Από τη στιγμή που ξέσπασε η ελληνική κρίση το μεγάλο πολιτικό ζητούμενο ήταν να σχηματιστεί ένα μέτωπο που θα μπορούσε να τη λύσει υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Δυστυχώς το μέτωπο δεν σχηματίστηκε και τα κόμματα εξουσίας – ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με την ευγενική συνδρομή της ΔΗΜΑΡ και του ΛΑΟΣ – κράτησαν τη χώρα στον καταστροφικό δρόμο των Μνημονίων. Παρά τα όσα λέγονται, η αποτυχία δεν οφείλεται στην θεσμική, πολιτική, ηθική και ψυχολογική φθορά της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες. Απεναντίας, το 2010-11 η κοινωνία έδειξε ότι έχει και τη διάθεση και τη δύναμη για να αλλάξει τα πράγματα. Γέννησε κινήματα όπως το ‘Δεν πληρώνω’, στράφηκε με ενδιαφέρον προς νέες προσπάθειες όπως η ΕΛΕ, δημιούργησε μέγα πλήθος τοπικών πρωτοβουλιών αλληλεγγύης, απέρριψε θυμωμένα το παλιό πολιτικό προσωπικό και συνέτριψε εκλογικά το ΠΑΣΟΚ.
Το πρόβλημα προήλθε κυρίως από το πολιτικό σύστημα, η δομική ανεπάρκεια του οποίου φάνηκε στις αρχές του 2012 όταν τρία πράγματα ξεκαθαρίστηκαν. Πρώτον, ότι η κρίση ήταν βαθύτατη και οποιαδήποτε άλλη πορεία εκτός από τη μνημονιακή θα απαιτούσε βίαιη ρήξη με το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και πάνω απ’ όλα με την ΟΝΕ. Δεύτερον, ότι τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς που θα έπρεπε να πάρουν την πρωτοβουλία για το σχηματισμό του μετώπου, στην πραγματικότητα έτρεμαν τη ρήξη και τις ευθύνες της. Τρίτον, ότι οι δυνάμεις που ήθελαν τη ρήξη ήταν αδοκίμαστες και συχνά έπασχαν από αθεράπευτο μικρομεγαλισμό.
Πιο συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο μεγάλος κερδισμένος των κοινωνικών αγώνων του 2010-11, είχε μετωπικά χαρακτηριστικά από καταβολής του και μιλούσε τη γλώσσα των κινημάτων και της οριζόντιας οργάνωσης. Δυστυχώς αποδείχθηκε ότι δεν ήταν πραγματικός μετωπικός σχηματισμός οργανικά δεμένος με τα λαϊκά στρώματα, αλλά ένα εκλογικό όχημα που αναπαρήγαγε ξεπερασμένες κομματικές και κοινοβουλευτικές πρακτικές. Δύσκολα θα γινόταν αλλιώς, αφού ο στόχος της ηγεσίας του ήταν η αποφυγή της ρήξης και η δημιουργία μια νέας Ευρώπης με την επιδιόρθωση των θεσμών της παλιάς.
Το ΚΚΕ χάθηκε στους βάλτους του σεκταρισμού του. Αντιμέτωπο με τη βαθύτερη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού από το τέλος του Εμφυλίου, το ηγετικό κόμμα της ελληνικής Αριστεράς πολιτεύτηκε σαν αριστερίστικο γκρουπούσκουλο της δεκαετίας του 1970. Μίλησε για την ανάγκη μετώπου, αλλά για το σχηματισμό του θεώρησε ότι πρέπει να υπάρξει συμφωνία για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η λύση της κρίσης θα έρθει με τη Λαϊκή Εξουσία που θα χτυπήσει τα μονοπώλια …
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφού ξόδεψε χιλιάδες εργατοωρών σε συζητήσεις περί μετώπου, αποδείχθηκε μια ασταθής πολιτική συμπαράταξη με ειδικό βάρος μικρότερο από το άθροισμα των οργανώσεων που την απαρτίζουν. Τέλος, οι άλλες πολιτικές οργανώσεις του ευρύτερου αριστερού χώρου, όπως το Σχέδιο Β και το ΕΠΑΜ, δεν κατόρθωσαν να αποκτήσουν ούτε την κοινωνική γείωση, ούτε την προγραμματική πειθώ για να λειτουργήσουν ως καταλύτες του μετώπου.
Η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος και η αδυναμία σχηματισμού του αναγκαίου μετώπου έπαιξαν καίριο ρόλο στην υποχώρηση της αγωνιστικότητας το 2012-13, καθώς η ανεργία γιγαντωνόταν. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ, όσο ευπρόσδεκτη κι αν είναι, παραμένει ‘ανάθεση’ σε άλλους των αλλαγών που τα λαϊκά στρώματα νιώθουν ότι δε μπορούν να επιτελέσουν τα ίδια. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και ενθουσιασμός ούτε καν ανάμεσα στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα στο κλίμα αυτό ανέκαμψε και το παλιό πολιτικό προσωπικό – ως και οι αναιδέστατοι κήρυκες του ‘μαζί τα φάγαμε’ – που άρχισε να παριστάνει την πρωτοπορία της ‘μεταρρύθμισης’.
