Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Κώστας Λαπαβίτσας, Μέρος Β’: ”. Ο Αλέξης Τσίπρας αποδείχθηκε πολύ κάτω των ιστορικών περιστάσεων”

Στους Φώτη Βέργη και Μαρία Παρέντη

ΜΕΡΟΣ Β΄: ΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣ, ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΡΗΞΗ. Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Ν.Η.: Μιλήσατε για τον ευρωπαϊσμό. Θεωρείτε ότι ο ευρωπαϊσμός, όπως τον ξέρουμε ή όπως τον φαντασιώνονται κάποιοι, έχει αποτύχει πλήρως; Και τελικά τι είναι αυτό το φαντασιακό του ευρωπαϊσμού και τι ο πραγματικός ευρωπαϊσμός;

Κ.Λ.: Ο ευρωπαϊσμός ποικίλει και διαφέρει από χώρα σε χώρα και μετουσιώνεται σε κάτι διαφορετικό ανάλογα με την παράδοση και τις συνθήκες του κάθε τόπου. Είναι κάτι πολύ ευμετάβλητο, σαν χαμαιλέοντας. Για παράδειγμα αυτή τη στιγμή είναι πολύ ισχυρός στη Γερμανία, αν και εκεί σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό.
Στην χώρα μας ο ευρωπαϊσμός είναι κάτι εξαιρετικά άρρωστο. Είναι μια φαντασίωση της Ευρώπης ως πηγής του πολιτισμού, της εξέλιξης και της προόδου όπως την αντιλαμβανόταν η γενιά των πατεράδων και των παππούδων μας. Για την Δεξιά παραμένει αυτό το αφήγημα. Για την Αριστερά, ντύθηκε με την ρητορική περί κινημάτων, λαών, «μαλακής ισχύος» και όλα εκείνα για τα οποία κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς σπατάλησε τόσο χρόνο τις δεκαετίες του ’90 και του 2000.
Πιο συγκεκριμένα, όμως, ο ευρωπαϊσμός δεν είναι παρά ένα είδος μετάθεσης, προβολής ίσως της μειονεκτικής θέσης που αισθάνεται ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας μιας ορισμένης ηλικίας, το οποίο θα ήθελε πάρα πολύ και αυτό να είναι όπως πιστεύει και ονειρεύεται ότι είναι η ευρωπαϊκή μεσαία τάξη – οικονομικά άνετη, κοσμοπολίτικη, καταναλωτική, ζώντας σε ένα τέλεια εύρυθμο ευνομούμενο κράτος. Αυτό έχει προβληθεί έντονα και καταδεικνύει αυτή την τρομακτική, βαθιά εσωτερικευμένη μειονεξία, που ευτυχώς δεν υπάρχει στους νέους ανθρώπους. Βέβαια όταν ζήσεις χρόνια στο εξωτερικό αντιλαμβάνεσαι πως φυσικά και δεν είναι καθόλου έτσι όπως φαντάζεται ο κόσμος τα πράγματα και αυτή η Ευρώπη. Και οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ταξικές, με τις δικές τους ιδιαιτερότητες, με την δική τους σκληρότητα, την δική τους ιστορική διαδρομή και εξέλιξη εντός του καπιταλισμού. Δεν είναι ο παράδεισος, όπως φαντάζεται ο κόσμος εδώ. Αλλά, ιδεολογικά, η ισχύς του φαντασιακού αυτού ήταν και παραμένει τεράστια.                      
