Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Η ζωή εν τάφω για την ελληνική οικονομία


Οικονομική στασιμότητα, κοινωνική ανισότητα, πολιτική χρεοκοπία

Ο ακριβέστερος χαρακτηρισμός της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας είναι η σταθερότητα του νεκροταφείου. Μόλις στις 20 Νοεμβρίου, για παράδειγμα, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι ο κύκλος εργασιών της βιομηχανίας μειώθηκε κατά 0,8% τον Σεπτέμβριο. Ο δείκτης υποχωρεί εδώ και περίπου ένα εξάμηνο. Η πολυθρύλητη βιομηχανική ανάκαμψη, στην οποία τόσες κυβερνητικές ελπίδες ακούμπησαν στο τέλος του 2016 και τις αρχές του 2017, απλώς δεν υπάρχει. 

Εύκολα θα μπορούσε κανείς να παραθέσει πλήθος άλλων δεικτών, όπως για τις λιανικές πωλήσεις, τις εξαγωγές και εισαγωγές, τις επενδύσεις, την κατανάλωση, και ούτω καθεξής, αλλά δεν συντρέχει λόγος. Η πραγματικότητα είναι προφανής και είναι αυτή ακριβώς που οποιοσδήποτε λογικός οικονομολόγος θα προέβλεπε ήδη από το 2013-14. Η ελληνική οικονομία έχει σταθεροποιηθεί σε σχέση με το 2009-10, χωρίς να διαφαίνεται καμία σημαντική δυναμική ανάπτυξης.

Μεγάλα κοινωνικά στρώματα έχουν εξουθενωθεί και αποδέχονται καρτερικά την κατάσταση. Η κωλοτούμπα του Αλέξη Τσίπρα το 2015 σκότωσε την ελπίδα για τα λαϊκά, τα εργατικά, τα αγροτικά και τα μικρομεσαία στρώματα. Με κανένα τρόπο όμως δεν συναινούν σε ό, τι συμβαίνει, όπως δείχνει η εξαιρετική τελυταία έρευνα της Public Issue. Αποδέχονται τη μνημονιακή πραγματικότητα χωρίς να αντιδρούν δυναμικά, αλλά δεν συναινούν και έχουν βουβή αποστροφή. Το παράδοξο αυτό έχει μεγάλη σημασία για τις πολιτικές εξελίξεις.

Πιο συγκεκριμένα, η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση σε όσους πέρασαν την κρίση με τις μικρότερες απώλειες, δηλαδή κυρίως στα ανώτερα στρώματα. Δεν υπάρχει πλέον ούτε αιδώς, ούτε διστακτικότητα στο να προβάλλει κανείς την ευμάρειά του. Μια απλή βόλτα στο κέντρο των Αθηνών αρκεί για να δείξει το ανελέητο ταξικό στρώμα που έφτιαξαν τα μνημόνια, το οποίο χαίρεται την άνεσή του και δε ντρέπεται να τη δείξει στους άνεργους, τους φτωχούς, τη μεγάλη μάζα που συνεχώς προσθέτει και διαιρεί τα λεπτά του κάθε ευρώ.  

Παράλληλα, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στο φορολογικό και το ασφαλιστικό έχει αυξήσει τα βάρη για τη μεγάλη μάζα των μεσαίων στρωμάτων, προσφέροντας όμως σχετική προστασία στα χαμηλότερα. Πρόκειται για μια πολιτική αναδιανομής που δεν έχει τίποτε το αριστερό, καθώς αναδιανέμει τη φτώχεια από το ένα κομμάτι των εργαζομένων στο άλλο. Η κοινωνική πίεση είναι τεράστια, αλλά δίνει κάποια εκλογικά πλεονεκτήματα και, για την ώρα, συμβάλλει στην έλλειψη αντίδρασης.

Τέλος, η αποστροφή προς το πολιτικό σύστημα δεν εκφράζεται πια με θυμό, ή με λεκτικές και άλλες επιθέσεις στους πολιτικούς, όπως γινόταν στις αρχές της κρίσης. Υπάρχει όμως βαθιά απαξίωση, ιδίως ανάμεσα στη νεολαία. Τίποτε δεν είχε τελικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα να προσφέρει στη χώρα μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Ειδικευμένοι στο καθημερινό μεροδούλι-μεροφάι της συναλλαγής, χωρίς ευρύτερο όραμα για τη χώρα, οι Έλληνες πολιτικοί έγιναν έρμαια των δανειστών. Δυστυχώς η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ ενέταξε και την Αριστερά στην ίδια συνομοταξία, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να επανεμφανιστούν και τα φαντάσματα της «Κεντροαριστεράς» διεκδικώντας ρόλο στα πράγματα.

Για την αναγέννηση της ελπίδας

Και τώρα τι; Η πολιτική είναι καταρχήν ο δημόσιος λόγος, αυτός που γίνεται κοινωνική πραγματικότητα. Στην Ελλάδα ο δημόσιος λόγος συνόψισε καθαρά τους δύο δρόμους που είχε μπροστά της η χώρα από την αρχή της κρίσης. 

