Έχει ανάψει για τα καλά η συζήτηση στην ευρωπαϊκή Αριστερά για το μέλλον του ευρώ. Στη Γερμανία το Ντι Λίνκε έχει θέσει το θέμα ανοιχτά και με όρους επιστημονικής έρευνας. Στη Γαλλία υπάρχει συμπαγές ρεύμα απόρριψης του ευρώ που γνωστοί οικονομολόγοι εκφράζουν ακόμη και στις σελίδες του Μοντ Ντιπλοματίκ. Στην Ισπανία εμφανίστηκε συντεταγμένη ομάδα προσωπικοτήτων της Αριστεράς που διαπιστώνει την αποτυχία του κοινού νομίσματος. Ως και το πανευρωπαϊκό δίκτυο Τρανσφόρμ, από τους ακραιφνέστερους υποστηρικτές της ‘ευρωπαϊκής ιδέας’, φαίνεται πλέον να κατάλαβε ότι κάτι δομικό συμβαίνει.
Τα επίδικα της συζήτησης είναι πολλά. Το πρώτο και πιο άμεσο είναι η ανάδειξη του ευρώ σε μηχανισμό λιτότητας και ύφεσης χωρίς ημερομηνία λήξης. Αλλά βέβαια το νόμισμα δεν είναι ποτέ ένα απλό τεχνικό ζήτημα. Το δεύτερο επίδικο είναι το πλήγμα στην δημοκρατία, ιδίως στην περιφέρεια, όπου οι υπερεθνικοί μηχανισμοί του ευρώ και η Τρόικα έχουν καταστρατηγήσει βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, καθώς και την εθνική ανεξαρτησία, για να μην αναφέρουμε την αξιοπρέπεια. Το τρίτο είναι το κοινωνικό υπόβαθρο του ευρώ διότι φυσικά το χρήμα δεν είναι ένα ουδέτερο οικονομικό φαινόμενο. Η ΟΝΕ έχει αναδείχθεί σε μοχλό προώθησης των κυνικότερων συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου σε βάρος της μισθωτής εργασίας και των μικρομεσαίων.
Το τέταρτο και φυσικά δυσκολότερο είναι το τι έχει να προτείνει η Αριστερά. Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι το σαθρό και εκμεταλλευτικό κατασκεύασμα της ΟΝΕ δεν επιδέχεται επιδιόρθωση. Η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα φαντάζει απαραίτητη για τη διασφάλιση της οικονομικής επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και για την προάσπιση των δημοκρατικών και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δεν είναι δυνατόν όμως η Αριστερά να επιδιώκει επιστροφή σε καθεστώς ανταγωνιστικών υποτιμήσεων και συνακόλουθων εθνικών τριβών. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να υπάρξουν ελεγχόμενες ισοτιμίες, συγκράτηση των κερδοσκοπικών τάσεων του μεγάλου κεφαλαίου και ουσιαστική αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών.
Άργησε δυστυχώς πολύ η ευρωπαϊκή Αριστερά να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος, σε αντίθεση με τη Δεξιά. Έπασχε, βλέπετε, από βαρύ ‘ευρωπαϊσμό’, από την πεποίθηση ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ είναι εκ φύσεως προοδευτικά μορφώματα που με τον αγώνα των λαών θα αποκτήσουν πλήρως φιλεργατικό χαρακτήρα. Πίστεψε ότι αυτοί οι μηχανισμοί συνιστούν το διεθνιστικό ξεπέρασμα του εθνικού κράτους, άρα είναι βήμα προς την Ευρώπη των εργαζομένων.