Ν.Η.: Σε επίπεδο ελίτ, θεωρείτε πως είναι ειλικρινής αυτή η αφήγηση του ευρωπαϊσμού ή κρύβει υστεροβουλία; Για παράδειγμα, ενώ υπάρχει έντονη πολιτική και ακαδημαϊκή κριτική στην Ευρώπη κατά αυτού και μιας συγκεκριμένης θεσμικής του ένδυσης, γιατί στην Ελλάδα φοβόμαστε ακόμα και να τον αγγίξουμε;

Κ.Λ.: Για πολλούς, και στον πολιτικό και στον πνευματικό κόσμο, είναι αυθεντική η πίστη στον ευρωπαϊσμό. Κάποιοι πραγματικά πίστεψαν πως μπαίνοντας στην ΕΕ, και, ακόμα περισσότερο, στο Ευρώ, μπήκαμε πια στην πρώτη κατηγορία. Υπήρξαν όμως κι εκείνοι που είχανε άμεσο οικονομικό συμφέρον.Κυρίως οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες πίστεψαν πως μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να υπάρξουν. Και ορθώς, καθώς στην ουσία είναι αποτυχημένες και εκτός αυτού θα ετίθεντο άμεσα υπό δημόσιο έλεγχο. Υπήρξε ένα συμφέρον και ως προς κάποιες συγκεκριμένες παραγωγικές δυνάμεις, που μπορούσαν να κινηθούν μόνο εντός της μεγάλης αγοράς και επωφελούνταν από το ενιαίο νόμισμα, και δεν ήθελαν και την όποια αλλαγή θα επέφερε η έξοδος.
Αλλά ο κύριος λόγος του ευρωπαϊσμού είναι ιδεολογικός και έχει καλλιεργηθεί άνωθεν. Υπάρχουν όμως και δύο παράγοντες που έχουν να κάνουν πιο συγκεκριμένα με το Ευρώ.
Ο πρώτος είναι ο φόβος. Ο ευρωπαϊσμός στην Ελλάδα λειτουργεί κυρίως μέσω του φόβου. Του φόβου πως ναι μεν γίναμε Ευρωπαίοι μέσω της ΕΕ και του Ευρώ, αλλά αν φύγουμε θα επανακάμψουμε σε μια κατάσταση ερημίας, θα μείνουμε μόνοι, και, καθώς είμαστε αδύναμοι και μικροί, δε θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε.
Ο δεύτερος είναι αυτός της ταυτότητας. Εφόσον γίναμε είμαστε Ευρωπαίοι, πρέπει να έχουμε και την απτή απόδειξη. Και αυτό είναι το νόμισμα που έχουμε στην τσέπη μας. Είναι η λειτουργία του χρήματος αυτή: δημιουργεί εθνική ταυτότητα, εν προκειμένω Ευρωπαϊκή ταυτότητα. Και οποιαδήποτε πρόταση αποχώρησης από το Ευρώ συγκρούεται με αυτή ακριβώς την έννοια της ταυτότητας.
Ν.Η.:Έχετε δηλώσει υπέρμαχος της εξόδου από το ευρώ. Τι θα απαντούσατε στην άποψη πως αν βγούμε από το Ευρώ θα καταστραφούμε;

Κ.Λ.: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει φύγει καιρό τώρα από το Ευρώ. Σειρά σοβαρών οικονομολόγων θα σας πουν ότι αν είχε φύγει η χώρα από το Ευρώ η πορεία της θα ήταν πολύ καλύτερη. Το 2010 που λέγαμε να φύγουμε, κάποιοι έλεγαν πως αυτό θα ήταν καταστροφικό και θα έφτανε την ανεργία στο 20%. Να που σήμερα η ανεργία μέσα στα μνημόνια έφτασε το 27%, χώρια τους νέους που έφυγαν στο εξωτερικό.
Η έξοδος από το Ευρώ είναι απαραίτητη, πιστεύω, για την αλλαγή και την ανάκαμψη του τόπου. Ποτέ δεν ήταν εύκολη, αλλά ο χαρακτήρας της άλλαξε με τα χρόνια, καθώς άλλαξε η ελληνική οικονομία και κοινωνία καθώς και η σύνθεση του χρέους. Παραμένει ένα δύσκολο έργο, αλλά είναι αναμφίβολα εφικτό. Με μια λογική προετοιμασία των οικονομικών δεδομένων και κινήσεων και κυρίως της κοινωνίας είναι κάτι που μπορεί να γίνει με περιορισμένο, ελεγχόμενο κόστος και να οδηγήσει τη χώρα σε οικονομική ανάκαμψη και κοινωνικοπολιτική αλλαγή. Έχουμε μελετήσει την διαδικασία αλλαγής και ταυτόχρονα την υιοθέτηση οικονομικής πολιτικής παράλληλα με την αλλαγή του νομίσματος. Τα βήματα είναι ξεκάθαρα και αντιμετωπίσιμα. Δεν πρόκειται ούτε τα φάρμακα να λείψουν, ούτε τα καύσιμα, με τον όρο πάντα να έχει γίνει μια στοιχειώδης προετοιμασία.
