Το ΔΝΤ πρόσφατα έδωσε συγχαρητήρια στην Κύπρο για την πιστή εφαρμογή του Μνημονίου, τουλάχιστον όσον αφορά τα δημοσιονομικά. Η κυπριακή κυβέρνηση φαίνεται ότι θα πετύχει το στόχο της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά 7% του ΑΕΠ το 2013-14. Τονίζοντας τη μεγάλη επιτυχία της, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πρωτογενές έλλειμμα για το 2014 θα είναι 3% και όχι 4,25% του ΑΕΠ. Βιάστηκαν να υπερθεματίσουν οι γνωστοί υποστηρικτές των Μνημονίων στην Αθήνα μιλώντας για την ελληνική κακοδαιμονία σε σύγκριση με την κυπριακή αποτελεσματικότητα..
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, όπως δείχνουν τα πρώτα αποτελέσματα από την έρευνα της κυπριακής οικονομίας που πρόσφατα ξεκίνησε το ερευνητικό δίκτυο RMF στο Λονδίνο σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Προμηθέας στη Λευκωσία, με σκοπό τη διαμόρφωση εναλλακτικού προγράμματος. Ας αφήσουμε κατά μέρος τις επιπτώσεις της σκληρότατης λιτότητας για την παραγωγή και την απασχόληση – το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί τουλάχιστον 8% φέτος και 4% του χρόνου, ενώ η ανεργία ήδη εκτινάχθηκε στο 18%. Το πραγματικό πρόβλημα της κυπριακής οικονομίας ήταν εξαρχής το τραπεζικό σύστημα και όχι τα δημοσιονομικά. Η υπερδιόγκωση και η κρίση του τραπεζικού συστήματος δημιούργησαν τη δημοσιονομική ανισορροπία. Τι επέφερε λοιπόν το πρόγραμμα της Τρόικας στις κυπριακές τράπεζες;
Η βασικότερη αλλαγή ήταν η διάλυση και απορρόφηση της Λαϊκής Τράπεζας από την Τράπεζα Κύπρου, με ταυτόχρονη ανακεφαλαιοποίηση που στηρίχτηκε στο κούρεμα των καταθέσεων για να αναπληρωθούν οι ζημίες. Η τρίτη μεγάλη εμπορική τράπεζα, η Ελληνική, επίσης ανακεφαλαιοποιήθηκε, αλλά χωρίς κούρεμα καταθέσεων. Ο σημαντικός τομέας των Συνεργατικών Τραπεζών, τέλος, ουσιαστικά εθνικοποιήθηκε και τέθηκε υπό κοινή αρχή. Στην πράξη το κυπριακό τραπεζικό σύστημα μετατρέπεται σε ολιγοπώλιο που θα κυριαρχείται από την Τράπεζα Κύπρου. Ο στόχος αυτών των αλλαγών είναι να επέλθει ‘εξυγίανση’ για να στηριχτεί, υποτίθεται, η ανάκαμψη.
Η έρευνα του RMF και του Προμηθέα δείχνει ότι το τραπεζικό σύστημα όχι μόνο δεν ‘εξυγιαίνεται’, αλλά έχει γίνει τελειωτικά χρεοκοπημένο. Η Τρόικα έφτασε στην Κύπρο όταν το σύστημα ήδη βρισκόταν σε συρρίκνωση, την οποία και σαφώς επιτάχυνε. Τη στιγμή αυτή το μέγεθος του κυπριακού τραπεζικού συστήματος είναι περίπου πέντε φορές το ΑΕΠ, ενώ το 2011 ήταν περίπου εννιά. Τα περιουσιακά του στοιχεία χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από καταθέσεις: 33δις εγχώριες, 10 εκτός ΟΝΕ και 4,5δις εντός ΟΝΕ. Η ρευστότητα αυτή παραμένει διαθέσιμη στις τράπεζες κυρίως λόγω των αυστηρών περιορισμών στις τραπεζικές εργασίες και στην κίνηση κεφαλαίων που έχει επιβάλλει η ΕΕ στην Κύπρο, κατά παράβαση των ίδιων της των κανονισμών. Αν αρθούν οι περιορισμοί, μεγάλο μέρος των καταθέσεων θα αποσυρθούν επιταχύνοντας τη συρρίκνωση των τραπεζών.
Ακόμη χειρότερα, οι κυπριακές τράπεζες κατέχουν περίπου 45δις δανείων προς εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Τα δάνεια αυτά συνδέονται άμεσα με την αγορά ακινήτων, ή συχνά έχουν ακίνητα ως εγγύηση. Καθώς οι τιμές ακινήτων συνεχίζουν να υποχωρούν, αλλά κυρίως καθώς η βαθιά ύφεση εξαπλώνεται στην οικονομία, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος θα αποδειχθούν ‘κόκκινα’. Το ποσοστό ίσως ήδη να βρίσκεται στο 40%. Παρουσιάζεται έτσι το ιλαροτραγικό φαινόμενο να δημιουργείται ένα τραπεζικό σύστημα που θα κυριαρχείται από την Τράπεζα Κύπρου, μεγάλο μέρος των δανείων της οποίας θα αποδειχθούν μη εξυπηρετούμενα. Δεν είναι καθόλου απίθανο να χρειαστεί και νέο κούρεμα καταθέσεων. Προφανώς πρόκειται για μεγάλη επιτυχία …
Οι επιπτώσεις αυτών εξελίξεων στην πραγματική οικονομία που στηρίζεται υπέρμετρα στο τραπεζικό σύστημα θα είναι καταστροφικές. Η Κύπρος χρειάζεται επειγόντως εναλλακτικό πρόγραμμα που θα θέτει τις τράπεζες υπό δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο, ενώ θα τις εξυγιαίνει πραγματικά στη βάση κοινωνικών και εθνικών κριτηρίων. Κατόπιν θα χρειαστεί βιομηχανική πολιτική για να πετύχει την αναδιάρθρωση της οικονομίας της, ώστε να ενισχύσει τον πρωτογενή και το δευτερογενή τομέα που έχουν εξασθενήσει απαράδεκτα τις τελευταίες δεκαετίες. Εννοείται ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι περιορισμοί στις τράπεζες και στην κίνηση κεφαλαίων τουλάχιστον μέχρι να επέλθει σχετική σταθεροποίηση.
Είναι άκρως απίθανο ένα τέτοιο πρόγραμμα να μπορεί να εφαρμοστεί εντός της ΟΝΕ. Προς τιμή του όμως το κυπριακό πολιτικό σύστημα δεν έχει μετατρέψει το ζήτημα του ευρώ σε εθνικό φετίχ, όπως δυστυχώς έπραξε το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Διατηρεί έτσι τη δυνατότητα να συζητήσει την πιθανότητα εξόδου με ψυχραιμία και σοβαρότητα, πράγμα αδύνατον για το ελληνικό πολιτικό σύστημα που πλέον αντιμετωπίζει αυτό το καίριο θέμα με ποδοσφαιρικούς όρους. Η κυπριακή αντιπολίτευση μάλιστα επιδιώκει ανοικτά τη διαμόρφωση εθνικού σχεδίου που θα κάνει εφικτή την αντιμετώπιση ακόμη και της εξόδου, αν και όταν αυτή προκύψει, με τρόπο που θα προασπίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά και τις προοπτικές ανάπτυξης. Αν η ελληνική αντιπολίτευση έδειχνε έστω και τώρα κάποια στοιχεία από τη σοβαρότητα της κυπριακής, τα πράγματα θα γίνονταν πολύ καλύτερα και στην Ελλάδα.