Η
ανάπτυξη βρίσκεται ήδη στο πολιτικό προσκήνιο, με έντονη την παρουσία
όσων αναζητούν ένα «δικό μας» εθνικό σχέδιο, ώστε να μην πάει χαμένη η
επιτυχία της παραμονής μας στην ΟΝΕ. Η κυβέρνηση μάλιστα επιμένει ότι η
ανάπτυξη πρέπει να είναι και δίκαιη. Η μέχρι τώρα ανυπαρξία εθνικού
σχεδίου υποτίθεται ότι οφείλεται στην ανικανότητα των πολιτικών, τη
γραφειοκρατία, την προχειρότητα και τα παρόμοια.
Δεν θα ξάφνιαζε αν η άποψη αυτή ακουγόταν από τις συνηθισμένες φωνές κατανάλωσης στα ΜΜΕ. Είναι εντυπωσιακό, όμως, ότι προβάλλεται και από τους μηχανισμούς κοινωνικής και πολιτικής ισχύος της χώρας μας. Η πραγματικότητα είναι απλή και πικρή. «Δικό μας» εθνικό σχέδιο ανάπτυξης δεν μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο των μνημονίων.
Το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας είναι πελώριο. Οσον αφορά τα κεφάλαια, οι συνολικές επενδύσεις, στρογγυλεύοντας, ήταν 60 δισ. το 2008, ενώ έπεσαν στα 20 δισ. το 2015. Υπάρχει ετήσιο κενό 40 δισ., χωρίς να ξεχνάμε ότι το επίπεδο του 2008 ήταν ήδη χαμηλό με τα διεθνή μέτρα. Αν πιστεύουν μερικοί ότι μπορεί να καλυφθεί με ξένες επενδύσεις, απλώς δεν έχουν αντίληψη της παγκόσμιας αγοράς. Μόνο οι εγχώριοι πόροι μπορούν να παράσχουν τις απαραίτητες επενδύσεις σε βάθος χρόνου.
Αμέσως λοιπόν ανακύπτει το βαθύτερο πρόβλημα της χώρας: η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση έχει μπει σε τροχιά μείωσης μετά την είσοδο στην Ε.Ε., ενώ κατέρρευσε τελείως μετά την είσοδο στην ΟΝΕ. Η αρνητική αποταμίευση της Ελλάδας αντανακλά την απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Εδώ βρίσκεται η βαθύτερη αιτία των τεράστιων εξωτερικών και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, όπως και του γιγαντιαίου εξωτερικού χρέους της χώρας. Πώς θα μπούμε σε διαδικασία γρήγορης κεφαλαιακής συσσώρευσης χωρίς εθνική αποταμίευση και χωρίς δανεισμό από το εξωτερικό;
Οσον αφορά την εργασία, η Ελλάδα έχει διαθέσιμο εργατικό δυναμικό άνω του ενός εκατομμυρίου, το οποίο αργεί. Χάνει επίσης ένα πολύ καλά εκπαιδευμένο δυναμικό νεαρής ηλικίας, που μεταναστεύει. Ο συνολικός πληθυσμός γηράσκει ταχύτατα και έχει μπει σε διαδικασία συρρίκνωσης. Ταυτόχρονα, η πορεία της παραγωγικότητας μετά τον μνημονιακό οδοστρωτήρα είναι θλιβερή. Ο συνδυασμός δημιουργεί οξύτατο αναπτυξιακό πρόβλημα.
Η εθνική αναπτυξιακή πολιτική στο πλαίσιο αυτό είναι ξεκάθαρη. Βραχυπρόθεσμα απαιτείται άμεση τόνωση της ζήτησης με παράλληλη φορολογική, πιστωτική και εμπορική στήριξη κλάδων που έχουν χαμηλή ροπή προς τις εισαγωγές και υψηλή προς τις εξαγωγές. Το καίριο σημείο παραγωγικής αδυναμίας της χώρας είναι ο δευτερογενής τομέας, ο οποίος έχει υποστεί συντριβή μετά το 2008, με 35% συρρίκνωση του προϊόντος του. Η στοχευμένη στήριξη της δευτερογενούς παραγωγής θα γεννήσει αποταμίευση, που, σε συνδυασμό με την τραπεζική πίστωση, θα φέρει νέες επενδύσεις, δημιουργώντας ενάρετο κύκλο. Θα τονώσει επίσης την παραγωγικότητα, που εξαρτάται κυρίως από τον δευτερογενή τομέα. Μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα χρειάζεται ολική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, της Δικαιοσύνης και φυσικά του κρατικού μηχανισμού.