Τώρα, αν φτάσουμε να φύγουμε από το ευρώ κακήν κακώς επειδή θα έχει ξεφύγει από τον έλεγχο η κατάσταση και θα έχουν δημιουργηθεί ανεξέλεγκτες και εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Και αν φτάσουμε εκεί θα ευθύνονται όσοι κηρύττουν την παραμονή στο Ευρώ και στο παράλογο σύστημά του και θα μας έχουν πάει εξαιτίας αυτού σε τέτοιες καταστάσεις. Εμείς όμως μιλάμε για ρήξη σχεδιασμένη και ηθελημένη, με λαϊκή στήριξη και προετοιμασία, όχι για βεβιασμένη ανεξέλεγκτη αλλαγή.
Η αλλαγή νομίσματος δεν αρκεί, είναι απλώς αναγκαίο βήμα. Δε γίνεται μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ να εφαρμοστεί άλλο «εθνικό σχέδιο» πλην του Μνημονίου. Η αλλαγή λοιπόν του νομίσματος σου δίνει την δυνατότητα να οδηγηθείς σε έναν άλλο δρόμο.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή χρειάζεται εσπευσμένα ταχεία τόνωση της ζήτησης. Η ανεργία δεν θα μειωθεί γρήγορα δίχως αυτήν. Τον πρώτο ρόλο προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να τον παίξει ο δημόσιος τομέας, γιατί αντικειμενικά ο ιδιωτικός είναι πια τσακισμένος.
Η αλλαγή του νομίσματος θα είναι μια μεγάλη ανάσα για την διαδικασία παραγωγής, τον αυτοαπασχολούμενο και τον μισθωτό. Αλλά από μόνο του δεν συνιστά δομική αλλαγή, την οποία και επιζητούμε. Η Ελλάδα σήμερα χαρακτηρίζεται από διόγκωση των υπηρεσιών και συρρίκνωση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα παραγωγής. Για να γίνει χώρα ανταγωνιστική χρειάζεται, παράλληλα με την τόνωση της ζήτησης, στοχευμένη βιομηχανική πολιτική. Δεν αλλάζει κάτι αν μειωθεί το εργατικό κόστος, απορρυθμιστεί η αγορά, ιδιωτικοποιηθούν οι πόροι, όπως γίνεται σήμερα, προκειμένου να έρθει το ιδιωτικό κεφάλαιο να αξιοποιήσει αυτές τις ευκαιρίες, να κερδοφορήσει, και έτσι να βελτιώσει και την ελληνική οικονομία και την δομή της. Απαιτείται να παίξει έναν ρόλο το Κράτος και το πιστωτικό σύστημα, για να δώσουν κατεύθυνση, όσο γίνεται, στην παραγωγική αλλαγή.
Όμως τίποτε από αυτά δεν γίνεται εντός της ΟΝΕ. Δεν το επιτρέπει το θεσμικό της πλαίσιο. Η έξοδος, από την άλλη, θα φέρει υποτίμηση. Κανείς, και σίγουρα όχι οι καταστροφολόγοι, δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόση θα είναι. Εμείς, με προβολή βάσει στοιχείων, εκτιμάμε πως θα είναι 25-30% σε θέση ισορροπίας η απαιτούμενη υποτίμηση. Πάντως θα χρειαστεί μεν στήριξη ο μικρομεσαίος που θα χτυπηθεί λόγω των εισαγομένων, αλλά θα ανοίξει η προοπτική αγοράς και εντός και εκτός, και θα δημιουργηθούν νέες δυναμικές και δυνατότητες δραστηριότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η υποτίμηση θα φέρει θετικό αποτέλεσμα στις οικονομικές ροές.