Όταν λοιπόν ξέσπασε η κρίση, πλημμυρίσαμε από ‘ρεαλιστικές’ αριστερές προτάσεις για την επιδιόρθωση του ευρώ – μεταβιβάσεις πόρων, ευρωομόλογα, δανεισμός της κεντρικής τράπεζας και τα παρόμοια. Λογικό ήταν να φανεί η Αριστερά άχρωμη και ανυπόληπτη στα μάτια των εργαζομένων. Που πήγε η ιστορική παράταξη που επιδίωκε να αλλάξει τις σχέσεις εξουσίας στην Ευρώπη, να ανατρέψει τον καπιταλισμό; Αυτή που είχε το κουράγιο να ζητάει δραστικές λύσεις για τα κοινωνικά προβλήματα και δε φοβόταν να το πει; Αποχώρησε από το πεδίο κι επέτρεψε ακόμη και στη φασιστική Δεξιά, τον στυλοβάτη του πιο βάρβαρου καπιταλισμού, να παριστάνει την ‘αντισυστημική’ δύναμη.
Στη χώρα μας το πρόβλημα πήρε ιδιαίτερα έντονη μορφή λόγω της οξύτητας της κρίσης. Οι κυβερνήσεις της τελευταίας τριετίας έθεταν συνεχώς τον ελληνικό λαό μπροστά στο εκβιαστικό δίλημμα ‘Μνημόνιο ή έξοδος από το ευρώ’, ενώ η Αριστερά αγωνίζονταν να τον πείσει ότι το πρόβλημα είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική, η γερμανική υπεροψία, η διεθνής κρίση, οτιδήποτε άλλο εκτός από το νόμισμα. Οι αφελέστεροι διατράνωναν τη θέση ότι το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός. Λες και θα μπορούσε να είναι η φεουδαρχία … Ή λες και θα μπορούσαν να ανατραπούν οι καπιταλιστικές σχέσεις χωρίς συγκεκριμένες απαντήσεις στα συγκεκριμένα προβλήματα της κρίσης.
Μεγάλο μέρος της ευθύνης έχει βέβαια η διανόηση όλων των αποχρώσεων. Με το πείσμα του προσήλυτου, αλλά και την ανασφάλεια του επαρχιώτη που επιτέλους πέρασε στα μεγάλα σαλόνια, η ελληνική διανόηση διεκδίκησε βραβείο ‘ευρωπαϊσμού’ την ώρα που η χώρα καταστρέφονταν και η Ευρώπη έμπαινε στην δίνη ιστορικής αλλαγής.
Η συζήτηση που σταδιακά γιγαντώνεται στην Ευρώπη έχει μεγάλη σημασία για την αναγέννηση της Αριστεράς. Αργά ή γρήγορα, θα βρει τον αντίκτυπό της και στην Ελλάδα. Ίσως τότε κι εμείς αποκτήσουμε ρηξικέλευθη Αριστερά με ουσιαστικές απαντήσεις στα κοινωνικά και εθνικά προβλήματα.
Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 8 Σεπτεμβρίου 2013
Τα επίδικα της συζήτησης είναι πολλά. Το πρώτο και πιο άμεσο είναι η ανάδειξη του ευρώ σε μηχανισμό λιτότητας και ύφεσης χωρίς ημερομηνία λήξης. Αλλά βέβαια το νόμισμα δεν είναι ποτέ ένα απλό τεχνικό ζήτημα. Το δεύτερο επίδικο είναι το πλήγμα στην δημοκρατία, ιδίως στην περιφέρεια, όπου οι υπερεθνικοί μηχανισμοί του ευρώ και η Τρόικα έχουν καταστρατηγήσει βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, καθώς και την εθνική ανεξαρτησία, για να μην αναφέρουμε την αξιοπρέπεια. Το τρίτο είναι το κοινωνικό υπόβαθρο του ευρώ διότι φυσικά το χρήμα δεν είναι ένα ουδέτερο οικονομικό φαινόμενο. Η ΟΝΕ έχει αναδείχθεί σε μοχλό προώθησης των κυνικότερων συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου σε βάρος της μισθωτής εργασίας και των μικρομεσαίων.
Το τέταρτο και φυσικά δυσκολότερο είναι το τι έχει να προτείνει η Αριστερά. Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι το σαθρό και εκμεταλλευτικό κατασκεύασμα της ΟΝΕ δεν επιδέχεται επιδιόρθωση. Η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα φαντάζει απαραίτητη για τη διασφάλιση της οικονομικής επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και για την προάσπιση των δημοκρατικών και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δεν είναι δυνατόν όμως η Αριστερά να επιδιώκει επιστροφή σε καθεστώς ανταγωνιστικών υποτιμήσεων και συνακόλουθων εθνικών τριβών. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να υπάρξουν ελεγχόμενες ισοτιμίες, συγκράτηση των κερδοσκοπικών τάσεων του μεγάλου κεφαλαίου και ουσιαστική αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών.
