Το νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια θα έρθει σύντομα στη Βουλή και όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα βασιστεί στην άνετη πλειοψηφία που διαθέτει, καθώς και στην έλλειψη αντιπολίτευσης, για να το περάσει. Είναι έτοιμη να αγνοήσει τις εντονότατες αντιδράσεις φοιτητών και διδακτικού προσωπικού και να προχωρήσει σε αλλαγές που είναι βαθιά προβληματικές. Οι λόγοι για τους οποίους το κάνει - και τα πιθανά αποτελέσματα - θέλουν σκέψη.
Η κατάσταση της ανώτατης παιδείας
Ας αρχίσουμε με μερικά στοιχεία για την ανώτατη παιδεία. Η Ελλάδα είναι μια από τις 12 χώρες του ΟΟΣΑ (στις 38) στις οποίες η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι λιγότερο συνηθισμένη από τη δευτεροβάθμια για τις ηλικίες 25-34. Κοινώς, δεν διαθέτουμε ιδιαίτερα πολλούς πτυχιούχους πανεπιστημίου.
Το πανεπιστημιακό πτυχίο προσφέρει βέβαια πολύ καλύτερες προοπτικές εργασίας (και καλύτερη δουλειά), ιδίως για τις γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες. Προσφέρει επίσης καλύτερο μισθό. Το 2018, στις ηλικίες 25-64, όσοι είχαν τριτοβάθμια παιδεία αμείβονταν κατά μέσο όρο με σχεδόν τα διπλάσια από αυτούς που δεν είχαν καν δευτεροβάθμια.
Δεν ξαφνιάζει, λοιπόν, ότι το ποσοστό των νέων 18-24 σε σπουδές είναι 66% σε σύγκριση με 54% στον ΟΟΣΑ. Μάλιστα, το ποσοστό των νεοεισερχομένων στα νομικά, διοίκηση επιχειρήσεων, κ.λπ., είναι υψηλό (20%), ενώ είναι σχετικά λίγοι όσοι σπουδάζουν τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρονικά, κ.λπ.
Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο είναι όμως η έλλειψη πόρων. Το 2019 ο μέσος όρος δαπάνης για την παιδεία συνολικά στον ΟΟΣΑ ήταν 4,9% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν 3,7%. Η παιδεία απορροφά το 10,6% της δημόσιας δαπάνης στον ΟΟΣΑ και μόλις το 6,9% στην Ελλάδα. Η χώρα μας είναι πολύ πιο κάτω αναλογικά από τη Χιλή, τη Νότια Αφρική, τη Βραζιλία και το Μεξικό.
Με χρηματικούς όρους, η ετήσια δημόσια δαπάνη κατά κεφαλή για την παιδεία το 2023 ήταν περίπου $6000, σε σύγκριση με $12000 κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ. Για την τριτοβάθμια τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα και η φτώχεια της είναι εξίσου εμφανής στο διδακτικό προσωπικό – έχει χαθεί το ένα τρίτο του συνόλου των θέσεων από το 2008-9 και άρα χειροτέρεψε πολύ η αναλογία φοιτητών προς διδάσκοντες.
Συνοπτικά, η τριτοβάθμια παιδεία ανοίγει τις πόρτες για καλύτερη δουλειά και οι ελληνικές οικογένειες επιδιώκουν συστηματικά να στείλουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο. Συχνά σηκώνουν πολύ μεγάλο βάρος στέλνοντάς τα στο εξωτερικό – 40000 φοιτητές το 2023, περίπου 5% του συνόλου. Δεν έχουμε ιδιαίτερα πολλούς πτυχιούχους, αλλά η κατανομή των νεοεισερχομένων δεν αντιστοιχεί με την τεχνολογική κατεύθυνση των σύγχρονων οικονομιών. Το καθοριστικό στοιχείο στην αδυναμία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι η κραυγαλέα έλλειψη πόρων.
Το νομοσχέδιο Μητσοτάκη-Πιερρακάκη
Τι κάνει απέναντι σε όλα αυτά το νομοσχέδιο Μητσοτάκη-Πιερρακάκη; Τίποτε που να πηγαίνει στην καρδιά του προβλήματος. Μπορεί όμως να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα.