Βεβαίως θα υπάρξουν τομείς που θα χρειαστούν στήριξη. Η ελληνική οικονομία δεν είναι τόσο ανοιχτή όσο νομίζουν μερικοί, επομένως το χτύπημα αυτό θα αφορά μόνο συγκεκριμένους κλάδους και τομείς. Η ελληνική βιομηχανία είναι ο πιο ευαίσθητος τομέας, γιατί όχι μόνο συρρικνώθηκε μετά την είσοδο στην Ευρωπαική Ένωση, αλλά και έγινε ιδιαιτέρως ανοιχτή στις εισαγωγές, σαν σουρωτήρι. Για αυτό αρχικά η τόνωση της ζήτησης σε περίπτωση υποτίμησης δεν θα πρέπει να πάει σε βιομηχανικά αγαθά. Το σοκ όμως για την ελληνική βιομηχανία θα είναι αναπόδραστο. Το θέμα είναι να αντιμετωπιστεί με την καλύτερη δυνατή στήριξη του πιστωτικού συστήματος στις βιομηχανικές μονάδες.
Σήμερα, παράλληλα με την ανεργία, ένα μεγάλο ποσοστό του κεφαλαιουχικού δυναμικού αργεί. Η υποτίμηση θα το θέσει σε κίνηση, για να καλυφθεί η εγχώρια ζήτηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την ελληνική γεωργία, ώστε οι πρώτες ύλες να αρχίσουν πάλι να παράγονται στην Ελλάδα όπως τότε που είχαμε εθνικό νόμισμα.
Ν.Η.: Εκτός Νομισματικής Ένωσης , σημαίνει και εκτός Ευρωπαϊκής;

Κ.Λ.: Άλλο πράγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλο η Νομισματική, ως πλαίσιο θεσμών. Συνδέονται βεβαίως και παρότι η Νομισματική Ένωση έχει πια τεράστιο βάρος, αλλά δεν είναι ταυτόσημες. Ο Μάριο Ντράγκι, ελέγχοντας την κάνουλα της ρευστότητας, μπορεί να μας πνίξει αύριο το πρωί, η ΕΕ καθεαυτή, δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν αρκετές χώρες που ανήκουν στο ένα σύνολο και όχι στο άλλο. Η ΕΕ είναι ένα μόρφωμα ιδιαίτερα γραφειοκρατικό, που φτιάχτηκε ούτως ή άλλως από τα πάνω, όχι κατόπιν λαϊκής απαιτήσεως, και λειτουργεί υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και των μεγάλων τραπεζών πρωτίστως. Δεν θέλω να υπερασπιστώ λοιπόν ούτε την ΕΕ ούτε την «ευρωπαϊκή ιδέα». Αλλά θέλω να προτείνουμε πράγματα άμεσα εφικτά. Η δική μας πρόταση, λοιπόν, λέει πρωτίστως να φύγουμε από το Ευρώ και να αλλάξουμε τις συνθήκες στις οποίες κινούμαστε. Η ΟΝΕ έχει σε κάθε περίπτωση ουσιαστικά αποτύχει. Η Ελλάδα για να ανακτήσει τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής πρέπει να φύγει άμεσα από αυτήν. Εκεί εκ των πραγμάτων, θα δημιουργηθεί λόγω Ευρωπαϊκού Δικαίου και Συνθηκών σύγκρουση με την ίδια την ΕΕ. Πρέπει να απαιτηθεί λοιπόν στην καλύτερη περίπτωση τουλάχιστον καθεστώς εξαίρεσης. Για να γίνει αυτό η Ελλάδα πρέπει να ανακτήσει κυριαρχία. Αυτή η διαδικασία, που θα κρατήσει ένα διάστημα, θα τεθεί υπό καθεστώς πλαισίων που θα είναι αντικείμενο συζήτησης. Αν στην διαδικασία αυτή ή στο πλαίσιο ανάτασης της ελληνικής οικονομίας, προκύψει πως η σύγκρουση είναι ασφυκτική και θελήσει ο ελληνικός λαός να φύγει από την ΕΕ, ας φύγει κι από αυτήν, όπως ζήτησε και ο Βρετανικός λαός, υπό άλλες βεβαίως συνθήκες.
