Από την πρώτη στιγμή η Τρόικα
και η εγχώρια παράταξή της μιλούν για μεταρρυθμίσεις θέλοντας να
νομιμοποιήσουν τα όσα έχουν κάνει. Συχνά εννοούν πρακτικές
αλλαγές, όπως για παράδειγμα την ηλεκτρονική στήριξη του φορολογικού
συστήματος, ή τις μεταβολές στο οργανόγραμμα διαφόρων υπουργείων. Τέτοιες τεχνικές
βελτιώσεις στη λειτουργία του κράτους προσδίδουν αίγλη στην ιδέα των
μεταρρυθμίσεων, αλλά φυσικά δεν είναι αυτό που εννοεί η κυβέρνηση Σαμαρά. Άλλου
είδους αλλαγές έχουν στο μυαλό τους οι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού.
Είναι καταρχήν εντυπωσιακή η μεταβολή
στην πολιτική χρήση του όρου ‘μεταρρύθμιση’, ο οποίος ανήκει κυρίως στο
πολιτικό λεξιλόγιο της Αριστεράς. Ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, μέλος του προσωπικού
κύκλου των Μαρξ και Ένγκελς, έγραψε ένα περίφημο βιβλίο ισχυριζόμενος ότι η
βαθμιαία μεταρρύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η μόνη ρεαλιστική
προοπτική για κοινωνική πρόοδο. Στο ‘ρεφορμισμό’ του Μπερνστάιν αντιτάχθηκε το ‘επαναστατικό’
ρεύμα που, χωρίς να διαφωνεί ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες,
ισχυρίστηκε ότι μόνο η ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να φέρει πραγματική
κοινωνική πρόοδο και σοσιαλισμό.
Για το συντηρητικό στρατόπεδο,
από την άλλη, ο όρος ‘μεταρρύθμιση’ ήταν παραδοσιακά προβληματικός. Ο
συντηρητικός κοιτάει δύσπιστα τις μεταρρυθμίσεις και απορρίπτει ολοσχερώς την
ιδέα της επανάστασης. Είναι επίσης αλλεργικός προς την κοινωνική μηχανική,
δηλαδή την προσπάθεια να αλλάξουν τα πράγματα μέσω συνειδητής παρέμβασης από το
κράτος. Η κοινωνία έχει ένα θεσμικό και αξιακό πυρήνα που προκύπτει από
οργανική εξέλιξη και δε χρειάζεται ευφάνταστες μεταβολές.
Η κυριαρχία του
νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες έχει φέρει τα πάνω κάτω,
μετατρέποντας το συντηρητικό στρατόπεδο σε υπέρμαχο των μεταρρυθμίσεων και
κάνοντας την Αριστερά να εμφανίζεται ως δύναμη παρωχημένη. Η μεταστροφή ήταν
εξαιρετικά εμφανής στη νεολαία που πλέον κοιτάει δύσπιστα την Αριστερά, ενώ
ιστορικά ήταν η κύρια πηγή της δύναμής της. Ο πυρήνας του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού
έχει δύο χαρακτηριστικά.
Το πρώτο είναι η απόλυτη
πεποίθηση ότι το ‘ιδιωτικό είναι καλό, ενώ το δημόσιο είναι κακό’. Ή, αν
θέλετε, ‘η αγορά είναι καλή, ενώ το κράτος είναι κακό’. Τι κι αν πλήθος
επιστημονικών έργων έχουν καταδείξει ότι τα δίπολα αυτά είναι κενά περιεχομένου;
Τι κι αν η απλή ιστορική εμπειρία, με κυρίαρχο παράδειγμα την Κίνα, πιστοποιεί
ότι ο δημόσιος τομέας και το κράτος παίζουν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη; Ο
νεοφιλελεύθερος ‘ξέρει’ ότι το δημόσιο πρέπει να περιοριστεί.
Το δεύτερο είναι η εξίσου
απόλυτη πεποίθηση ότι για να υπάρξει οικονομική πρόοδος χρειάζονται
μεταρρυθμίσεις στο χώρο της εργασίας. Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει
χαμηλότερους μισθούς και χειρότερες συνθήκες εργασίας. Τι κι αν σειρά ερευνητών
έχουν δείξει ότι το αποτέλεσμα συνήθως είναι πτώση της ζήτησης, μεγαλύτερη
ανισότητα, υψηλή ανεργία και χαμηλή ανάπτυξη; Ο νεοφιλελεύθερος ‘ξέρει’ ότι
πρέπει να επιβληθεί πόνος στον κόσμο της εργασίας για να υπάρξει πρόοδος.
Εν ολίγοις, το περιεχόμενο του
νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού που επιχειρείται να επιβληθεί με το έτσι θέλω στη
χώρα μας, φτάνοντας ακόμη και σε άμυαλες ακρότητες τύπου ΕΡΤ, είναι η βίαιη
μεταβολή της κοινωνικής ισορροπίας υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας. Θα
αποδιαρθρώσει το κράτος πλήττοντας την κοινωνική πρόνοια στην υγεία, την
παιδεία, τη στέγαση και ούτω καθεξής, ενώ θα φέρει χαμηλότερους ρυθμούς
ανάπτυξης και άρα χαμηλότερα εισοδήματα για τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα.
Πρόκειται για παράδειγμα κοινωνικής μηχανικής που επιβάλλεται από τα πάνω και
ζημιώνει σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Συνεπώς απαιτεί ολοένα και πιο
αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, ακόμη και ευθεία άρνηση της δημοκρατίας.
Δεν υπάρχει βέβαια καμία
αμφιβολία ότι η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως θα πρέπει να
μεταβάλλουν το κοινωνικό ισοζύγιο στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή υπέρ
της εργασίας. Για παράδειγμα:
Είναι απαραίτητο να
εξορθολογιστεί ο τομέας της διανομής περιορίζοντας αποφασιστικά την ισχύ των
πολυεθνικών που ακόμη και τώρα χρεώνουν πολύ υψηλές τιμές.
Πρέπει να επιβληθεί δημόσια
ιδιοκτησία και έλεγχος επί των αποτυχημένων ιδιωτικών τραπεζών, που επιβιώνουν
μόνο χάριν στη γαλαντομία του ελληνικού λαού.
Απαραίτητη είναι και η
δραστική μεταρρύθμιση στο φορολογικό πεδίο, ώστε να αρχίσει να επιτελείται η
αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου που χρειάζεται η Ελλάδα.
Τίποτε από όλα αυτά δε
πρόκειται βέβαια να γίνει αν δεν υπάρξει εκ βάθρων κάθαρση της κρατικής
μηχανής.
Το πρόβλημα δεν είναι να
πειστούν οι Έλληνες ότι η χώρα χρειάζεται ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Ποιός
δεν το βλέπει άλλωστε; Το πρόβλημα είναι να υπάρξουν εφαρμόσιμες προτάσεις που θα
πείθουν την πλειοψηφία, ενώ παράλληλα θα βάζουν τη χώρα σε δρόμο βαθιάς
κοινωνικής αλλαγής. Η φυσική πολιτική δύναμη που πρέπει να καταθέσει τέτοιες
προτάσεις είναι η Αριστερά, η οποία έχει και την πλουσιότερη παράδοση στο θέμα.
Το ερώτημα είναι αν θα τα καταφέρει.