Ο Μπεν Μπερνάνκε είναι ένας συντηρητικός, νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος, απ’ αυτούς που τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έχουν κυριαρχήσει στο πανεπιστημιακό στερέωμα. Παγκόσμια γνωστός, με εκτενείς και άμεμπτα τεχνικές δημοσιεύσεις, αναδείχθηκε σε ιδανικό εκφραστή της κυρίαρχης οικονομικής ιδεολογίας των δεκαετιών του 1990 και 2000. Ο Μπερνάνκε – και πολλοί άλλοι σαν κι αυτόν – δήλωσαν ότι πλέον ο ώριμος καπιταλισμός πέρασε στην εποχή της ‘Μεγάλης Μετριοπάθειας’. Οι κεντρικές τράπεζες των ‘σοβαρών’ χωρών είχαν αποκτήσει επιστημονική γνώση της μακροοικονομίας ώστε να αποφεύγονται οι κρίσεις. Ο στόχος τους όφειλε να είναι ο χαμηλός πληθωρισμός, τον οποίο μπορούσαν να πετύχουν κυρίως με αλλαγές στα επιτόκια. Όσο επιτελούσαν αυτό το θεάρεστο έργο με επιτυχία, η οικονομία θα παρέμενε στη νιρβάνα της σταθερής, απρόσκοπτης ανάπτυξης.
Ο Μπερνάνκε δεν είναι φυσικά άνθρωπος των αγορών, κάποιος τραπεζίτης, ή κάτι σχετικό, που βρέθηκε να έχει καίρια θέση μέσα στο σύστημα. Ένας πανεπιστημιακός είναι, με σχετικά χαμηλή κοινωνική προέλευση, έξυπνος και ‘καλός μαθητής’ που διέπρεψε στις σπουδές του και μετά πρωταγωνίστησε στις ιδεολογικές μόδες της εποχής. Χαρακτηριστική περίπτωση νεοφιλελεύθερου οικονομολόγου που κατάλαβε νωρίς προς τα που φυσούσε ο άνεμος και φρόντισε να τοποθετηθεί σωστά. Τη δεκαετία του 1950 πιθανότατα θα ήταν ένας ακόμη κεϋνσιανός, απ’ αυτούς που η πανεπιστημιακή μηχανή τότε παρήγαγε κατά χιλιάδες, πριν αλλάξουν οι τεχνικές προδιαγραφές κι αρχίσει να βγάζει νεοφιλελεύθερους.
Η άνοδός του στο ανώτατο αξίωμα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας το 2006 δείχνει και τη μεγάλη αλλαγή που έχει επιτελεσθεί κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες της χρηματιστικοποίησης του καπιταλισμού. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ πέρασε στη διεύθυνση ενός κρατικοδίαιτου γραφειοκράτη που δεν έμαθε τα χρηματοπιστωτικά ‘στο πεδίο’, αλλά ξέρει πολύ καλά πως να υμνεί ‘τις αγορές’ τεχνικά. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα νεοφιλελεύθερης αγυρτείας, όπου η μόνη λειτουργία της 'αγοράς' που πραγματικά γνωρίζουν οι πανεπιστημιακοί υμνητές της είναι να κάνουν διαλέξεις και να αμείβονται αδρά, αρκεί φυσικά να λένε αυτά που πρέπει. Οι κρατικοί μηχανισμοί των ώριμων καπιταλιστικών χωρών έχουν κατακλυσθεί από τέτοιους ιεραπόστολους του καπιταλισμού, που στην πράξη είναι γραφειοκράτες της σειράς, με καλές πανεπιστημιακές περγαμηνές.
Ο Μπερνάνκε διαδέχθηκε το ‘μάγο’ Άλαν Γκρίνσπαν, που είχε πολύ διαφορετική προέλευση, αν και ήταν εξίσου νεοφιλελεύθερος. Παρά την τεχνική του επάρκεια, ο νέος πρόεδρος δεν αντιλήφθηκε τι επρόκειτο να συμβεί στην αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία. Όταν όμως ξέσπασε η καταιγίδα, η αλλαγή ήταν εντυπωσιακή. Μπήκε ξαφνικό τέλος στις φλυαρίες της ‘Μεγάλης Μετριοπάθειας’ – χωρίς φυσικά να ειπωθεί ότι επρόκειτο για απίστευτες ανοησίες – και το σύστημα βρέθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η συμβολή του Μπερνάνκε αποδείχθηκε καθοριστική με δύο τρόπους. Πρώτον, κατέβασε τα (δημόσια) επιτόκια περίπου στο μηδέν και, δεύτερον, άρχισε να παρέχει στις τράπεζες άφθονη (δημόσια) ρευστότητα. Σε συνδυασμό με την παροχή (δημόσιων) κονδυλίων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από πλευράς ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η κρίση ξεπεράστηκε με επιτυχία και η κερδοφορία των τραπεζών ανέκαμψε ταχύτατα.