Δεν καταλαβαίνω το μαξιμαλισμό σε αυτό το θέμα. Ειδικά σε κύκλους της αριστεράς έχει επικρατήσει η άποψη πως δεν αρκεί να προτείνεις την έξοδο από το Ευρώ, αλλά θα πρέπει να απαιτείς και την έξοδος από την ΕΕ. Γιατί η έξοδος από την ΕΕ είναι η μόνη επαναστατική πράξη και δεν αρκεί η έξοδος από το Ευρώ; Το να φύγεις από την ΕΕ, αυτό καθεαυτό, δεν είναι το απαύγασμα της αριστεροσύνης και της επαναστατικότητας, όπως διατείνονται μερικοί. Δεν συνιστά απαραίτητα καταλύτη επαναστατικών εξελίξεων. Το θέμα είναι τι στόχους έχεις, ποια είναι η διαδικασία σύγκρουσης και πού θέλεις να κατευθυνθείς. Φτάνουν τα μέτωπα της εξόδου γενικώς. Από την άλλη, δεν ταυτίζομαι με την ιδέα της «μάχης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης», με την έννοια της αποδοχής του συνόλου του θεσμικού και πολιτικού της πλαισίου. Είναι απλό: δεν αποδεχόμαστε το σημερινό νομισματικό πλαίσιο, το μνημονιακό πλαίσιο, ως προϋπόθεση συζήτησης. Μιλάμε για ρήξη. Αύριο το πρωί ει δυνατόν – και έχουμε αργήσει! Πολύ συγκεκριμένα, το ελληνικό κοινοβούλιο, συντεταγμένα και προετοιμασμένα, να ψηφίσει ένα βράδυ επαναφορά του εθνικού νομίσματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό είναι ρήξη. Η Βρετανία ψήφισε έξοδο από την ΕΕ και δεν συνέβη τίποτα. Για ψηφίστε έξοδο από το Ευρώ και δείτε τι θα επακολουθήσει. Τα επόμενα βήματα θα έρθουν με τη σειρά τους.
Ν.Η.:Είχε πιστεύετε το 2015 την στήριξη του λαού με το δημοψήφισμα ο ΣΥΡΙΖΑ να προβεί σε αυτή τη ρήξη;

Κ.Λ: Σαφέστατα και μάλιστα υπό συνθήκες πίεσης και από τα ΜΜΕ και με κλειστές τράπεζες και με απειλές και εκφοβισμό. Ο λαός είχε μεν ψηφίσει το ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ο ίδιος να αναλάβει ιδιαίτερη δράση, αλλά την περίοδο του δημοψηφίσματος, σε δυσκολότερες συνθήκες από ότι στην Βρετανία για παράδειγμα, έδειξε ότι ήταν έτοιμος για την ρήξη! Πόσο πιο σαφές να γινόταν; Ήταν τεράστια η ευκαιρία και για αυτό φάνηκε πάρα πολύ λίγη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τότε. Ο Αλέξης Τσίπρας αποδείχθηκε πολύ κάτω των ιστορικών περιστάσεων, τον ακούμπησε η ιστορία και φάνηκε ότι ήταν νάνος, ενώ για ένα διάστημα προσποιήθηκε τον γίγαντα.

Ν.Η.: Το ότι εμφανίζεται από διάφορους λαούς πάνω κάτω η ίδια αντίδραση προς το συστημικό αφήγημα, με διαφορετικές μορφές και εκφραζόμενη σε κάποιες περιπτώσεις ως στήριξη στην δεξιά και ακροδεξιά, σημαίνει κάτι για την Ε.Ε όπως την ξέρουμε ή για το σύστημα στο οποίο ζούμε;

Κ.Λ: Φυσικά, δείχνει ότι η Νομισματική Ένωση απέτυχε, διότι αντί να δημιουργήσει σύγκλιση, κοινό μέλλον των λαών και πορεία προς την ευμάρεια δημιούργησε εντελώς το αντίθετο. Η επικυριαρχία της Γερμανίας οικονομικά είναι σαφέστατη και δίχως προηγούμενο αυτή τη στιγμή. Αυτό δημιουργεί εντάσεις και τριβές, με αδυναμία της Γαλλίας και της Ιταλίας να την ακολουθήσουν οικονομικά. Αυτή η δυσλειτουργία πηγάζει από την οργάνωση του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος συνολικά.