Το ερώτημα είναι, και τώρα τι γίνεται; Όσο κι αν ακουστεί παράδοξο, η απάντηση είναι ότι το μέτωπο είναι σήμερα και πιο εφικτό και πιο απαραίτητο από ποτέ. Οι λόγοι είναι πολλοί, πέντε εκ των οποίων αξίζει να αναφερθούν.
Πρώτον, η ελληνική κρίση έπαψε να είναι οξεία. Δεν υπάρχουν τεράστια ελλείμματα ούτε στο δημοσιονομικό πεδίο, ούτε στις εξωτερικές συναλλαγές, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει η ασφυκτική πίεση του 2010-12 για άμεσο δανεισμό. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο δεν τίθεται θέμα άμεσης εξόδου από την ΟΝΕ και ανάκτησης της κυριαρχίας στη νομισματική πολιτική. Το αντίτιμο είναι φυσικά η καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας, με πρωτοφανή συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού και τεράστια ανεργία.
Δεύτερον, η ελληνική κρίση μετεξελίσσεται σε χρονία. Δεν πρόκειται να υπάρξει δυναμική ανάκαμψη με την τρέχουσα πολιτική και τα ανόητα ιδεολογήματα περί ιδιωτικοποιήσεων και ξένων επενδύσεων. Στο ορατό μέλλον η παραγωγή θα χωλαίνει, η ανεργία θα παραμείνει πολύ μεγάλη, οι εργαζόμενοι με υψηλή εξειδίκευση θα μεταναστεύουν, το χρέος θα λειτουργεί ως τροχοπέδη, οι εισοδηματικές ανισότητες θα διευρύνονται, το κράτος πρόνοιας θα φυτοζωεί. Η Ελλάδα περιθωριοποιείται και η εθνική της κυριαρχία μειώνεται, καθώς οι μηχανισμοί εξουσίας γίνονται αυταρχικότεροι δημιουργώντας ολοένα και πιο σύνθετα ζητήματα δημοκρατίας.
Τρίτον, το πολιτικό σύστημα παραμένει βαθύτατα απαξιωμένο, όπως κατέδειξε ο κατακερματισμός του εκλογικού σώματος στις πρόσφατες εκλογές, αλλά ακόμη περισσότερο το υψηλό ποσοστό αποχής. Η κοινωνία συνεχίζει να αποζητά το καινούργιο και συχνά ψηφίζει με δυσκολία κάποιο από τα κόμματα που έχει μπροστά της. Είναι έτοιμη να δώσει ένα εξωφρενικό εκλογικό ποσοστό στο τελείως ανερμάτιστο Ποτάμι επειδή θορυβεί και υπόσχεται κάτι καινούργιο.
Τέταρτον, έχει γίνει πλέον συνείδηση ότι δεν πρόκειται να σχηματιστεί μέτωπο μέσω συμφωνίας κορυφής των κομματικών σχηματισμών. Το πολιτικό σύστημα είναι απολύτως ανίκανο για κάτι τέτοιο. Το μέτωπο – αν υπάρξει – θα σχηματιστεί από ανεξάρτητες πρωτοβουλίες και κινήσεις, χωρίς φυσικά να αποκλείει τις πολιτικές οργανώσεις.
Πέμπτον, η νεολαία παραμένει μακριά από όσα έχουν συμβεί στην Ελλάδα της κρίσης, σχεδόν αρνείται να εμπλακεί σε διαδικασίες που θεωρεί ξεπερασμένες και ατελέσφορες. Το φαινόμενο αυτό παρεμπιπτόντως παρατηρείται σε ολόκληρη την Ευρώπη και δεν είναι απλώς ελληνικό. Οι νέοι ψάχνουν για κάτι καινούργιο που δεν το βρίσκουν στα πολιτικά κόμματα, ούτε της Αριστεράς.
Στις συνθήκες αυτές οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ισπανία αποκτούν μεγάλη σημασία και μπορούν να λειτουργήσουν ως οδηγός και για τη χώρα μας. Οι όροι σαφώς υπάρχουν για να εμφανιστεί ένας μετωπικός σχηματισμός που δεν θα στηρίζεται σε συμφωνίες κομμάτων, θα ενσωματώνει ισότιμα νέες συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών και θα επιδιώκει οριζόντιες μορφές οργάνωσης. Η σημερινή αδράνεια και ηττοπάθεια είναι φυσιολογικά επακόλουθα της απογοήτευσης από την πορεία των τελευταίων χρόνων. Παρ' όλα αυτά, η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να προσβλέπει σε ένα φορέα που θα προσφέρει συνεκτική και ριζοσπαστική λύση για μια κρίση που μεταλλάσσεται σε χρόνια. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει μια αξιόπιστη πρωτοβουλία που θα θέσει ανοιχτά το πρόβλημα, θα προκαλέσει δημόσια συζήτηση και θα καταφέρει να κινητοποιήσει τις χιλιάδες που θέλουν να δράσουν.