Η έλλειψη επαρκών προδιαγραφών για τα προτεινόμενα ιδιωτικά πανεπιστήμια έχει ήδη καταγραφεί στη δημόσια συζήτηση. Ο κατάλογος είναι μακρύς: τελείως ιδιόμορφο νομικό καθεστώς Νομικού Προσώπου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), ελάχιστο παράβολο 500000 ευρώ και εγγυητική επιστολή τραπέζης, τρεις μόλις σχολές ανά ίδρυμα (ή και μόνο μια σε περίπτωση συνεργασίας με κορυφαίο πανεπιστήμιο του εξωτερικού), πολύ περιορισμένα προσόντα διδασκόντων, ελάχιστη πρόβλεψη για υλικοτεχνική υποδομή και βιβλιοθήκη, αμελητέος έλεγχος του προγράμματος σπουδών από τις δημόσιες αρχές, κ.ο.κ. Επίσης, οι βάσεις εισαγωγής στην πράξη θα είναι χαμηλότερες από τα δημόσια πανεπιστήμια επιτρέποντας την είσοδο παιδιών με χειρότερες επιδόσεις, αλλά υψηλότερο εισόδημα που καλύπτει την πληρωμή των διδάκτρων.
Πέρα από τις επιμέρους αδυναμίες του, το νομοσχέδιο είναι κατάφωρα αντισυνταγματικό και ανοίγει την πόρτα για περαιτέρω καταστρατήγηση των δημοκρατικών θεσμών. Έχει μεγάλη σημασία ότι η κυριότερη δικαιολογία που εκτενώς χρησιμοποιείται στην αιτιολογική έκθεση είναι η ενίσχυση της «εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου».
Πιο ξεκάθαρη παραδοχή του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», αλλά και της υποτέλειας της χώρας μας, δύσκολα θα βρει κανείς. Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση διακηρύσσει ότι το αυθαίρετο σώμα νόμων της ΕΕ, που συνεχώς γίνεται μεγαλύτερο καθώς προστίθενται καινούργιοι νόμοι με ελάχιστο, ή και κανένα, δημοκρατικό έλεγχο, είναι υπέρτερο του Ελληνικού Συντάγματος σε ένα θέμα που αγγίζει ολόκληρη την κοινωνία.
Ποιος θα επενδύσει;
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, ποιος θα ανοίξει τα νέα πανεπιστήμια;
Να σημειωθεί καταρχάς ότι ήδη υπάρχουν στη χώρα μας πάνω από 30 ιδιωτικά κολλέγια που συνεργάζονται κυρίως με βρετανικά πανεπιστήμια και δίνουν ξένα πτυχία που υποτίθεται ότι ισοδυναμούν στην αγορά με τα ελληνικά. Το επίπεδό τους είναι γενικά χαμηλό και η λειτουργία τους στοχεύει στο κέρδος των ιδιοκτητών τους.
Το νομοσχέδιο Μητσοτάκη-Πιερρακάκη προσβλέπει όμως στην ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που θα λειτουργούν σε μη κερδοσκοπική βάση. Πάντα υπάρχει η δυνατότητα χρηματικών απολαβών για όσους εμπλέκονται στη λειτουργία μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, για παράδειγμα, από προγράμματα έρευνας. Αλλά η προτεινόμενη δομή των ΝΠΠΕ δεν προκρίνει την άμεση απόσπαση ιδιωτικού κέρδους.
Εκατοντάδες πανεπιστημίων, κυρίως αμερικανικών και βρετανικών, εμπλέκονται σε διαδικασίες παγκοσμιοποίησης της τριτοβάθμιας παιδείας και λειτουργούν στην ουσία ως κλάδοι εξαγωγής πτυχίων. Η πρώτη και κύρια πλευρά είναι οι ξένοι φοιτητές που έρχονται για σπουδές – πάνω από ένα εκατομμύριο στις ΗΠΑ και από 600000 στη Βρετανία. Αποτελούν ζωτικό πόρο εσόδων, ιδίως για πανεπιστήμια μεσαίας και χαμηλής εμβέλειας.