Ταυτόχρονα, φάνηκε πως η Ευρώπη και ο Ευρωπαϊσμός δεν δημιουργήθηκαν από τους ίδιους τους λαούς και δεν είναι κτήμα τους. Καθώς προέκυψαν και νέα προβλήματα, όπως της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, της λειτουργίας της δημοκρατίας και της ταυτότητας ακόμα, φάνηκε πως ο ευρωπαϊσμός δεν είναι λαϊκό κτήμα. Και σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκαν φωνές και φορείς αμφισβήτησης αυτής της Ευρώπης, που όμως αναδείχθηκαν από τα δεξιά, μολονότι μιλούν με την γλώσσα της Αριστεράς. Το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα δείχνει να έχει αποτύχει, όταν εντός του ψάχνονται οι απαντήσεις από τα δεξιά – και αυτό είναι και πρόβλημα της αριστεράς, μέσα στο πλαίσιο του ευρωπαϊσμού.
Ν.Η.: Δεν είναι ένα γενικότερο φαινόμενο όμως αυτό, μια γενικότερη κρίση και του πολιτικού συστήματος και του καπιταλισμού εν γένει, που συμπτώματά της παρατηρούμε και στις ΗΠΑ πχ;

Κ.Λ.: Περνάμε σε μια βαθιά συζήτηση τώρα. Πάντοτε, και πολιτικά και ιστορικά, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη εμφάνιζαν μια διαφορετική κίνηση. Όταν πχ στον Μεσοπόλεμο η Ευρώπη κινήθηκε προς την ακροδεξιά και αναδείχθηκαν φασιστικά και αυταρχικά καθεστώτα σε μια σειρά χώρες, με προεξάρχουσες την Γερμανία και την Ιταλία, στην Αμερική είχαμε την αντίθετη κίνηση. Είχαμε την επαναφορά των συνδικάτων, με μεγάλη κοινωνική ισχύ, τον Ρούσβελτ και το New Deal, μια εν γένει στροφή προς τα αριστερά της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Στις ΗΠΑ σήμερα έχουμε ξανά ενδιαφέρονται αντίστοιχα στοιχεία, όπως την ανάδειξη του Σάντερς, που είναι ένδειξη πως μεγάλα κομμάτια του αμερικανικού λαού επιθυμούν κάτι διαφορετικό. Έδειξαν μάλιστα πως είναι διατεθειμένα να ακούσουν μέχρι και για σοσιαλισμό και να υποστηρίξουν έναν υποψήφιο που, με αυτή την πλατφόρμα, πλησίασε με αξιώσεις μέχρι και στο χρίσμα των Δημοκρατικών. Αντίθετα, στην Ευρώπη φτάσαμε σε ένα σημείο που δεν νοείται καν να μιλήσει ανοικτά πια κανείς για σοσιαλισμό! Βεβαίως εν τέλει είχαμε την εκλογή Τραμπ, η οποία έχει παραπλήσια στοιχεία αντίδρασης, από τα δεξιά, με την ψήφο του Brexit, για παράδειγμα.
Όλα αυτά, στοιχεία σύνθετα και όχι πάντα ταυτόσημα, δείχνουν πάντως ότι παγκοσμίως το καπιταλιστικό σύστημα στην σημερινή χρηματιστικοποιημένη μορφή του έχει δημιουργήσει γιγαντιαίες αντιφάσεις. Στην Ευρώπη αυτές διαθλώνται μέσω του συστήματος του ενιαίου νομίσματος.
Η κρίση του 2007-2009 ήταν γιγαντιαία, και ήταν απόρροια του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, δηλαδή της διόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα και της εμφάνισής του σε πλευρές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής όπου πριν είχε πολύ μικρή παρουσία, ιδίως στην καθημερινότητα των ανθρώπων (πχ με τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια). Αντίθετα, ο παραγωγικός τομέας δεν έχει τον δυναμισμό που είχε παλαιότερα. Δεν υπάρχει σχετική συσσώρευση του κεφαλαίου ή αύξηση της εργατικής παραγωγικότητας. Πρόκειται για μια πολύ αρρωστημένη μορφή του καπιταλισμού. Δημιουργεί οικονομίες που είναι κενές περιεχομένου. Όπως η ελληνική, όπου η παραγωγική μηχανή εξασθενεί, αλλά οι υπηρεσίες έχουν διογκωθεί, έχοντας αυτές πολύ στενό περιεχόμενο.
