Ο καγκελάριος Βίσμαρκ είναι γνωστός για τις αποστροφές του που συχνά-πυκνά χρησιμοποιούν με στόμφο και Έλληνες πολιτικοί, όπως την υποτιθέμενη ρήση του για τους ‘τρεις καθηγητές που αρκούν για να καταστρέψουν τη χώρα’. Και ο γράφων έχει βρεθεί αντιμέτωπος με την εξυπνάδα αυτή από ανθρώπους που το αναγνωστικό τους εύρος είναι στην καλύτερη περίπτωση συλλογές ρήσεων μεγάλων ανδρών. Υπάρχει όμως μια αποστροφή του Βίσμαρκ που έχει θαυμαστή εφαρμογή στη χώρα μας και αναφέρεται στο Zivilcourage, δηλαδή το ‘θάρρος των πολιτών’, ή ίσως το ‘ηθικό θάρρος’. Το 1864 ο Βίσμαρκ αποδοκιμάστηκε στο πρωσικό κοινοβούλιο για μια παρατήρηση που έκανε και συγγενής του που ήταν παρών φέρεται να του είπε: ‘Είχατε δίκιο σ’ αυτό που είπατε, αλλά δε λεγόταν δημόσια’. Η απάντηση του Βίσμαρκ ήταν: ‘Αν έχετε αυτή τη γνώμη, έπρεπε να με είχατε υποστηρίξει. Αλλά συμβαίνει συχνά σε ευυπόληπτους πολίτες να μην έχουν το ‘θάρρος των πολιτών’’.
Το ΄θάρρος των πολιτών’ είναι απαραίτητο στοιχείο για τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας - εμπόδιο στην άσκηση ανεξέλεγκτης εξουσίας και ανάχωμα στην εμφάνιση αυταρχισμού. Δεν είναι προφανώς το ίδιο με το στρατιωτικό θάρρος, ούτε με το θάρρος που απαιτείται για να σταθεί κανείς αντιμέτωπος σε μια δικτατορία, ή σε ένα φασιστικό κίνημα. Είναι μάλλον το θάρρος να διατυπώνει ευθέως αυτό που πολλοί πιστεύουν και σκέφτονται, αλλά δεν τολμούν να το πουν γιατί φοβούνται την εναντίωση με το κοινά αποδεκτό. Είναι το αντίθετο από αυτό που στα ελληνικά λέμε ‘δε θα βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα’.
Το ΄θάρρος των πολιτών’ πρέπει καταρχήν να το έχουν οι πνευματικοί και κοινωνικοί ταγοί, οι οποίοι είναι κατά τεκμήριο καλύτερα ενημερωμένοι και διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, είτε με το λόγο τους, είτε με τις πράξεις τους. Πρέπει επίσης να το έχουν οι μετέχοντες στην πολιτική ζωή γιατί η στοιχειώδης λειτουργία της αστικής δημοκρατίας βασίζεται στην ανοιχτή ανταλλαγή απόψεων – έτσι επικράτησε ιστορικά απέναντι στα απολυταρχικά καθεστώτα. Μέχρι το σημείο αυτό δεν είμαστε πολύ μακριά από τους ‘ευυπόληπτους πολίτες’ του Βίσμαρκ. Στις ώριμες αστικές κοινωνίες όμως, όπου τα λαϊκά στρώματα έχουν βαρύνουσα παρουσία, το ‘θάρρος των πολιτών’ πρέπει να παίρνει και μορφή που να εκφράζεται από θεσμούς ‘της βάσης’, όπως τα εργατικά σωματεία, ή οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τα πολιτικά κόμματα. Ένας από τους ιστορικούς ρόλους της Αριστεράς, για παράδειγμα, με καταλυτική σημασία για τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας, είναι να λέει αυτά που πολλοί γνωρίζουν αλλά δεν ομολογούν.
Στα χρόνια της κρίσης φάνηκε ότι το ‘θάρρος των πολιτών’ ήταν και παραμένει είδος εν ανεπαρκεία στη χώρα μας. Η δημόσια συζήτηση βασίστηκε στον ακατάσχετο αναμηρυκασμό του ‘είπα – είπες – είπε’, με ατελείωτα προγράμματα στην τηλεόραση, παράθυρα και κουβέντες για την κρίση. Καίριος και ο ρόλος των εκπροσώπων τύπου των κομμάτων, με προβολή πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η πολυλογία και οι λεκτικές κοκκορομαχίες δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να συγκαλύπτουν την έλλειψη ‘θάρρους των πολιτών’. Ήταν κατά κανόνα εντός του ‘αποδεκτού’ πλαισίου, με εξαιρετικά αυστηρούς κανόνες για το τι μπορεί να ειπωθεί δημόσια και τι όχι. Η κατάσταση δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει, παρά τις βαθιές πολιτικές μεταβολές των τελευταίων χρόνων.
Να τονίσω, επ’ ευκαιρία, ότι ‘θάρρος των πολιτών’ δε χρειάζεται να έχουν ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι, η κύρια δουλειά των οποίων είναι να μεταφέρουν με εντιμότητα τα γεγονότα και τις απόψεις άλλων. Στη χώρα μας υπάρχει το παράδοξο να έχουν ορισμένοι δημοσιογράφοι εξαιρετική ισχύ στη διαμόρφωση του κοινά ‘αποδεκτού’ εκφέροντας απροκάλυπτα τη δική τους γνώμη ως είδηση, ή ως αυταπόδεικτη αλήθεια. Αναμφίβολα οφείλεται στο καθεστώς ιδιοκτησίας των ΜΜΕ, αλλά με μια ευρύτερη έννοια δεν είναι παρά αντανάκλαση της γενικότερης έλλειψης ‘θάρρους των πολιτών’. Αν αυτό υπήρχε, η δημόσια συζήτηση θα ήταν πολύ πιο ουσιαστική και η γνώμη των μεγαλοδημοσιογράφων, οι οποίοι είναι εξ ορισμού ετερόφωτοι, θα είχε πολύ μικρότερο αντίκτυπο.