Πώς ακριβώς θα συμβούν αυτά στις σημερινές συνθήκες; Η Ελλάδα δεν έχει ανεξάρτητη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, ενώ η δημοσιονομική πολιτική καθορίζεται από το ασφυκτικό πλαίσιο εξυπηρέτησης του χρέους. Ο έλεγχος των «θεσμών» είναι εξονυχιστικός. Η εμπορική πολιτική καθορίζεται αυστηρά από τις οδηγίες της Ε.Ε., όπως και το πλαίσιο στήριξης της παραγωγής. Οι τράπεζες, τέλος, έχουν περίπου 50% προβληματικά δάνεια, δεν διαθέτουν ρευστότητα γιατί έχουν χάσει σχεδόν τις μισές τους καταθέσεις, και πρόσφατα πωλήθηκαν αντί πινακίου φακής σε ξένους κερδοσκόπους.
Η μόνη εφικτή αναπτυξιακή πολιτική στις συνθήκες αυτές είναι αυτή που ακολουθείται εδώ και έξι χρόνια. Δηλαδή, μείωση των μισθών, αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, θεσμοθέτηση κάποιων φορολογικών κινήτρων, καθώς και μια σειρά από θεσμικές παρεμβάσεις σε επαγγελματικούς και άλλους κλάδους για να μειωθούν οι αδικαιολόγητες πρόσοδοι και άλλα κόστη. Αυτή είναι και η ουσία των περιβόητων «μεταρρυθμίσεων». Δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς το πρόσφατο αναπτυξιακό νομοσχέδιο και το Προσχέδιο Αναπτυξιακής Στρατηγικής για να πειστεί για του λόγου το αληθές.
Με αυτούς τους όρους δεν θα υπάρξει καμία παραγωγική αναγέννηση και οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης προβλέπονται κάτω του 2%. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία έκπληξη γι’ αυτό. Ηταν φανερό από την αρχή ότι το πρόγραμμα «διάσωσης» θα ωθούσε τη χώρα στη στασιμότητα, έπειτα από μια τεράστια συρρίκνωση. Τους δανειστές ποσώς τους απασχολεί μια τέτοια εξέλιξη. Απορεί όμως κανείς με το ελληνικό μνημονιακό στρατόπεδο, το οποίο πανηγυρίζει μεν για την παραμονή στο ευρώ, αλλά παράλληλα αναζητεί με αγωνία ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Τα στρώματα εξουσίας δεν έχουν καταλάβει σε ποια ατραπό ιστορικής παρακμής έχουν βάλει την Ελλάδα.
Δεν θα ξάφνιαζε αν η άποψη αυτή ακουγόταν από τις συνηθισμένες φωνές κατανάλωσης στα ΜΜΕ. Είναι εντυπωσιακό, όμως, ότι προβάλλεται και από τους μηχανισμούς κοινωνικής και πολιτικής ισχύος της χώρας μας. Η πραγματικότητα είναι απλή και πικρή. «Δικό μας» εθνικό σχέδιο ανάπτυξης δεν μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο των μνημονίων.
Το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας είναι πελώριο. Οσον αφορά τα κεφάλαια, οι συνολικές επενδύσεις, στρογγυλεύοντας, ήταν 60 δισ. το 2008, ενώ έπεσαν στα 20 δισ. το 2015. Υπάρχει ετήσιο κενό 40 δισ., χωρίς να ξεχνάμε ότι το επίπεδο του 2008 ήταν ήδη χαμηλό με τα διεθνή μέτρα. Αν πιστεύουν μερικοί ότι μπορεί να καλυφθεί με ξένες επενδύσεις, απλώς δεν έχουν αντίληψη της παγκόσμιας αγοράς. Μόνο οι εγχώριοι πόροι μπορούν να παράσχουν τις απαραίτητες επενδύσεις σε βάθος χρόνου.
