους εξασφαλίσεων του EFSF για περαιτέρω εισφορές κεφαλαίου που αποτιμώνται σε 10,3 δις, ένα παράγωγο υποχρέωσης των 2,2 δις και συσσωρευμένες ζημίες της τάξης των 15.3 δις. Ένα μεγάλο ποσοστό από τις ζημίες προέκυψε από την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, οι οποίες στη συνέχεια πωλήθηκαν με ζημία – πρόκειται για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες - στις οποίες κεφάλαια είχε προσφέρει το ΤΧΣ.
Επιπλέον, οι τράπεζες είναι επιχειρήσεις που βασίζονται στην εμπιστοσύνη ότι οι τραπεζικές υποχρεώσεις θα καταβληθούν στο ακέραιο και εγκαίρως. Ένα βαρόμετρο αυτής της εμπιστοσύνης είναι ο όγκος των χρημάτων που οι τράπεζες –ως ρυθμιστές της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας - δανείζουν η μία στην άλλη. Αυτό το μέγεθος έχει μειωθεί σταθερά από την έναρξη της κρίσης, παρά τις προσπάθειες της τρόικα και του ελληνικού κράτους να αναζωογονήσουν τις τράπεζες και τη διατραπεζική αγορά, η οποία έχει γεμίσει από κόκκινα δάνεια κι επισφάλειες.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά την εντατικοποίηση της εξάρτησης της οικονομίας από το χρέος κατά την περίοδο της οικονομικής άνθησης της δεκαετίας του 2000, οι τράπεζες έχουν βρεθεί παγιδευμένες σε ένα φαύλο κύκλο απομόχλευσης και δεν μπορούν να παρέχουν πιστώσεις προς την οικονομία κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Έτσι, η δημοσιονομική λιτότητα έχει ενισχυθεί από μια τραπεζική πιστωτική κρίση.
Γίνεται ξεκάθαρο πως η λειτουργία των τραπεζών οφείλει να περάσει σε δημόσιο και δημοκρατικό έλεγχο με άρση των επισφαλειών και τη δημιουργία ενός υγιούς πιστωτικού συστήματος το οποίο θα έχει στόχο την ανάπτυξη της εγχώριας επιχειρηματικής ζωής και τόνωση της απασχόλησης. Το εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα θα συμμετάσχει στην επέκταση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού και της παροχής ρευστότητας, ιδίως προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
IV. Αποκατάσταση συνθηκών εργασίας και ανακούφιση των συνεπειών της κρίσης
Η λιτότητα των τελευταίων χρόνων έχει εκτινάξει το ποσοστό ανεργίας αλλά και το ποσοστό ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σε συνδυασμό με τον περιορισμό των δαπανών για την υγεία, την παιδική θνησιμότητα να αυξάνεται και την έλλειψη της χώρας σε καύσιμα, δίνεται η εικόνα μιας αναπτυσσόμενης κι όχι αναπτυγμένης χώρας της Δύσης.
Το δόγμα της λιτότητας πρέπει να εγκαταλειφθεί και γνωρίζοντας πως το δημοσιονομικό κόστος θα είναι αρχικά τεράστιο οφείλουμε να προβούμε σε σημαντικές ενέργειες.
Ευρύτερα όμως, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα αίτια της φτώχειας και κάτι τέτοιο προϋποθέτει τρεις μορφές δράσης:
Η πρώτη είναι η μείωση της ανεργίας.
Η δεύτερη είναι η μισθολογική αύξηση και η άμεση αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην αγορά εργασίας, ακυρώνοντας την αντεργατική νομοθεσία που έχει προωθηθεί και επικυρωθεί από την πρώτη συμφωνία “διάσωσης”. Οι ελάχιστοι μισθοί πρέπει να επανέλθουν από τα 586 ευρώ το μήνα στα αρχικά 751. Και πάλι, οι δυσκολίες που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει αντιμετωπίσει στην εφαρμογή αυτής της πρόβλεψης του “Προγράμματος της Θεσσαλονίκης” αποκαλύπτουν τον απόλυτα περιοριστικό ρόλο της “τριάδας του ανέφικτου”. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να προχωρήσει ανεξάρτητα από τις αντιρρήσεις της ΕΕ και του ΔΝΤ. Ο αντίκτυπος στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και ειδικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μπορούσε εν μέρει να αποσοβηθεί μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων, αλλά και μέσω της αύξησης της ζήτησης που θα προκύψει από την εγκατάλειψη της λιτότητας. Οι μισθοί εν γένει θα πρέπει να ακολουθούν την αύξηση της παραγωγικότητας και να υπολογίζονται βάσει μιας μελλοντικής αναδιανομής πλούτου.