Τους μήνες που έρχονται θα πρέπει για μια ακόμη φορά να ληφθούν αποφάσεις τεράστιας σημασίας για θέματα όπως η αναδιάρθρωση του χρέους, η διαμόρφωση δημοσιονομικής πολιτικής που επιτέλους θα βοηθάει την ανάπτυξη, η μείωση της ανεργίας, η αντιμετώπιση της ανισότητας, η παροχή επαρκών τραπεζικών πιστώσεων στην οικονομία, η τόνωση των επενδύσεων και πολλά άλλα. Τον πρώτο λόγο θα έχει φυσικά η κυβέρνηση. Καθοριστικός παράγοντας όμως θα είναι η δράση της κοινωνίας που θα εξαρτηθεί από την πληροφόρηση και τη δημόσια συζήτηση. Ατυχώς οι όροι της παραμένουν εξαιρετικά προβληματικοί.
Ένα παράδειγμα αρκεί για να φανεί το πρόβλημα. Πως θα ληφθούν αποφάσεις για την πολιτική ανάπτυξης όταν δεν ομολογείται ανοιχτά πως η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος κατά τη διάρκεια της κρίσης συνιστά σκάνδαλο; Δεν αναφέρομαι απλώς στα μυθώδη ποσά που δανείστηκε ο ελληνικός λαός για να διασωθεί η ατομική ιδιοκτησία και η ιδιωτική διοίκηση των τραπεζών. Δεν έχω καν στο μυαλό μου την ανυπαρξία πιστώσεων που πνίγει την ελληνική οικονομία. Αυτό που πραγματικά δείχνει την έλλειψη ‘θάρρους των πολιτών’ είναι η μη αναφορά στο σκάνδαλο της υπερσυγκέντρωσης των τραπεζών που επιτελέστηκε με αδιαφανή τρόπο κι έχει φέρει στο επίκεντρο των πιστωτικών πραγμάτων ανθρώπους και εταιρείες που κανείς δε θα φανταζόταν το 2010. Δεδομένης της ισχύος των τραπεζών και της διείσδυσής τους στην παραγωγή, πρόκειται για εξέλιξη άκρως αρνητική για την πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας. Ο διεθνής τύπος έχει ήδη κάνει τεκμηριωμένες αναφορές στο ζήτημα. Στην Ελλάδα τηρείται σιγή ιχθύος ακριβώς απ’ αυτούς που όφειλαν να φέρουν το θέμα στο προσκήνιο – δημοσιογράφους, οικονομολόγους, πολιτικούς όλων των αποχρώσεων.
Η κουλτούρα μιας χώρας δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν θα υπάρξει ξαφνική κρίση παρρησίας στους έχοντες και κατέχοντες, ούτε πρόκειται να εμφανιστούν μηχανισμοί από τα κάτω που θα μιλούν με καθαρότητα από την πλευρά των λαϊκών στρωμάτων. Αφού κάτι τέτοιο δεν συνέβη μετά τις μαζικές κινητοποιήσεις των Αγανακτισμένων, δεν πρόκειται να συμβεί τους επόμενους μήνες. Το βάρος λοιπόν πέφτει στην Αριστερά που έχει εμφανιστεί ως διεκδικητής της εξουσίας. Κι εδώ τα σημάδια είναι ανησυχητικά.
Υπάρχει φυσικά το ΚΚΕ που έχει αναγάγει σε επιστήμη την τέχνη του να μιλάς σκληρά επί του αφηρημένου, αλλά με αβρότητα επί του συγκεκριμένου. Ας το αφήσουμε όμως κατά μέρος γιατί το κύριο πρόβλημα είναι η αξιωματική αντιπολίτευση, όπου το στρογγύλεμα και η γενικότερη λεκτική αναδίπλωση αρχίζουν να παίρνουν μορφή επιδημίας. Ποια μπορεί να είναι η ουσιαστική συμβολή στην αντιμετώπιση των καυτών προβλημάτων ενός ακόμη πολιτικού φορέα που κινείται στα πλαίσια του ‘αποδεκτού’ και μιλάει τη γλώσσα της ‘λογικής’ για να πάρει την εξουσία; Η απάντηση είναι φανερή και δε χρειάζεται καν να ειπωθεί.
Τα λαϊκά στρώματα έχουν επανειλημμένως δείξει ότι απαιτούν ευθύτητα και παρρησία από την πολιτική ηγεσία και τους κομματικούς φορείς συνολικά. Δε συγκινούνται από τα στρογγυλέματα και παίρνουν κυνική στάση όταν αντιλαμβάνονται το ‘μια από τα ίδια’. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει στον ελληνικό λαό να έχει το ΄θάρρος των πολιτών’ στην αντιμετώπιση των καυτών προβλημάτων της χώρας και όχι να γυρεύει κοινούς παρονομαστές και ανώδυνες διατυπώσεις διεύρυνσης προς το κέντρο. Αυτός ο δρόμος ούτε την αλλαγή των κοινωνικών πραγμάτων θα φέρει, ούτε την πολιτική πρωτοκαθεδρία θα δώσει.