Ο κατακλυσμός πάμφθηνης ρευστότητας συμβάδισε με την αποφυγή σοβαρής δομικής αλλαγής στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα περιόριζε, ή θα αντέστρεφε, την κυριαρχία της χρηματιστικοποίησης. Η πραγματική οικονομία αφέθηκε να ανακάμψει – αν ανέκαμπτε – μέσω χαμηλότερων μισθών και φθηνότερου ενεργειακού κόστους από το σχιστολιθικό αέριο. Δεδομένου του τεράστιου όγκου χρέους που είχε συσσωρευθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας ‘φούσκας’ του Γκρίνσπαν, 2001-2007, ήταν φανερό ότι μια τέτοια διαδικασία ανάκαμψης θα ήταν αργή, επισφαλής και με τεράστιο κόστος για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Για τους προνομιούχους του χρηματοπιστωτικού συστήματος όμως, που είχαν θρασύτατα προστατεύσει τα συμφέροντά τους μέσω κρατικής παρέμβασης, το μέλλον ήταν ξανά λαμπρό, όπως δείχνει η πορεία του Ντάου Τζόουνς, του βασικού δείκτη του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, από το 2004 μέχρι σήμερα.
Dow Jones, Industrial Average
Ο πίνακας δείχνει ότι η φούσκα του 2001-7 δεν είχε επηρεάσει ιδιαίτερα το χρηματιστήριο, κι αυτό ήταν κάτι που βοήθησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα να ανακάμψει. Ήταν κυρίως φούσκα ακινήτων και μόνο προς το τέλος της, το 2006-7, υπήρξε κάποια άνοδος του χρηματιστηρίου. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι οι υποτιθέμενοι παντογνώστες των χρηματιστηρίων άργησαν εξαιρετικά να καταλάβουν τι συνέβαινε με τις τράπεζες και η χρηματιστηριακή πτώση ήταν έντονη μόνο το 2008, όταν πια κατέρρεε το σύμπαν. Δεν υπήρχε όμως λόγος πραγματικής ανησυχίας για τους χρηματιστές. Από το 2009 και μετά μπήκε σε λειτουργία η μηχανή ρευστότητας του Μπερνάνκε και τα πράγματα βελτιώθηκαν θεαματικά.
Την πενταετία που πέρασε ο Ντάιου Τζόουνς ανέβηκε από το χαμηλό των περίπου 6500 μονάδων στα σημερινά επίπεδα άνω των 16000 μονάδων. Η άνοδος ήταν ουσιαστικά απρόσκοπτη και συνεχής, με σχετική επιτάχυνση το 2013. Δεν υπάρχει φυσικά αντιστοίχηση με την πραγματική αμερικανική οικονομία που παρουσιάζει χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και συνεχή προβλήματα στην απορρόφηση της ανεργίας. Πρόκειται για φούσκα, αν κρίνει κανείς από τις αγορές μετοχών με βάση δανεικά (μάρτζιν), τη διόγκωση του λόγου τιμής μετοχών προς κέρδη, την αύξηση της επαναγοράς μετοχών που αποδίδει κέρδη στους κατόχους, κλπ.