Συνήθως μια κρίση αυτής της μορφής του καπιταλισμού την ακολουθεί ύφεση, κατόπιν κρατική παρέμβαση με την οποία ομαλοποιείται η κατάσταση, ώστε να ακολουθήσει ξανά η ανάπτυξη μιας χρηματοπιστωτικής φούσκας, σε έναν διαρκώς επαναλαμβανόμενο κύκλο. Μετά την κρίση του 2007-2009, όμως, δεν ακολουθήθηκε αυτή η έως τότε συνήθης διαδικασία ανάκαμψης. Παρότι έγιναν σχετικές προσπάθειες (στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πτώση των επιτοκίων σχεδόν στο μηδέν ή και κάτω του μηδενός, ενέσεις ρευστότητας), αυτές δεν ακολουθήθηκαν από νέα επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα, κατά το σύνηθες επαναλαμβανόμενο μοτίβο, αλλά από στασιμότητα. Αυτό είναι ένδειξη μιας βαθύτερης κρίσης και πηγή και της πολιτικής αστάθειας που παρατηρείται.
Εφόσον δεν υπάρχει ανάπτυξη, έστω χρηματοπιστωτική, αλλά στασιμότητα, αναπτύσσονται προβληματικά κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα, ενώπιον των οποίων η Αριστερά φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Δεν κατόρθωσε να καταθέσει προτάσεις ανατροπής αυτού του καπιταλισμού.
Και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην Ευρώπη. Εκεί η Αριστερά απέτυχε παταγωδώς να καταθέσει ανατρεπτικές προτάσεις, αντίθετα με την παράδοσή της, την φύση και την ιστορία της. Πλέον όμως η ευρωπαϊκή αριστερά έχει αποδεχτεί πλήρως το οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο, έχει συνομολογήσει και έχει απορρίψει την έννοια της ανατροπής. Αντίθετα, όμως, είναι η σκληρή και άκρα δεξιά πια που κηρύσσει την ανατροπή και αυτοπροβάλλεται ως δύναμη αλλαγής ενός συστήματος που δεν είναι υπέρ των πολλών. Και έτσι φτάσαμε ο λαϊκός κόσμος να μην στρέφεται προς την αριστερά, αλλά προς την άκρα δεξιά, και προς την αριστερά να στρέφεται μια συμβιβασμένη μεσαία τάξη, της οποίας την ρητορική και στάση η αριστερά να υιοθετεί.
Η Αριστερά, δηλαδή, έχασε ένα μεγάλο κομμάτι της σύνδεσης που είχε πάντα με τα λαϊκά στρώματα. Αν κάτι είναι υπέρ των λαϊκών συμφερόντων απλά πρέπει να γίνει, ανεξαρτήτων «συνθηκών» και των «αναγκών της αγοράς». Κάποτε η Αριστερά το έλεγε και το πίστευε αυτό. Σήμερα το ξέχασε.
Ν.Η.: Ίσως το ζήτημα είναι πως δεν υπάρχει εξουσιαστική αριστερά ή πως αριστερά που να παράγει πολιτική και να ενεργεί πολιτικά;

Κ.Λ.: Είναι σύνθετο το ζήτημα.
Έχει καταρχήν να κάνει με την υποχώρηση του εργατικού κινήματος και τις θεσμικές σχέσεις της αριστεράς με αυτό από την δεκαετία του ’80 και μετά. Έχει επίσης να κάνει με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού μπλοκ, το οποίο, καλώς ή κακώς, ήταν ένα πλήγμα σε αυτό που ο κόσμος αντιλαμβάνεται ως σοσιαλιστική ιδέα. Η αντανάκλαση της αποτυχίας του στην αριστερά ήταν πολυεπίπεδη. Η χειρότερη συνέπεια ήταν πως ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς, είτε το παραδέχεται είτε όχι, έχασε την πίστη του στον εαυτό του, στις ιδέες του και στην προοπτική να αλλάξει τον κόσμο. Η λεγόμενη «Αριστερά της Εξουσίας», δηλαδή, έπαψε να υπάρχει.
