Την τιμητική της είχε η Ελλάδα στην πρόσφατη έκρηξη χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου πήρε ανοδική πορεία στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν ήταν περίπου 5,5%. Η άνοδος έγινε εκρηκτική την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς ο σπασμός της αστάθειας διέτρεξε τις παγκόσμιες αγορές, φτάνοντας το 9%. Ταυτόχρονα κατέρρευσε και το Χρηματιστήριο Αθηνών. Όπως περίμεναν οι ψυχραιμότεροι - ακριβώς επειδή επρόκειτο για σπασμό και όχι για την ίδια την κρίση - η κατάσταση εξομαλύνθηκε παγκοσμίως την εβδομάδα αυτή και το ελληνικό επιτόκιο έπεσε ταχέως γύρω στο 7%. Αλλά το μήνυμα για την Ελλάδα ήταν αμείλικτο, ιδίως για το πολιτικό της προσωπικό, κυβέρνηση και αντιπολίτευση.
Η ελληνική αναπτυξιακή καχεξία
Η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της αναταραχής γιατί η πορεία της οικονομίας της κατέδειξε για μια ακόμη φορά την αποτυχία της Ευρωζώνης και τους μεγάλους κινδύνους που ενέχει για την παγκόσμια οικονομία. Το 2014 η εξάχρονη ύφεση βαίνει προς το τέλος της και είναι πιθανό να σημειωθεί ακόμη και μια ανεπαίσθητη αύξηση του ΑΕΠ. Η κύρια αιτία είναι φυσικά ο τουρισμός που συνέβαλε στην ελαφριά υποχώρηση της ανεργίας - λίγο πάνω από το 26% - και στην τόνωση των ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η κατανάλωση, η οποία υποχώρησε ραγδαία καθώς συντρίφτηκαν οι μισθοί το 2010-14, φαίνεται πια να σταθεροποιείται, σταματώντας έτσι και την πτώση των λιανικών πωλήσεων. Ακόμη και οι επενδύσεις, που κατέρρευσαν μετά το 2007, κάνουν κάποια διστακτικά βήματα σταθεροποίησης.
Που όμως θα βρεθούν οι πηγές της ανάπτυξης από δω κι εμπρός; Το πρόσφατο σενάριο του ΔΝΤ που προβλέπει ανάπτυξη με μέσο ρυθμό 3,4% ετησίως για το 2015-19 φαντάζει εξωπραγματικό. Πως θα παρουσιάσει ανοδικό δυναμισμό η κατανάλωση δεδομένου ότι οι μισθοί θα συνεχίσουν να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα; Γιατί να ανακάμψουν συστηματικά οι ιδιωτικές επενδύσεις, όταν οι δημόσιες επενδύσεις συρρικνώνονται και η βιομηχανική παραγωγή συνεχίζει να πέφτει, όπως έκανε κατά 5,7% τον Αύγουστο; Πόση μπορεί να είναι η τόνωση που θα έρθει από τις διεθνείς συναλλαγές, όταν οι εξαγωγές αγαθών δεν παρουσιάζουν απολύτως κανένα δυναμισμό και μάλιστα το ισοζύγιο στην εμπορία αγαθών παρουσιάζει και πάλι αυξανόμενα ελλείμματα; Πως θα στηρίξει την ιδιωτική οικονομία το τραπεζικό σύστημα το οποίο είναι ο ορισμός του ‘ζόμπι’ δεδομένου ότι κατέχει περίπου 80δις προβληματικών δανείων – για τα μισά εκ των οποίων δεν υπάρχει πρόβλεψη κάλυψης – και θα χρειαστεί το ίδιο στήριξη;
Η Ελλάδα χρειάζεται γρήγορη και σταθερή ανάκαμψη του παραγωγικού ιστού, αν πρόκειται να σταθεί ξανά στα πόδια της και να απορροφήσει τη γιγαντιαία ανεργία. Αλλά ο ιδιωτικός τομέας της ελληνικής οικονομίας έχει πληγεί βαρύτατα, το πλήγμα είναι δομικό και όχι απλώς κυκλικό και δεν διαφαίνονται για την ώρα οι μηχανισμοί συστηματικής ανάκαμψης. Τα όσα λέγονται περί ‘μεταρρυθμίσεων’ - δηλαδή η άσκηση επιπλέον πίεσης στους εργαζομένους – που θα οδηγήσουν σε ταχύρρυθμη ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, απλώς φέρνουν χαμόγελο. Στην καλύτερη περίπτωση δείχνουν βαθύτατη άγνοια του πως δημιουργείται πραγματικά η ανάπτυξη, ενώ στη χειρότερη είναι εκ του πονηρού.