Η τρίτη είναι Τρίτο βήμα, η επανεξισορρόπηση του συνταξιοδοτικού συστήματος ώστε να ενισχυθούν οι πλέον χαμηλοσυνταξιούχοι και να αντιμετωπιστεί έτσι η συνταξιοδοτική φτώχεια. Εδώ όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι δε μπορεί να υπάρξει μακροχρόνια επίλυση για τις κακοήθειες στο συνταξιοδοτικό σύστημα χωρίς αύξηση της απασχόλησης. Η οριστική απάντηση στη συνταξιοδοτική φτωχοποίηση είναι η εγκατάλειψη του δόγματος της λιτότητας και η ενίσχυση
της ανάπτυξης.
V. Μεσοπρόθεσμη ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού
Mια αριστερή κυβέρνηση πρέπει να αποδεσμευθεί από την στρατηγική της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης που περιλαμβάνει απελευθέρωση εργασιακών σχέσεων, μείωση μισθών, αποκρατικοποιήσεις και παραγωγή πλούτου από Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Αντιθέτως, η χώρα χρειάζεται ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο βιομηχανικής πολιτικής με σκοπό την παραγωγή θέσεων εργασίας και αύξηση των εισοδημάτων.
Το περιβάλλον της ΕΕ αλλά και η αποβιομηχάνιση της χώρας που ξεκίνησε στις αρχές του 1980 και συνεχίζεται, οδήγησε στην καταστροφή του παραγωγικού ιστού της Ελλάδας. Επίσης η κυριαρχία των πολυεθνικών που ελέγχουν την αγορά οδήγησαν στο αναπτυξιακό αδιέξοδο της χώρας. Αντίδοτο σε αυτήν την παθογένεια πρέπει να είναι η υγιής σχέση και ισορροπία ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Άμεση προτεραιότητα πρέπει να είναι η ενδυνάμωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η ανάπτυξη του αγροτικού τομέα κι όχι η ενίσχυση του κεφαλαίου. Βασικό μοχλό θα αποτελέσουν οι αναπτυξιακές τράπεζες - σε συνδυασμό με την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος- που θα μπορούσαν αρχικά να συσταθούν ως ιδρύματα καταθέσεων αλλά τελικά, καθώς θα διογκώνονται τα χαρτοφυλάκια των δανείων τους, θα είναι σε θέση να εκδώσουν ομόλογα ώστε να παρέχουν μια σταθερή και βιώσιμη βάση δανεισμού.
VI. Εκδημοκρατισμός και μεταρρύθμιση του κράτους
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς για να μπορέσει να ασκήσει εξουσία πρέπει να προβεί στην μεταρρύθμιση του κράτους αφήνοντας εκτός το σαθρό πολιτικό προσωπικό. Οφείλει να κινηθεί για τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος, αναδιαρθρώνοντας τη Δικαιοσύνη κι εξαλείφοντας τα ακροδεξιά στοιχεία που έχουν παρεισφρήσει στα σώματα ασφαλείας. Η διαφθορά που έχει αυξηθεί, διαμορφωμένη από τα συμφέροντα μεγάλων εταιρειών και συχνά σχετιζόμενη με τις κρατικές προμήθειες του υπερμεγέθους στρατιωτικού τομέα, πρέπει να παταχθεί.
Μια κινητήριος δύναμη για τα παραπάνω θα μπορούσε να είναι η επανενεργοποίηση των κρατικών ινστιτούτων που βρίσκονται σε μαρασμό τρεις δεκαετίες. Επιπλέον, η Ελλάδα χρειάζεται νέους και συμμετοχικούς πολιτικούς μηχανισμούς που να είναι υπεύθυνοι και αδιάβλητοι. Χρειάζεται επίσης μια νέα πολιτική διακυβέρνηση που θα συμπεριλάβει αλλαγές στην αντιπροσώπευση των θεσμών, αλλαγές στο Σύνταγμα της και επιτέλους έναν κατάλληλο διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους.
7. Στοχεύοντας σε μια συναινετική και κατόπιν διαπραγματεύσεων έξοδο από την ΟΝΕ
Μιας και γίνεται αναφορά στον οικονομικό και κοινωνικό σχηματισμό που είναι απαραίτητος για τη χώρα, μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμών και διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους της. Για να γίνει αυτό, πρέπει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του κοινού νομίσματος με συναινετικό τρόπο και κατόπιν διαπραγματεύσεων να αποχωρήσει από την ΟΝΕ. Για να προχωρήσει το εγχείρημα αυτό θα πρέπει να έχει την στήριξη του λαού.