Άργησε δυστυχώς πολύ η ευρωπαϊκή Αριστερά να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος, σε αντίθεση με τη Δεξιά. Έπασχε, βλέπετε, από βαρύ ‘ευρωπαϊσμό’, από την πεποίθηση ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ είναι εκ φύσεως προοδευτικά μορφώματα που με τον αγώνα των λαών θα αποκτήσουν πλήρως φιλεργατικό χαρακτήρα. Πίστεψε ότι αυτοί οι μηχανισμοί συνιστούν το διεθνιστικό ξεπέρασμα του εθνικού κράτους, άρα είναι βήμα προς την Ευρώπη των εργαζομένων.
Όταν λοιπόν ξέσπασε η κρίση, πλημμυρίσαμε από ‘ρεαλιστικές’ αριστερές προτάσεις για την επιδιόρθωση του ευρώ – μεταβιβάσεις πόρων, ευρωομόλογα, δανεισμός της κεντρικής τράπεζας και τα παρόμοια. Λογικό ήταν να φανεί η Αριστερά άχρωμη και ανυπόληπτη στα μάτια των εργαζομένων. Που πήγε η ιστορική παράταξη που επιδίωκε να αλλάξει τις σχέσεις εξουσίας στην Ευρώπη, να ανατρέψει τον καπιταλισμό; Αυτή που είχε το κουράγιο να ζητάει δραστικές λύσεις για τα κοινωνικά προβλήματα και δε φοβόταν να το πει; Αποχώρησε από το πεδίο κι επέτρεψε ακόμη και στη φασιστική Δεξιά, τον στυλοβάτη του πιο βάρβαρου καπιταλισμού, να παριστάνει την ‘αντισυστημική’ δύναμη.
Στη χώρα μας το πρόβλημα πήρε ιδιαίτερα έντονη μορφή λόγω της οξύτητας της κρίσης. Οι κυβερνήσεις της τελευταίας τριετίας έθεταν συνεχώς τον ελληνικό λαό μπροστά στο εκβιαστικό δίλημμα ‘Μνημόνιο ή έξοδος από το ευρώ’, ενώ η Αριστερά αγωνίζονταν να τον πείσει ότι το πρόβλημα είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική, η γερμανική υπεροψία, η διεθνής κρίση, οτιδήποτε άλλο εκτός από το νόμισμα. Οι αφελέστεροι διατράνωναν τη θέση ότι το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός. Λες και θα μπορούσε να είναι η φεουδαρχία … Ή λες και θα μπορούσαν να ανατραπούν οι καπιταλιστικές σχέσεις χωρίς συγκεκριμένες απαντήσεις στα συγκεκριμένα προβλήματα της κρίσης.
Μεγάλο μέρος της ευθύνης έχει βέβαια η διανόηση όλων των αποχρώσεων. Με το πείσμα του προσήλυτου, αλλά και την ανασφάλεια του επαρχιώτη που επιτέλους πέρασε στα μεγάλα σαλόνια, η ελληνική διανόηση διεκδίκησε βραβείο ‘ευρωπαϊσμού’ την ώρα που η χώρα καταστρέφονταν και η Ευρώπη έμπαινε στην δίνη ιστορικής αλλαγής.
Η συζήτηση που σταδιακά γιγαντώνεται στην Ευρώπη έχει μεγάλη σημασία για την αναγέννηση της Αριστεράς. Αργά ή γρήγορα, θα βρει τον αντίκτυπό της και στην Ελλάδα. Ίσως τότε κι εμείς αποκτήσουμε ρηξικέλευθη Αριστερά με ουσιαστικές απαντήσεις στα κοινωνικά και εθνικά προβλήματα.
Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 8 Σεπτεμβρίου 2013