Τον ρόλο του αναπτυξιακού καταλύτη στις σημερινές συνθήκες μπορεί να τον παίξει μόνο το Δημόσιο. Όσο όμως η δημοσιονομική πολιτική θα διαμορφώνεται μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια που θέτει η ΕΕ, με κύριο στόχο να εξυπηρετείται το τεράστιο χρέος και άρα να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4% για τα επόμενα χρόνια, τόσο το Δημόσιο δεν θα μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο του. Αν μάλιστα προστεθεί και η διαλυτική επίδραση των επικείμενων ιδιωτικοποιήσεων, αλλά κυρίως η απώλεια της ικανότητας δημόσιας παρέμβασης λόγω του άκρατου νεοφιλελευθερισμού της Τρόικα, τόσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα.
Το μη βιώσιμο χρέος και τα πολιτικά παιχνίδια της κυβέρνησης
Η μεγάλη δυσκολία της χώρας να επιστρέψει σε σταθερή ανάπτυξη γεννά βάσιμες αμφιβολίες για το κατά πόσο θα μπορεί εύκολα να εξυπηρετεί το τεράστιο χρέος της μακροπρόθεσμα. Αυτό είναι το νόημα του μη βιώσιμου χρέους, ότι κι αν λέει ο κ. Χαρδούβελης για τα υγιή ‘θεμελιώδη’ μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, όσες επιθετικές δηλώσεις κι αν κάνει ο κ. Βενιζέλος που εσχάτως μετεξελίχθηκε σε δεινό γνώστη της οικονομικής ορολογίας. Αυτή είναι και η βαθύτερη αιτία της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής αναταραχής, η οποία παράλληλα κατέδειξε τον παράλογο χαρακτήρα των διεθνών αγορών και την παθολογική φύση του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού.
Η έλλειψη μακροχρόνιας βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος, βλέπετε, δεν αποτελεί πρόβλημα καίριας σημασίας για τις διεθνείς αγορές - εδώ και τώρα. Πάνω από 250δις από το συνολικό όγκο των 320δις του ελληνικού χρέους βρίσκονται στα χέρια της ΕΚΤ, της ΕΕ και του ΔΝΤ, δηλαδή της Τρόικα, άρα δεν διατίθενται ελεύθερα προς εμπορία. Το επιτόκιο δε στα ποσά που κατέχει η ΕΕ είναι πολύ χαμηλό, περίπου 1% κατά μέσο όρο. Από την άλλη, οι αγορές ενδιαφέρονται εντονότατα για την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του υπόλοιπου χρέους - εδώ και τώρα. Ένα μεγάλο μέρος του βρίσκεται στην κατοχή χετζ φαντ και άλλων ‘σκιωδών επενδυτών’ που αγόρασαν ελληνικά ομόλογα (και μετοχές) τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς οι κεντρικές τράπεζες πλημμύρισαν τις αγορές με πάμφθηνη ρευστότητα. Οι ελληνικές αποδόσεις φαντάζουν ελκυστικές, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει κάποια εγγύηση αποπληρωμής. Η μόνη εγγύηση είναι φυσικά η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας υπό την εποπτεία της τρόικα. Αν αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της αναπτυξιακής καχεξίας, λίγο ενδιαφέρει τις αγορές.
Ενδιαφέρει όμως άμεσα το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Όσο οι φόροι στην ακίνητη περιουσία θα παραμένουν βαρύτατοι και η φτώχεια θα μεγαλώνει, τόσο πιο απίθανη θα γίνεται η επανεκλογή της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Το επιτελείο του Μαξίμου είχε λοιπόν τη φαεινή ιδέα να εμφανιστεί ως επικεφαλής του αντι-μνημονιακού αγώνα, με την προοπτική να απεμπλακεί αμέσως από το ΔΝΤ – και όχι το 2016, όπως προβλέπει το Μνημόνιο – καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας τα επόμενα δύο χρόνια (που θα κυμανθούν στα 20-30δις ευρώ) από τις ανοιχτές αγορές. Κυνικότερος, ερασιτεχνικότερος και ατυχέστερος χειρισμός δεν θα μπορούσε να γίνει, δεδομένου μάλιστα ότι η προσπάθεια της Ελλάδας να δανειστεί 3δις από τις ανοιχτές αγορές τον Ιούλιο ουσιαστικά απέτυχε.
Στις εξαιρετικά τεταμένες συνθήκες των διεθνών αγορών η ελληνική πρωτοβουλία έγινε αντιληπτή ως προσπάθεια να ξεγλιστρήσει η χώρα από την πολιτική λιτότητας, άρα έθεσε εν αμφιβόλω την σταθερή εξυπηρέτηση του χρέους της. Η φανερή διαφωνία του ΔΝΤ και της ΕΕ με τους πολιτικάντικους ερασιτεχνισμούς της κυβέρνησης έφερε βίαιη αντίδραση. Οι ‘σκιώδεις’ κερδοσκόποι πούλησαν ομόλογα και μετοχές ταχύτατα και, σε μια τόσο ρηχή αγορά όσο η ελληνική, οδήγησαν το χρηματιστήριο σε κατάρρευση κι εκτόξευσαν το επιτόκιο των ομολόγων στο 9%. Ο κυβερνητικός χειρισμός κατέρρευσε και μαζί του και η τελευταία ελπίδα της τραγικής κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου να διασωθεί.
Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ
Το πιο αμείλικτο μήνυμα των αγορών στάλθηκε όμως προς την αντιπολίτευση. Παρά το ότι δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, οι διακηρύξεις του είναι ξεκάθαρες: θα επιδιώξει βαθιά διαγραφή του χρέους, άρση της λιτότητας, παρέμβαση ανακούφισης για τα λαϊκά στρώματα και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Οι επιδιώξεις του είναι απολύτως λογικές και απαραίτητες για μια χώρα που βρίσκεται στην κατάσταση της Ελλάδας. Αλλά αυτού του είδους η λογική μικρή σχέση έχει με τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η πανωλεθρία που υπέστη η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου έδειξε ότι μια κυβέρνηση με το διακηρυγμένο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει εντονότατη επίθεση των αγορών, με μεγάλη άνοδο των επιτοκίων και πτώση του χρηματιστηρίου. Η αστάθεια και η ανησυχία θα είναι μεγάλη και για τις τράπεζες και για τις επιχειρήσεις. Αλλά για μια κυβέρνηση που δεν θα έχει ως στόχο της την επιστροφή στις αγορές - όπως θα πρέπει να είναι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - η επίθεση των αγορών δεν θα έχει καθοριστική σημασία, δεδομένου μάλιστα ότι οι δανειακές ανάγκες της Ελλάδας είναι πια πολύ περιορισμένες, αν εξαιρέσει κανείς την εξυπηρέτηση του χρέους. Ψυχραιμία, λοιπόν, θα χρειαστεί, άμεσα μέτρα στήριξης τραπεζών και επιχειρήσεων, καθώς και μεθοδική προετοιμασία του ελληνικού λαού ώστε να μην φοβηθεί.
Καταλυτική όμως θα είναι η στάση που θα κρατήσει η ΕΕ και ειδικότερα η ΕΚΤ. Στις παρούσες συνθήκες των αγορών το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται όσοι καθορίζουν την πορεία της ΕΕ είναι μια κυβέρνηση περιφερειακής χώρας που θα προκαλεί αναταραχή επιδιώκοντας διαγραφή χρέους και αποκηρύσσοντας τη λιτότητα. Ο κίνδυνος γενικευμένης ανάφλεξης θα είναι πολύ μεγάλος. Αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι θα ασκηθούν τεράστιες πιέσεις στη νέα κυβέρνηση για να τηρήσει τα συμφωνημένα από τις προηγούμενες, να παραμείνει στο γενικό πλαίσιο του ελληνικού προγράμματος και να ξεχάσει τα περί βαθιάς διαγραφής χρέους. Στην ουσία να εγκαταλείψει το διακηρυγμένο πρόγραμμά της. Κανείς δε βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τον κ. Ντράγκι για να ασκήσει τέτοια πίεση, εκβιάζοντας ευθέως με την απειλή διακοπής της παροχής ρευστότητας στις τράπεζες, όπως ήδη έκανε στην περίπτωση της Κύπρου το 2013.
Ο ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα έχει επιδοθεί σε εκστρατεία ενημέρωσης των ισχυρών της Ευρώπης προσπαθώντας να τους πείσει για τη λογική που διέπει τις θέσεις του και για την απόφασή του να βρει ‘ευρωπαϊκή’ λύση. Καλό είναι φυσικά να ενημερώνει τα διεθνή φόρα για τις θέσεις του, αλλά ακόμη καλύτερο είναι να έχει αντίληψη των συμφερόντων του αντιπάλου. Καλό είναι επίσης να θυμούνται οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι μηχανισμοί της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας χαρακτηρίζονται από καλούς τρόπους, ευγένεια προς τον συνομιλητή τους και τη συνήθεια να ακούνε τον άλλο, αλλά παραμένουν άτεγκτοι υπερασπιστές των συμφερόντων τους, σκληροί και βαθιά υπεροπτικοί.
Δεν υπάρχουν ‘λογικοί’ διαπραγματευτές με τους οποίους θα συνδιαλλαγεί μια ριζοσπαστική ελληνική κυβέρνηση. Η μόνη πραγματική ισχύς της απέναντι στους εκβιασμούς που αναπόφευκτα θα ασκηθούν θα είναι η λαϊκή στήριξη και αποφασιστικότητα. Για να υπάρξει τέτοια στήριξη απαιτείται καθαρότητα οικονομικής και πολιτικής ανάλυσης, απόρριψη των εκβιασμών, ετοιμότητα για ρήξεις και προετοιμασία των λαϊκών στρωμάτων για σκληρή δοκιμασία. Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων είναι ίσως το τελευταίο καμπανάκι για τον ΣΥΡΙΖΑ και η τελευταία ευκαιρία για τη χώρα να επιδιώξει την αλλαγή που χρειάζεται με ρεαλιστικό τρόπο.