Η εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια σήμανε μια απότομη μείωση των μισθών και οδήγησε στην κατάρρευση της εσωτερικής κατανάλωσης. Το δημοσιονομικό έλλειμμα έφτασε στο 15% του ΑΕΠ το 2010 και σε περίπτωση που θα συνεχιστούν οι καταστροφικές πολιτικές της λιτότητας, η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Δεδομένης και της κατάστασης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της συνεχιζόμενης δυσκολίας της αύξησης των εξαγωγών θα υπάρχει συνεχής ανάγκη για «εσωτερική υποτίμηση», η οποία θα μειώσει ακόμη περισσότερο τους ονομαστικούς μισθούς. Αναπόφευκτα στα πλαίσια των πολιτικών της ΕΕ και της ΟΝΕ, η Ελλάδα θα παρουσιάσει ασταθή ανάπτυξη, μόνιμη πτώση των εισοδημάτων φτάνοντας έτσι στην φτωχοποίηση.
Με μια συνετή αξιολόγηση της κατάστασης, γίνεται αντιληπτό ότι μοναδική διέξοδος της χώρας θα είναι η εγκατάλειψη του κοινού νομίσματος. Η ΕΕ θα μπορούσε να δεχθεί μια έξοδο της χώρας με το επιχείρημα πως θα μείνει μια ΟΝΕ υγιέστερη και ίσως να είναι και διατεθειμένη να στηρίξει τεχνικά αυτήν την κατάσταση με την ενεργοποίηση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Η ελληνική κυβέρνηση προτάσσοντας το κοινό καλό σε μια συναινετική έξοδο της χώρας από το ευρώ, θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια προσωρινή στήριξη των τραπεζών της από την ΕΚΤ, εκτιμώμενης περιόδου 6 με 12 μήνες. Ακόμη σημαντικότερο στοιχείο θα ήταν η διευκόλυνση της εξόδου με τη μορφή της υποστήριξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας για την αποτροπή βαθιάς πτώσης, μέχρι η χώρα να είναι σε θέση να διαχειριστεί την ισοτιμία μόνη της. Λύση η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει και άλλες περιφερειακές οικονομίες της Ευρώπης.
Eπειδή όμως είναι σίγουρο πως τα συμφέροντα των κύκλων της ΟΝΕ δεν θα επιτρέψουν μια τέτοια δοκιμασία, η αριστερή κυβέρνηση πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει σε συγκρουσιακή πολιτική, και να καταστήσει σαφές πως εξαναγκάστηκε σε έξοδο από την Ευρωζώνη, τονίζοντας την άρνηση των εταίρων να δεχθούν να εύλογους και βιώσιμους λόγους διαγραφής του χρέους και άρση της λιτότητας.
8. Απαραίτητα βήματα για τη διαχείριση μιας συγκρουσιακής εξόδου από την ΟΝΕ
Μια συγκρουσιακή έξοδος είναι μια δύσκολη διαδικασία αλλά σίγουρα διαχειρίσιμη, εφόσον υπάρχει επαρκής επίγνωση των ενδεχόμενων προβλημάτων, κάποιος βαθμός προετοιμασίας και σαφής λαϊκή υποστήριξη. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις προπαρασκευαστικές δράσεις. Πρώτον, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, η έξοδος δεν αποτελεί από μόνη της λύση στα προβλήματα της Ελλάδος. Η έξοδος θα πρέπει να κατανοηθεί ως ένα δύσκολο βήμα που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα από την αποτυχία και την αδιαλλαξία των μελών της ΟΝΕ, το οποίο παρ’ όλα αυτά, μπορεί να ανοίξει ένα δρόμο οικονομικής προόδου. Ο δρόμος εμπεριέχει μετωπική σύγκρουση με ισχυρότατα εγχώρια και ξένα συμφέροντα, αλλά αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο προσφέρει στην Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία να αλλάξει τη κοινωνική της δομή προς όφελος του εργαζόμενου λαού, μπαίνοντας παράλληλα σε τροχιά ταχείας ανάπτυξης και αύξησης των εισοδημάτων.
