Η Ειρήνη Γκίνη, ή Μίρκα Γκίνοβα, ήταν μια από τις χιλιάδες γυναίκες που πήραν μέρος στους αγώνες του ελληνικού λαού τη δεκαετία του 1940. Κέρδισε μια θέση στην Ιστορία όχι τόσο με τη δράση της, όσο με το τραγικό της τέλος. Με απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου Γιαννιτσών εκτελέστηκε στις 6 το πρωί της 26ης Ιουλίου του 1946 μαζί με άλλους έξι συναγωνιστές της στο χώρο του νεκροταφείου της πόλης. Ήταν η πρώτη εκτέλεση γυναίκας από τον ελληνικό στρατό. Ήταν επίσης μία από τις πρώτες αιματηρές εφαρμογές του περιβόητου Γ’ Ψηφίσματος που ακολούθησε τις εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946 και οδήγησε σε εκατόμβες κομμουνιστών.
Για χρόνια η μνήμη της Γκίνη επέζησε στην Ελλάδα μόνο προφορικά, μαζί με τις κρυφές κουβέντες για τα κομμένα κεφάλια ανδρών και γυναικών στις πλατείες, ως μια ακόμη ιστορία της αιματοβαμμένης δεκαετίας του 1940. Αλλά και σήμερα, όταν πια τα απομνημονεύματα και οι αναψηλαφήσεις εκείνης της εποχής έχουν γίνει πλήθος, η ιστορία της παραμένει σχετικά άγνωστη. Δε χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να βρει την αιτία. Η Γκίνη ήταν κομμουνίστρια, προερχόταν όμως από την ακατονόμαστη μειονότητα του βορειοελλαδικού χώρου και έδρασε πολιτικά στα πλαίσια τόσο της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, όσο και του ΝΟΦ. Ανήκε λοιπόν στο δύσκολο περιθώριο που δεν επιδέχεται εύκολη κατηγοριοποίηση, ούτε από τα αριστερά, ούτε από τα δεξιά κι έτσι παραμένει με έναν τρόπο στα αζήτητα της ελληνικής ιστορίας.
Το παράδοξο είναι ότι ακριβώς για τον ίδιο λόγο η Γκίνη έχει περάσει στον ‘ιστορικό κανόνα’ της ΠΓΔΜ. Όσοι παρατηρούν ψύχραιμα τις εξελίξεις της γείτονος και δεν παθαίνουν εθνικότροπη αποπληξία ακόμη και μόνο στο άκουσμα του μακεδονισμού, θα γνωρίζουν ότι η διαμόρφωση εθνικού χαρακτήρα έχει προχωρήσει με εντατικούς ρυθμούς τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Στοιχεία της ‘Μακεδονίας του Αιγαίου’ έχουν μπει πλέον για τα καλά στο ιστορικό αφήγημα της ΠΓΔΜ. Ο χαλασμός της Νάουσας το 1822, για παράδειγμα, ο οποίος στην Ελλάδα θεωρείται κομμάτι της Ελληνικής Επανάστασης, εμφανίζεται στο αφήγημα της γείτονος ως η πρώτη εθνική εξέγερση των ‘Μακεδόνων’. Με τον ίδιο τρόπο η Ειρήνη Γκίνη, ή μάλλον η Μίρκα Γκίνοβα, έχει μετατραπεί σε ηρωίδα του ‘εθνικού αγώνα των Μακεδόνων’ κατά τη δεκαετία του 1940. Ονόματα οδών και πολιτιστικών κέντρων, αγάλματα και τραγούδια έχουν αφιερωθεί στην υποτιθέμενη μάρτυρα του μακεδονισμού. Σε τέτοιες παράξενες ατραπούς κινείται η Ιστορία.