Η νέα φούσκα οφείλεται ξεκάθαρα στη ρευστότητα που παρείχε – και συνεχίζει να παρέχει – η κεντρική τράπεζα, η οποία ήταν της τάξης των 85δις δολαρίων το μήνα για μεγάλο διάστημα. Στην ουσία η Φεντ αγόραζε ένα τεράστιο όγκο δημόσιων και ιδιωτικών αξιογράφων από τις τράπεζες, καθαρίζοντας το ισοζύγιό τους και δημιουργώντας τους ασφαλή κέρδη με βάση τη δημόσια ρευστότητα. Ο ‘τεχνικά άρτιος’ οικονομολόγος Μπερνάνκε έκανε αυτό που επί σειρά ετών έκανε και ο ‘μάγος’ Γκρίνσπαν, δηλαδή περιμάζεψε το χάος της προηγούμενης φούσκας δημιουργώντας τα συστατικά μιας νέας, χωρίς να αλλάξει τίποτε δομικό. Η χρηματιστικοποίηση συνεχίστηκε. Τέλος, ο κατακλυσμός ρευστότητας – με την ευγενή συμβολή και των υπόλοιπων κεντρικών τραπεζιτών των ώριμων χωρών – συνέβαλε και στη διόγκωση των κεφαλαιακών ροών προς τις αναπτυσσόμενες χώρες με ότι αυτό συνεπάγεται, κυρίως εντατικοποίηση της χρηματιστικοποίησης και σε αυτές τις χώρες.
Η κατάσταση που κληρονόμησε ο ‘συνετός’ Μπερνάνκε στη Τζάνετ Γέλεν που τον διαδέχθηκε - πανεπιστημιακός κι αυτή, αλλά με διαφορετική εικόνα από τον Μπερνάνκε - είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η άφθονη παροχή ρευστότητας κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσει, καθώς ο ισολογισμός της Φεντ διογκώνεται συνεχώς, ενώ αποκτά εν μέρει προβληματικά αξιόγραφα. Η Γέλεν φαίνεται να έχει ξεκάθαρη εικόνα της πραγματικότητας και μάλλον θα επιμείνει στην περιοριστική πολιτική. Αλλά και μόνο η απειλή του περιορισμού της ρευστότητας – που πήρε τη μορφή περικοπής σε 75δις δολ. το Δεκέμβριο του 2013 – αρκεί για να θέσει σε κίνδυνο όλο το ασταθές οικοδόμημα της ανάκαμψης που έφτιαξε ο Μπερνάνκε. Αφ’ ενός, υπάρχει ο κίνδυνος της αντιστροφής των ροών από τις αναπτυσσόμενες χώρες, που ήδη έφερε την Τουρκία, την Ινδία και άλλες χώρες σε πολύ δύκολη θέση. Αφ’ ετέρου, υπάρχει ο κίνδυνος πολέμου νομισμάτων καθώς καταρρέουν οι ισοτιμίες των αναπτυσσομένων, οδηγώντας πιθανόν σε ενίσχυση του δολαρίου, το οποίο είναι και το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα παγκοσμίως. Ενισχυμένο θα βγει και το ευρώ διότι η σκληρή λιτότητα που επέβαλε η Γερμανία προστάτευσε το ρόλο του ως αποθεματικό νόμισμα. Τέλος, ο κίνδυνος να σκάσει η εγχώρια φούσκα του χρηματιστηρίου δεν είναι αμελητέος, αν η περιστολή της ρευστότητας λάβει διαστάσεις. Τα πυρομαχικά που τότε θα έχει στη διάθεσή της η Γέλεν θα είναι εξαιρετικά περιορισμένα διότι τα επιτόκια είναι ήδη κοντά στο μηδέν, ενώ η ρευστότητα περιορίζεται.
Ποιά η σημασία όλων αυτών για την Ελλάδα που έχει δικά της τραγικά προβλήματα; Η χρηματιστηριακή και η τραπεζική ανάκαμψη από το 2012 και μετά σχετίζεται άμεσα με το άφθονο χρήμα που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες στο παγκόσμιο σύστημα τα τελευταία χρόνια. Άρα ο περιορισμός της ρευστότητας θα λειτουργήσει αρνητικά και στις ελληνικές αγορές. Πέραν όμως αυτού, η πιθανή ενίσχυση του ευρώ θα επιδράσει αρνητικά στις ελληνικές εξαγωγές. Τέλος, αν σημειωθεί αντιστροφή κεφαλαιακών ροών, πλανώνται πλάνην οικτράν όσοι νομίζουν ότι μέρος των κεφαλαίων θα καταλήξει στη χώρα μας συμβάλλοντας στην ανάπτυξη. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον στις ‘αναδυόμενες αγορές’ και πιθανότατα θα υποστεί κι αυτή τις συνέπειες μιας τέτοιας αντιστροφής. Ένα είναι βέβαιο, η νέα κυβέρνηση που μάλλον θα σχηματιστεί το επόμενο διάστημα θα έχει να αντιμετωπίσει πολύ πιο σύνθετα προβλήματα απ’ αυτά που για την ώρα φαντάζεται.