Πρέπει να τονιστεί ότι η ιστορική εμπειρία από άλλα μεγάλα νομισματικά γεγονότα δείχνει ότι οι εντονότερες δυσκολίες διήρκησαν για μια μικρή μόνο περίοδο και η βελτίωση άρχισε να φαίνεται μετά από λίγους μήνες. Η δύσκολη αρχική περίοδος της εξόδου θα μπορούσε να γίνει σημαντικά καλύτερη με έναν συνεκτικό σχεδιασμό και λαμβάνοντας τα αποφασιστικά μέτρα που περιγράφονται παρακάτω. Στα πρώτα ένα ή δυο χρόνια μετά την έξοδο η Ελλάδα μπορεί να περιμένει μια ανάκαμψη που θα στηρίζεται κυρίως στις Μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς η εσωτερική ζήτηση, θα μπορούσε να αναζωογονηθεί και οι αναξιοποίητοι αυτή τη στιγμή πόροι (εργασία και κεφαλαιουχικός εξοπλισμός) θα μπορούσαν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ξανά για να γίνει ανάκτηση της εγχώριας αγοράς. Η Ελλάδα θα πρέπει να επιμείνει στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του εκπαιδευτικού και δικαστικού συστήματος, καθώς και της αλλαγής των κανόνων της αγοράς και της λειτουργίας του κράτους. Θα πρέπει η Ελλάδα άμεσα να ισχυροποιήσει το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεών της. Θα πρέπει επίσης να αναδιαρθρώσει τις αποτυχημένες ιδιωτικές τράπεζες θέτοντάς τες υπό δημόσιο έλεγχο με νέα αντίληψη διοίκησης και υποστηρίζοντας την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Η έξοδος από την ΟΝΕ, τελικά, είναι απλώς ένα βήμα στο δρόμο της κοινωνικής και οικονομικής μεταμόρφωσης της χώρας, αλλά είναι ένα ζωτικό και αναγκαίο βήμα.
Οι τεχνικές όψεις της εξόδου:
1. Η αλλαγή του νομίσματος από το Ευρώ σε ένα νέο εθνικό νόμισμα – μια Νέα Δραχμή– θα πρέπει να λάβει χώρα κατά το κλείσιμο της εργάσιμης εβδομάδας(Παρασκευή βράδυ) σε μια στιγμή που η Wall Street είναι κλειστή και υπάρχει ένα «κενό» πριν από το άνοιγμα των ασιατικών αγορών.
2. Σύμφωνα με την αρχή LexMonetae ένα κυρίαρχο κράτος μπορεί να επιλέξει το νόμισμα που θα χρησιμοποιεί. Φυσικά, δεν πρέπει να υπάρχει εκ των προτέρων προειδοποίηση για την υιοθέτηση της νέας δραχμής. Όλες οι σημαντικές αποφάσεις - από την επιλογή των κανόνων που θα πρέπει να εφαρμοστούν κατά την εισαγωγή του εθνικού νομίσματος, μέχρι τα ψηφίσματα που θα περάσουν από το Κοινοβούλιο, θα πρέπει να ληφθούν μέσα στο πρώτο Σαββατοκύριακο. Το Κοινοβούλιο θα πρέπει να δώσει στην Κυβέρνηση (και κυρίως στον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών) όσο το δυνατόν ευρύτερες εξουσίες για την υλοποίηση της νομισματικής μεταρρύθμισης.
3. Το Σάββατο ο Επίτροπος για τα τραπεζικά θέματα συνεπικουρούμενος από μια Εκτελεστική Επιτροπή θα πρέπει να αποστείλει ομάδες δημοσίων υπαλλήλων να αναλάβουν προσωρινά τον έλεγχο των ελληνικών τραπεζών και της Κεντρικής Τράπεζας.
4. Το Σάββατο η κυβέρνηση θα πρέπει να δηλώσει την προθυμία της χώρας να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εφαρμόσει τους νόμους της μετά την αλλαγή του νομίσματος. Οι αναφορές που έγιναν εκτενώς τα προηγούμενα χρόνια στην αδυναμία εξόδου από την ΟΝΕ χωρίς παράλληλα να φύγει μια χώρα και από την ΕΕ είναι αβάσιμες. Όπως δείχνει η νομική ανάλυση στο Παράρτημα Α, υπάρχει το νομικό πλαίσιο που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να αποχωρήσει από την ΟΝΕ, αλλά να παραμείνει στην ΕΕ.
5. Η απόφαση για αναστολή των εξωτερικών πληρωμών,αφήνοντας έτσι το δημόσιο χρέος να καταστεί ληξιπρόθεσμο, σημαίνει στην πράξη πως η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να εξοφλήσει τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και να αποπληρώσει τα δάνεια του ΔΝΤ. Αφού οι οφειλές καταστούν ληξιπρόθεσμες η Ελλάδα θα πρέπει να κοινοποιήσει αίτημα για ένα διεθνές συνέδριο, ώστε να ρυθμιστεί το χρέος της συμπεριλαμβανομένης μιας σημαντικής διαγραφής.