Στη Βρετανία, για παράδειγμα, όπου τα πανεπιστήμια είναι μη κερδοσκοπικά, το μέτρο είναι η «μονάδα πόρων», δηλαδή το εισόδημα (δίδακτρα συν κρατική χορηγία) κατά κεφαλή. Αν ανεβαίνει, τότε το πανεπιστήμιο έχει κίνητρο για να προσελκύσει και άλλους ξένους φοιτητές, όπως και για να κάνει συνεργασίες με ξένα πανεπιστήμια. Αυτή είναι η βάση στην οποία μια σειρά μέτριων βρετανικών πανεπιστημίων έκαναν συμφωνίες με ιδιωτικά κολλέγια στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Το παρόν νομοσχέδιο δεν έχει τέτοιο στόχο. Εκεί που φαίνεται να προσβλέπει είναι στη δημιουργία διεθνούς κέντρου παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, που είναι η άλλη πλευρά της παγκοσμιοποίησης της τριτοβάθμιας παιδείας. Συγκεκριμένα, τα μεγάλα αγγλοσαξωνικά και άλλα πανεπιστήμια έχουν πρωτοστατήσει στη δημιουργία διεθνών κέντρων παιδείας που βρίσκονται κυρίως στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην Ινδία, τη Μαλαισία και αλλού. Λειτουργούν στη βάση διδάκτρων και προσελκύουν συνήθως φοιτητές από τον Παγκόσμιο Νότο. Το νομοσχέδιο επιδιώκει να βάλει τη χώρα μας σε αυτό το παιχνίδι.
Ποιος κερδίζει;
Τι θα είχε να κερδίσει η ελληνική οικονομία και κοινωνία από μια τέτοια εξέλιξη; Τίποτε που θα έλυνε το βαθύ πρόβλημα της παιδείας. Το πιθανότερο μάλιστα είναι ότι θα έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Ο κύριος λόγος είναι ότι θα υπέσκαπτε ακόμη περισσότερο τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης παιδείας, συμπαρασύροντας τα δημόσια πανεπιστήμια στη λογική της ιδιωτικής διαχείρισης, του ανταγωνισμού για προγράμματα, του συνεχούς υπολογισμού κέρδους και ζημίας, καθώς και της συνεργασίας με επιχειρηματικούς φορείς με στόχο την αγορά.
Τα Μέρη Β’ και Γ’ του επίμαχου νομοθετήματος, που προηγούνται αυτού για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αναφέρονται ευθέως στη λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων και δείχνουν ακριβώς σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Τα αρνητικά αποτελέσματα για τα δημόσια πανεπιστήμια είναι προφανή και έχουν συχνά αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία. Μετατρέπονται σε κυνηγούς πελατών, υποβιβάζουν το επίπεδο σπουδών και πιέζουν ανελέητα τους διδάσκοντες. Παράλληλα, αντιμετωπίζουν συνεχώς προβλήματα οικονομικής επιβίωσης. Οι κερδισμένοι είναι πολύ συγκεκριμένα εγχώρια συμφέροντα που εκμεταλλεύονται τη στενότερη σχέση με διεθνή πανεπιστήμια, για παράδειγμα, ο κλάδος παροχής ιδιωτικών ιατρικών υπηρεσιών.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέσα στην αλαζονεία και τη μετριότητα που τη δέρνει, φαίνεται επίσης να πιστεύει ότι το νομοσχέδιο θα ανοίξει το δρόμο για συνεργασίες πανεπιστημίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες βρίσκονται στην καρδιά της σημερινής βιομηχανίας και έχουν μετατρέψει τα πανεπιστήμια ορισμένων χωρών σε μεγάλες επιχειρήσεις. Η τεράστια συγκέντρωση τέτοιων δραστηριοτήτων στο Κέμπριτζ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αν πραγματικά το πιστεύει η κυβέρνηση, τότε πρόκειται για μια ακόμη περίπτωση της μυλωνούς και του άντρα της, ή μάλλον των αυγών και της βαφής τους, σε λαϊκά ελληνικά. Τέτοιες κινήσεις απαιτούν καταρχάς συντεταγμένη βιομηχανική πολιτική, το άκουσμα και μόνο της οποίας προκαλεί αλλεργία στην κυβέρνηση. Απαιτούν επίσης σημαντικότατους πόρους για την παιδεία και κυρίως συγκέντρωση ικανού ερευνητικού και διδακτικού δυναμικού. Τίποτε από αυτά δεν υπάρχει στην Ελλάδα.
Το νομικό κατασκεύασμα Μητσοτάκη-Πιερρακάκη δεν θα λύσει το πρόβλημα της ανώτατης παιδείας της χώρας μας. Δεν προσφέρει πλεονεκτήματα και πιθανότατα θα επιδεινώσει τα πράγματα. Έχουν δίκιο όσοι αγωνίζονται για να μην περάσει.