Επίσης σημασία έχει η σοσιαλδημοκρατία η ίδια, της οποίας η αποτυχία είναι μεγαλύτερη από εκείνη της μη σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς. Με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ θα περίμενε κανείς να αδράξει την ευκαιρία η σοσιαλδημοκρατία και, σωστά ή λάθος, να αντιτείνει στο κομμουνιστικό κίνημα πως αποδείχθηκε ιστορικά ότι εκείνη είχε δίκιο, και να προβάλει την δική της πρόταση περί μεικτής οικονομίας και ελέγχου των αγορών. Αντί αυτού όμως η σοσιαλδημοκρατία αποδέχθηκε πως η αγορά έχει πάντα δίκιο, συντάχθηκε με αυτήν και τις λογικές τις, και φυσικά οδηγήθηκε σε αποτυχία. Την αποτυχία της αυτή την πληρώνει ακριβά η Ευρώπη σήμερα.
Τέλος, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν έρθει στην εξουσία, κατέθεσε προτάσεις και είχε έναν τρόπο λειτουργίας με συνέπεια, για κάποιον που τον κοίταζε απ’ έξω, να φαίνεται σίγουρα πως είχε κάτι το νέο και το διαφορετικό για τα δεδομένα της σύγχρονης Ευρώπης. Φαινόταν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει κάτι ευρύ, που θα προέτασσε την δημοκρατία και την ανταλλαγή απόψεων και θα μπορούσε να πλησιάσει τα λαϊκά στρώματα. Και στο μέτρο που απέβλεπε να έρθει στην εξουσία σημείωσε τεράστια επιτυχία. Όμως στο μέτρο που όντως απέβλεπε να επιφέρει ουσιαστική αλλαγή σημείωσε τρομακτική αποτυχία και απέδειξε ότι εν τέλει δεν ήταν το καινούριο πολιτικό μόρφωμα που χρειαζόμασταν, αλλά ένα αρχηγικό κόμμα εντελώς ίδιο ή χειρότερο από τα αντίστοιχα παλαιότερα.
Στην ουσία αυτή τη στιγμή έχουμε πρόβλημα επανίδρυσης της αριστεράς. Επανίδρυσης της με νέο τρόπο και σε νέες συνθήκες, παρότι ιδίως τα νέα παιδιά δυσπιστούν και απομακρύνονται από την πολιτική. Είναι επιτακτικό.
Η απάντηση θα προκύψει από τα κάτω και από τα νέα παιδιά. Θα βρείτε τους δικούς σας δρόμους και τρόπους, παρότι τα κοινωνικά προβλήματα είναι με ένα τρόπο ίδια με εκείνα των παλαιών γενεών. Εκμετάλλευση, αποξένωση, απογοήτευση, εξατομίκευση, αποδυνάμωση του συλλογικού και κοινωνικού. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να βρεθεί μια γενικότερη πρόταση την οποία θα μπορούσε να πιστέψει και η νεολαία. Το συλλογικό είναι πάντα καλύτερο από το ατομικό και το κοινωνικό από το ιδιωτικό. Θα βρει τον τρόπο η νεολαία να το κάνει πραγματικότητα αυτό στις δικές της συνθήκες. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και δείχνει την πρωτοπορία των νέων, είναι πως αντιλαμβάνεστε και το ιδιωτικό και προσωπικό με διαφορετικό τρόπο. Επίσης έχετε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και είστε περισσότερο εκπαιδευμένοι από τους προηγούμενους. Θα τον βρείτε το δρόμο σας. Όσο υπάρχουν προτάσεις ανατροπής από ανθρώπους που αποδεικνύουν με την στάση τους πως πιστεύουν αυτό που λένε, θα τον βρει τον δρόμο της η νεολαία.