6. Η μετατροπή του συνόλου των τραπεζικών υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο στη νέα δραχμήθα πρέπει να πραγματοποιηθεί με ισοτιμία 1:1. Τη Δευτέρα η κυβέρνηση θα πρέπει να ανακοινώσει ότι στο μέλλον δεν θα πραγματοποιεί ούτε θα αποδέχεται πληρωμές σε ευρώ. Η νέα δραχμήθα αποκτήσει το μονοπώλιο του νόμιμου χρήματος ως το τέλος της εβδομάδας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να εκδώσει αμέσως μια πλήρη εγγύηση των νέων καταθέσεων που έχουν μετατραπεί σε δραχμές. Τα νέα τραπεζογραμμάτια σε δραχμές που θα έχουν παραχθεί μυστικά κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου, θα πρέπει να εισαχθούν στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται στα ΑΤΜ και στα τραπεζικά ταμεία. Ανάλογα με τη δυνατότητα να εκτυπωθούν επαρκείς ποσότητες νέων τραπεζογραμματίων, θα ήταν χρήσιμο επίσης να σφραγιστούν τα υπάρχοντα ευρώ εντός του τραπεζικού συστήματος και να χρησιμοποιούνται ως “δελτιοποιημένες” δραχμές στα ΑΤΜ και σε τραπεζικά ταμεία.
7. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Σαββατοκύριακου η λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων των τραπεζών θα πρέπει να ελεγχθεί όσον αφορά δύο πράγματα: 1) να καθοριστεί σε ποιο χρόνο είναι δυνατόν τα ευρώ να μετατραπούν σε δραχμές για τους σκοπούς των διατραπεζικών και άλλων ηλεκτρονικών πληρωμών και 2) με ποιο τρόπο οι αναλήψεις μετρητών σε ευρώμπορούν να περιοριστούν λίγο πριν και λίγο μετά την αλλαγή του νομίσματος. Πρέπει επίσης να εξεταστεί η συμβατότητα με τα συστήματα πληροφορικής των τραπεζών της Ευρωζώνης.
8. Τη Δευτέρα ο Δημόσιος Επίτροπος για τις Τράπεζες θα πρέπει να ανακοινώσει την πλήρη εθνικοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και τη μετατροπή των υφιστάμενων δημόσιων μετοχικών τίτλων σε κοινές μετοχές με δικαίωμα ψήφου. Η κυβέρνηση θα πρέπει ταυτόχρονα να ανακοινώσει την επιβολή ελέγχων στις ροές κεφαλαίων και στις τραπεζικές πράξεις που θα διενεργούνται από τον Επίτροπο για μια περίοδο έξι μηνών.
9. Παραδίδονται παραδείγματα προτεινόμενων μέτρων ελέγχου ροής κεφαλαίων.
10. Μετά την εθνικοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών η υφιστάμενη διοίκηση θα πρέπει να αντικατασταθεί αμέσως και η διαδικασία της αναδιάρθρωσης των τραπεζών θα πρέπει να αρχίσει άμεσα. Οι αναδιαρθρωμένες τράπεζες θα είναι θεμελιώδους σημασίας για την παροχή ρευστότητας και πίστωσης για επενδυτικούς σκοπούς και για την κατανάλωση και με τον τρόπο αυτόν θα πραγματοποιηθεί η επανεκκίνηση της οικονομίας.
11. Θεμελιώδους σημασία για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος θα είναι η θέσπιση μιας «κακής τράπεζας» που θα απαλλάξει τις τράπεζες από το μεγαλύτερο μέρος του όγκου των 80 δις προβληματικών χρεών (επιχειρηματικών, στεγαστικών και καταναλωτικής πίστης, χονδρικά χωρίζονται σε 45/25/10). Η «κακή τράπεζα» θα κεφαλαιοποιηθεί με νέες εκδόσεις δημόσιων ομολόγων, μετά την επιβολή ζημιών στους ιδιοκτήτες των τραπεζών.
12. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Σαββατοκύριακου ο ισολογισμός της Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας θα αποτιμηθεί σε δραχμές και η διοίκησή της θα πρέπει να αλλάξει. Η Τράπεζα θα μετατραπεί πλήρως σε ένα δημόσιο ίδρυμα. Η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα θα παραμείνει μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών ακόμη και μετά την έξοδο από το Ευρωσύστημα. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να υπάρξει νομική ανάλυση των υποχρεώσεων αποπληρωμής προς το Ευρωσύστημα.
13. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της αλλαγής του νομίσματος η κυβέρνηση θα πρέπει να προσφέρει βοήθεια σε εταιρείες και φυσικά πρόσωπα που κατέχουν συμβόλαια που διέπονται από αλλοδαπό δίκαιο. Θα υπάρξουν εκτεταμένες δικαστικές διαδικασίες στις οποίες θα εμπλακούν ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς και η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι έτοιμη να διευκολύνει αυτές τις διαδικασίες.
14. Γενικότερα, θα υπάρξει ανάγκη για οικονομική βοήθεια προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τις μεγάλες επιχειρήσεις για τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Ο στόχος θα είναι να αποφευχθούν οι πτωχεύσεις και να αντιμετωπιστούν οι νομικές επιπλοκές από τη διενέργεια και την είσπραξη πληρωμών από το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας η κυβέρνηση θα πρέπει να πραγματοποιήσει συνάντηση με τους εκπροσώπους των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων για να συζητηθούν τα μέτρα στήριξης.
15. Η Ελλάδα θα ανακτήσει τη νομισματική της κυριαρχία και εφόσον το κράτος επιμείνει να εκτελεί και να δέχεται πληρωμές στο νέο νόμισμα, αυτό γρήγορα θα καθιερωθεί ως το λειτουργικό μέσο συναλλαγών στη χώρα. Οι τράπεζες θα μπορούν να ξεκινήσουν τις τρέχουσες συναλλαγές ήδη τη Δευτέρα ή την Τρίτη της πρώτης εβδομάδας. Θα αρχίσουν επίσης να παράσχουν μέσω ΑΤΜ ταυτόχρονα νέα τραπεζογραμμάτια δραχμών, ή τραπεζογραμμάτια ευρώ με σφραγίδα. Θα πρέπει τέλος να ανοίξουν τις πόρτες τους στο κοινό μετά την πρώτη εβδομάδα.
16. Δεδομένου ότι χρειάζεται χρόνος για να παραχθούν νέα τραπεζογραμμάτια και κυρίως επειδή χρειάζεται χρόνος για να αποκτηθεί εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα, είναι πιθανό ότι κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου να υπάρξει παράλληλη κυκλοφορία διάφορων μορφών χρήματος. Έτσι, θα υπάρξουν νέα τραπεζογραμμάτια δραχμών και ηλεκτρονικές δραχμές που θα δημιουργηθούν από τις τράπεζες, αλλά και κανονικά τραπεζογραμμάτια ευρώ και ίσως χαρτονομίσματα ευρώ με σφραγίδα, τα οποία θα κυκλοφορούν μεταξύ των ιδιωτών.
17. Η παράλληλη κυκλοφορία νομισμάτων είναι πιθανό να δημιουργήσει κόστος στις συναλλαγές καθώς τα αγαθά κατά πάσα πιθανότητα θα αποτιμώνται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά νομίσματα. Το πιθανότερο είναι ότι το κόστος αυτό θα είναι μικρό και δεν θα διαρκέσει για μεγάλο διάστημα. Πρόκειται περί ενός ακόμη ατυχούς τιμήματος που πρέπει να καταβάλλει η Ελλάδα για την καταστροφική απόφασή της να ενταχθεί στην ΟΝΕ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το κόστος αυτό να δικαιολογήσει την παραμονή σε μια αποτυχημένη νομισματική ένωση.
18. Το νέο νόμισμα θα αποκτήσει μια διεθνή συναλλαγματική ισοτιμία με το ευρώμετά την διοικητική μετατροπή του σε αναλογία 1:1. Οι παγκόσμιες αγορές θα αρχίσουν αμέσως την τιμολόγηση της δραχμής σε σχέση με το ευρώ και άλλα νομίσματα, όπως για παράδειγμα συνέβη όταν η ζώνη του ρουβλίου και η τσέχικη νομισματική ένωση κατέρρευσαν το 1993. Είναι βέβαιο ότι το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί.