Ο πρώτος ήταν να αποδεχθεί την πολιτική των δανειστών, κάνοντας «εσωτερική υποτίμηση», εφαρμόζοντας πρωτοφανή λιτότητα, ιδιωτικοποιώντας και «μεταρρυθμίζοντας». Ο δεύτερος ήταν να εφαρμόσει δική της πολιτική κάνοντας στάση πληρωμών στο χρέος, βγαίνοντας από το ευρώ και υλοποιώντας βαθιές τομές στην οικονομία και τη δημόσια διοίκηση. Για ένα διάστημα ο Αλέξης Τσίπρας, με τη θερμή σύμπραξη του Γιάνη Βαρουφάκη, ισχυρίστηκε ότι υπήρχε και ένας ακαθόριστος τρίτος δρόμος, κερδίζοντας έτσι τις εκλογές του 2015. Αλλά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε του εξήγησε τη φύση της πραγματικότητας.

Ο δρόμος της «εσωτερικής υποτίμησης» υποστηρίχθηκε από μια στρατιά τραπεζιτών, βιομηχάνων, πολιτικών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων – δηλαδή ολόκληρο το ελληνικό κατεστημένο. Δεν υπήρξε ποτέ «κόμμα της δραχμής» στην Ελλάδα, αλλά μόνο «κόμμα του ευρώ», αποφασισμένο, σκληρό και ανυποχώρητο. Ο άλλος δρόμος παρουσιάστηκε από μεμονωμένες φωνές που αρχικά λοιδορήθηκαν, αλλά σταδιακά βρήκε απήχηση. Έδρασε πολιτικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ποτέ να εισχωρήσει στον ηγετικό κύκλο του Αλέξη Τσίπρα. Ηττήθηκε το καλοκαίρι του 2015 και γι’ αυτό έχει και ο ίδιος τις ευθύνες του.   

Ο πολιτικός θρίαμβος της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι η τραγωδία της χώρας. Παρά τα όσα ισχυρίζονται διάφοροι δημοσιογράφοι – και όχι μόνο – για τη σημερινή κατάσταση δεν φταίει ούτε το στραβό μας το κεφάλι, ούτε η ελληνική ιδιαιτερότητα, η οποία υποτίθεται ότι δεν επιτρέπει τις «μεταρρυθμίσεις» και αποτρέπει το κύμα των ξένων επενδύσεων που είναι έτοιμο να μας εκτοξεύσει. Φταίνε τα ίδια τα μνημόνια που ήταν εξαρχής σχεδιασμένα για να εξυπηρετήσουν τους δανειστές και δεν έχουν ουσιαστικό αναπτυξιακό περιεχόμενο. 

Στο ελάχιστο δεν έχει αλλάξει η προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας μετά από επτά χρόνια. Η Ελλάδα παραμένει μια χώρα υπηρεσιών χαμηλής ανταγωνιστικότητας, με αδύναμη βιομηχανία που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στις εισαγωγές, και με μη ανταγωνιστική γεωργία που πλέον πνίγεται. Το μόνο που άλλαξε είναι η φτώχεια που έφερε η «εσωτερική υποτίμηση» και η όξυνση των ταξικών διαφορών. Όσο η χώρα θα αποδέχεται το πλαίσιο που έθεσαν οι δανειστές, τόσο θα βολοδέρνει με χαμηλή και ασταθή ανάπτυξη, τη νεολαία να φεύγει στο εξωτερικό, τις ανισότητες να γιγαντώνονται, τη βαριά φορολογία, τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και τους συνταξιούχους στη φτώχεια.

Για να βγει η Ελλάδα από το αδιέξοδο θα πρέπει να πάρει τον άλλο δρόμο. Αντίθετα με όσα έχουν κατά κόρον γραφεί και λεχθεί, αυτός είναι πάντα παρών και τα βήματά του είναι επεξεργασμένα. Θα χρειαστούν φυσικά περαιτέρω προσαρμογή, καθώς οι συνθήκες στην ΕΕ και γενικότερα μεταβάλλονται συνεχώς, αλλά ο πυρήνας είναι γνωστός και απολύτως εφικτός. Μπορεί να εφαρμοστεί με ομαλότητα, μέσω διαπραγματεύσεων και χωρίς να απομονώσει τη χώρα. 

Αυτό που συνεχίζει να λείπει είναι η θαρραλέα και πειστική πολιτική παρουσία που θα τον εκπροσωπήσει. Ευρύτατα λαϊκά στρώματα σιωπούν και υπομένουν, ξέρουν όμως ότι δεν υπάρχει προοπτική για τα παιδιά τους. Δεν συναινούν και θέλουν ελπίδα που μπορεί να έρθει μόνο με ολική αλλαγή πορείας. Στις σημερινές συνθήκες, όσους τακτικούς υπολογισμούς και αν κάνει η κυβέρνηση, δεν υπάρχει η δυνατότητα μακροχρόνιας πολιτικής σταθερότητας. Είναι πιθανό το 2018 και 2019 να δοθεί και πάλι η δυνατότητα στον ελληνικό λαό να διαλέξει. Για τον ίδιο και τη χώρα του, δεν θα πρέπει να γίνει ξανά η λάθος επιλογή. 


Πρώτη δημοσίευση: Η Εφημερίδα των Συντακτών, 25 Νοεμβρίου 2017