Αμέσως λοιπόν ανακύπτει το βαθύτερο πρόβλημα της χώρας: η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση έχει μπει σε τροχιά μείωσης μετά την είσοδο στην Ε.Ε., ενώ κατέρρευσε τελείως μετά την είσοδο στην ΟΝΕ. Η αρνητική αποταμίευση της Ελλάδας αντανακλά την απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Εδώ βρίσκεται η βαθύτερη αιτία των τεράστιων εξωτερικών και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, όπως και του γιγαντιαίου εξωτερικού χρέους της χώρας. Πώς θα μπούμε σε διαδικασία γρήγορης κεφαλαιακής συσσώρευσης χωρίς εθνική αποταμίευση και χωρίς δανεισμό από το εξωτερικό;
Οσον αφορά την εργασία, η Ελλάδα έχει διαθέσιμο εργατικό δυναμικό άνω του ενός εκατομμυρίου, το οποίο αργεί. Χάνει επίσης ένα πολύ καλά εκπαιδευμένο δυναμικό νεαρής ηλικίας, που μεταναστεύει. Ο συνολικός πληθυσμός γηράσκει ταχύτατα και έχει μπει σε διαδικασία συρρίκνωσης. Ταυτόχρονα, η πορεία της παραγωγικότητας μετά τον μνημονιακό οδοστρωτήρα είναι θλιβερή. Ο συνδυασμός δημιουργεί οξύτατο αναπτυξιακό πρόβλημα.
Η εθνική αναπτυξιακή πολιτική στο πλαίσιο αυτό είναι ξεκάθαρη. Βραχυπρόθεσμα απαιτείται άμεση τόνωση της ζήτησης με παράλληλη φορολογική, πιστωτική και εμπορική στήριξη κλάδων που έχουν χαμηλή ροπή προς τις εισαγωγές και υψηλή προς τις εξαγωγές. Το καίριο σημείο παραγωγικής αδυναμίας της χώρας είναι ο δευτερογενής τομέας, ο οποίος έχει υποστεί συντριβή μετά το 2008, με 35% συρρίκνωση του προϊόντος του. Η στοχευμένη στήριξη της δευτερογενούς παραγωγής θα γεννήσει αποταμίευση, που, σε συνδυασμό με την τραπεζική πίστωση, θα φέρει νέες επενδύσεις, δημιουργώντας ενάρετο κύκλο. Θα τονώσει επίσης την παραγωγικότητα, που εξαρτάται κυρίως από τον δευτερογενή τομέα. Μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα χρειάζεται ολική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, της Δικαιοσύνης και φυσικά του κρατικού μηχανισμού.
Πώς ακριβώς θα συμβούν αυτά στις σημερινές συνθήκες; Η Ελλάδα δεν έχει ανεξάρτητη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, ενώ η δημοσιονομική πολιτική καθορίζεται από το ασφυκτικό πλαίσιο εξυπηρέτησης του χρέους. Ο έλεγχος των «θεσμών» είναι εξονυχιστικός. Η εμπορική πολιτική καθορίζεται αυστηρά από τις οδηγίες της Ε.Ε., όπως και το πλαίσιο στήριξης της παραγωγής. Οι τράπεζες, τέλος, έχουν περίπου 50% προβληματικά δάνεια, δεν διαθέτουν ρευστότητα γιατί έχουν χάσει σχεδόν τις μισές τους καταθέσεις, και πρόσφατα πωλήθηκαν αντί πινακίου φακής σε ξένους κερδοσκόπους.
Η μόνη εφικτή αναπτυξιακή πολιτική στις συνθήκες αυτές είναι αυτή που ακολουθείται εδώ και έξι χρόνια. Δηλαδή, μείωση των μισθών, αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, θεσμοθέτηση κάποιων φορολογικών κινήτρων, καθώς και μια σειρά από θεσμικές παρεμβάσεις σε επαγγελματικούς και άλλους κλάδους για να μειωθούν οι αδικαιολόγητες πρόσοδοι και άλλα κόστη. Αυτή είναι και η ουσία των περιβόητων «μεταρρυθμίσεων». Δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς το πρόσφατο αναπτυξιακό νομοσχέδιο και το Προσχέδιο Αναπτυξιακής Στρατηγικής για να πειστεί για του λόγου το αληθές.
Με αυτούς τους όρους δεν θα υπάρξει καμία παραγωγική αναγέννηση και οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης προβλέπονται κάτω του 2%. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία έκπληξη γι’ αυτό. Ηταν φανερό από την αρχή ότι το πρόγραμμα «διάσωσης» θα ωθούσε τη χώρα στη στασιμότητα, έπειτα από μια τεράστια συρρίκνωση. Τους δανειστές ποσώς τους απασχολεί μια τέτοια εξέλιξη. Απορεί όμως κανείς με το ελληνικό μνημονιακό στρατόπεδο, το οποίο πανηγυρίζει μεν για την παραμονή στο ευρώ, αλλά παράλληλα αναζητεί με αγωνία ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Τα στρώματα εξουσίας δεν έχουν καταλάβει σε ποια ατραπό ιστορικής παρακμής έχουν βάλει την Ελλάδα.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής, 4/9/2016