19. Η υποτίμηση θα λειτουργήσει ως μοχλός ζωτικής σημασίας για τις ελληνικές επιχειρήσεις στην ανάκτηση της εγχώριας αγοράς και την επέκταση των εξαγωγών, δεδομένου ότι θα λειτουργήσει ως φραγμός στις εισαγωγές. Η υποχώρηση των πραγματικών μισθών κατά τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν τόσο εκτεταμένη ώστε ακόμη και μια σχετικά μικρή υποτίμηση θα είναι αρκετή για να εξασφαλίσει ένα τεράστιο πλεονέκτημα για τους Έλληνες παραγωγούς. Εάν το νέο νόμισμα σταθεροποιηθεί σε μια αξία ίσως 20% χαμηλότερη από την αρχική διοικητική ισοτιμία του 1:1, η ώθηση στην παραγωγή, την απασχόληση και το εισόδημα είναι πιθανό να είναι αποδειχθεί πολύ σημαντική μεσοπρόθεσμα.
20. Η υποτίμηση αναμένεται να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για την παραγωγή και την απασχόληση στην Ελλάδα. Δεδομένης της εξαιρετικά υφεσιακής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, των αχρησιμοποίητων και κατασπαταλημένων πόρων και της μειωμένης ζήτησης, είναι λογικό να αναμένεται ότι η ανάπτυξη θα είναι ισχυρή και σταθερή για πολλά χρόνια, όταν η οικονομία ανακάμψει από την αναταραχή της αλλαγής του νομίσματος και αρχίσει να υλοποιείται το πρόγραμμα.
21. Είναι μάλλον απίθανο ότι η θετική επίδραση της αλλαγής του νομίσματος θα εκμηδενιστεί από τον υψηλό πληθωρισμό, για λόγους που και πάλι αναπτύσσονται εκτενέστερα στο Παράρτημα Γ. Είναι βέβαια αναπόφευκτο ότι η υποτίμηση θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των εισαγωγών. Ωστόσο, η δομή της ελληνικής οικονομίας είναι τέτοια, ώστε η αύξηση αυτή δεν θα αποτυπωθεί πλήρως στις τελικές τιμές. Κρίνοντας την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας, η οποία αντιμετωπίζει παγιωμένο αποπληθωρισμό της τάξης του 2% και υπό το πρίσμα των αχρησιμοποίητων πόρων της οικονομίας, είναι απίθανο ο πληθωρισμός τον επόμενο χρόνο της αλλαγής του νομίσματος να υπερβεί το 10%.
22. Είναι δυνατόν ωστόσο βραχυπρόθεσμα, η αξία του νέου νομίσματος να μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το ευρώ και άλλα νομίσματα, έχοντας έτσι αρνητικές συνέπειες για τις αγορές, τις εισροές και τα τελικά αγαθά. Αυτός ο κίνδυνος είναι πραγματικός εν όψει πιθανών κερδοσκοπικών επιθέσεων κατά της δραχμής στη διάρκεια της αρχικής περιόδου, αλλά δεν πρέπει να μεγαλοποιείται. Η αρχική περίοδος της απότομης μείωσης, η οποία θα μπορούσε να φτάσει το 50%, είναι απίθανο να κρατήσει περισσότερο από λίγες εβδομάδες και η συνολική περίοδος προσαρμογής της ισοτιμίας ίσως διαρκέσει έξι μήνες.
23. Δεν υπάρχει αμφιβολία πάντως, ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου που χρειάζεται η ισοτιμία για να αποκτήσει τη νέα ισορροπία οι εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο θα διαταραχθούν με σημαντικό αρνητικό στο ΑΕΠ. Αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της εξόδου και απαιτεί την προετοιμασία του κόσμου και πλήρη δημόσια ενημέρωση. Η βραχυπρόθεσμη ικανότητα υπεράσπισης της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα είναι φυσικά πολύ σημαντική.
24. Μετά την έξοδο η Ελλάδα θα ανακτήσει τη νομισματική και δημοσιονομική της κυριαρχία. Η λιτότητα θα πρέπει να αρθεί, αλλά η χώρα θα πρέπει επίσης να δεσμευτεί για την επιδίωξη μιας πειθαρχημένης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ιδίως υπό το πρίσμα του μικρού μεγέθους της ελληνικής οικονομίας και την παραμονή της στην ΕΕ. Κάποια καθοδήγηση όσον αφορά τη διαχείριση της κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας θα μπορούσε να ληφθεί από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Σουηδίας, η οποία διαχειρίζεται ένα νόμισμα με κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία εντός της ΕΕ. Είναι φυσικά σημαντικό να αυξηθούν οι κατώτατοι μισθοί, αλλά πρέπει επίσης το οργανωμένο εργατικό κίνημα να στηρίξει την προσπάθεια μετάβασης της χώρας σε υγιέστερη βάση.
25. Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα είναι κοντά στην επίτευξη ενός πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος μετά από χρόνια ύφεσης και σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, όπως εξηγήθηκε στο τμήμα 7ii. Μετά την έξοδο από την ΟΝΕ η χώρα δεν θα πρέπει να καταβάλλει τις καταστροφικές πληρωμές του χρέους προς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, αλλά είναι πιθανό το πρωτογενές πλεόνασμα να εξαλειφθεί βραχυπρόθεσμα λόγω της μείωσης των φορολογικών εσόδων. Μεσοπρόθεσμα όμως η Ελλάδα χρειάζεται μια ισχυρή πολιτική δημοσίων επενδύσεων για τη βελτίωση των υποδομών της και για να δώσει ώθηση στις ιδιωτικές επενδύσεις και στην παραγωγή. Για την αντιμετώπιση των αναγκών χρηματοδότησης η κυβέρνηση ενδεχομένως να χρειαστεί να προσφύγει στη χρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα. Όπως έχει δείξει η πρόσφατη εμπειρία σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι εγγενώς προβληματική η έκδοση χρήματος για τη στήριξη της δημοσιονομικής δαπάνης, εάν γίνει προσεκτικά και για μικρά χρονικά διαστήματα.
26. Το τεράστιο ποσό των 77 δις ευρώ των απλήρωτων υποχρεώσεων των πολιτών προς το κράτος (φόροι, πρόστιμα κ.λπ.) πρέπει να εκκαθαριστεί με κοινωνικά κριτήρια. Ο μεγάλος όγκος των μεμονωμένων περιπτώσεων των απλήρωτων υποχρεώσεων περιλαμβάνει τα ποσά κάτω των 5.000 ευρώ που έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ομοίως όμως, ο μεγάλος όγκος του χρέους σε χρηματικούς όρους (ίσως και 60 δις ευρώ) οφείλεται από μερικές χιλιάδες μεγαλοφειλέτεςκυρίως επιχειρήσεις και δευτερευόντως φυσικά πρόσωπα.
27. Τέλος, η τροφοδοσία της αγοράς σε ορισμένα βασικά αγαθά - φάρμακα, τρόφιμα και καύσιμα - θα καταστεί ένα σημαντικό ζήτημα, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα. Διοικητικά μέτρα πιθανόν να είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της πρόσβασης σε βασικά αγαθά για τη βιομηχανία και τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Θα είναι μια περίπτωση στάθμισης μεταξύ της ανάγκης και της οικονομικής σπουδαιότητας της πρόσβασης. Δεν θα υπάρξει ανάγκη για δελτίο υπό την έννοια των κουπονιών, ή κάρτες σίτισης για τον πληθυσμό. Θα πρέπει να ληφθούν όλα τα μέτρα για να εξασφαλιστεί η προνομιακή πρόσβαση σε φάρμακα, τρόφιμα και καύσιμα των πλέον ευάλωτων και οικονομικά σημαντικών κοινωνικών ομάδων.
28. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος σχετικά με την αγορά βασικών προϊόντων είναι επίσης σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι τη στιγμή αυτή υπάρχουν τεράστιες υπο-χρησιμοποιούμενες παραγωγικές δυνατότητες από την άποψη τόσο της εργατικής δύναμης όσο και των μέσων παραγωγής, η οποία θα μπορούσε γρήγορα να αξιοποιηθούν για την τροφοδοσία της εγχώριας αγοράς.
29. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός που θα ακολουθήσει την έξοδο θα δημιουργήσει στη χώρα νικητές και χαμένους. Σημειώνουμε ότι οι πολιτικές λιτότητας που ακολουθήθηκαν από το 2010 έχουν φορτώσει τεράστια κόστη στις πλάτες της μισθωτής εργασίας και των μεσαίων στρωμάτων, αφήνοντας την μεσοαστική και αστική τάξη πρακτικά ανέγγιχτες. Η έξοδος θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα να αντιμετωπιστεί η κρίση μετακυλώντας το κόστος της στους πλούσιους, στηρίζοντας ταυτόχρονα τον εργαζόμενο λαό και τα μεσαία στρώματα.Σίγουρα, η έξοδος θα μείωνε την αγοραστική δύναμη των τραπεζικών καταθέσεων που σχετίζονται με τις εισαγωγές, αλλά επίσης θα μείωνε και την αξία των τραπεζικών δανείων οφελώντας για τα μεσαία στρώματα. Η ανάκαμψη της παραγωγής θα πραστάτευε τους μισθωτούς λόγω της μείωσης της ανεργίας και προοδευτικά θα οδηγούσε σε αύξηση των εισοδημάτων.