Η Ειρήνη Γκίνη, η Μίρκα για τους συναγωνιστές της, γεννήθηκε στα Ξανθόγεια του νομού Πέλλας, το Ρουσίλοβο στα σλαβομακεδόνικα, ένα χωριό στην εθνική οδό Έδεσσας-Φλώρινας στην περιοχή του Καϊμάκτσαλαν. Σπούδασε στο διδασκαλείο της Καστοριάς και δούλεψε ως δασκάλα στα χωριά της περιοχής λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Στην Κατοχή μπήκε στην ΕΠΟΝ και τον ΕΛΑΣ, αλλά εντάχθηκε και στις αντιστασιακές οργανώσεις της σλαβομακεδονικής μειονότητας. Το 1945-6 ήταν ένα από τα κύρια στελέχη του ΝΟΦ στην περιοχή, με έντονη δράση σε θέματα γυναικείας απελευθέρωσης. Η λαϊκή μνήμη την αναφέρει ως όμορφη γυναίκα και αγαπητή δασκάλα, αλλά και ως άτομο με ξεχωριστές πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες. Το καλοκαίρι του 1946 συνελήφθη μαζί με άλλα τοπικά πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ και του ΝΟΦ στην περιοχή του χωριού Μαργαρίτα (Πότσεπ) στο Καϊμάκτσαλαν, όπου είχαν βρεθεί - υποτίθεται υπό την προστασία των ενόπλων τμημάτων των οργανώσεων - για να μπορέσουν να συνεδριάσουν σε συνθήκες σκληρής παρανομίας. Οδηγήθηκαν στην Ασφάλεια της Έδεσσας και βασανίστηκαν ανελέητα. Ακολούθησε Έκτακτο Στρατοδικείο στα Γιαννιτσά κι εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. Με αυτόν τον τρόπο η Μίρκα πέρασε στην Ιστορία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Γκίνη ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα για την εποχή της. Όταν εκτελέστηκε ήταν το πολύ τριάντα χρονώ και είχε ζήσει ανύπαντρη και ανεξάρτητη σε μια φτωχή και συντηρητική κοινωνία. Ανέλαβε ρόλο ηγετικό σε συνθήκες εξαιρετικού κινδύνου, βασανίστηκε σκληρά και να εικάσει μόνο μπορεί κανείς τι σήμαινε η ανεξαρτησία της ως γυναίκα για τους βασανιστές της. Δε δίστασε να θυσιάσει τη ζωή της και, αν πιστέψουμε όσα η λαϊκή μνήμη διατηρεί, κράτησε στάση εξαιρετικά θαρραλέα στο στρατοδικείο. Πέθανε, σύμφωνα με το λαϊκό θρύλο, πιστή στα κομμουνιστικά της ιδεώδη. Είναι βέβαιο ότι αγωνίστηκε για τα δικαιώματα της μειονότητας, αλλά ούτε οι μαρτυρίες των συναγωνιστών της, ούτε κανένα άλλο στοιχείο δείχνουν ότι ήταν εθνικίστρια. Είναι απίθανο επίσης να προέρχονταν από οικογένεια αδιάλλακτου μακεδονισμού, καθώς το ελληνικό κράτος την εποχή εκείνη δεν εκπαίδευε ως δασκάλους ‘ύποπτα στοιχεία’ από τη μειονότητα.
Αναμφίβολα η Ειρήνη Γκίνη υπήρξε ηρωίδα, αλλά όχι όπως την αναφέρει το ιστορικό αφήγημα της γείτονος. Έζησε και πέθανε με τρόπο που δείχνει αποφασιστικότητα, πίστη στις ιδέες της, ανεξαρτησία χαρακτήρα, αλλά και αγάπη για τη ζωή. Πάνω απ’ όλα η Γκίνη ανήκει στην ελληνική ιστορία, ό,τι κι αν πίστευαν οι διώκτες της ή το μισαλλόδοξο ελληνικό κράτος του Μεσοπολέμου και του Εμφυλίου και είναι ένα κομμάτι εκείνης της σκληρής ιστορικής πραγματικότητας που με ένα υπόστρωμα βίας, καταπίεσης και προσαρμογής έφτιαξε τη σύγχρονη ελληνική Μακεδονία. Άνθρωποι όπως η Γκίνη απεικονίζουν εναργέστατα την αμείλικτη διαδικασία μέσα από την οποία σχηματίστηκε η μεταπολεμική Ελλάδα. Εδώ βρίσκεται και η πραγματική της εκδίκηση απέναντι στους βασανιστές της που τη σκότωσαν στο όνομα της Ελλάδας, αλλά οι ίδιοι είναι καταδικασμένοι να ξεχαστούν.
Η συζήτηση με το Φιλώτα Αδαμίδη που παρατίθεται στο τέλος αυτού του κειμένου φέρνει στο φως ορισμένες άγνωστες λεπτομέρειες από τη σύλληψη της Μίρκας. Ο Φιλώτας Αδαμίδης – ο καπετάν Κατσώνης της περιοχής του Πάικου, του Βέρμιου και του Καϊμάκτσαλαν – είναι κι αυτός μια σημαντική ιστορική φυσιογνωμία της εποχής. Αξιωματικός εξ εφέδρων του ελληνικού στρατού, έλαβε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και στη μάχη της Κρήτης, ήταν καπετάνιος και διοικητής τάγματος στο 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στο Πάικο και το Καϊμάκτσαλαν και πολέμησε με το ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο. Μέλος του ΚΚΕ, αλλά πάντα με την παρρησία του μαχητή, έζησε για 33 χρόνια εξόριστος στην Τσεχοσλοβακία.
Σήμερα, σε ηλικία 97 ετών, ο Φιλώτας Αδαμίδης ζει στην πόλη του, τη Νάουσα, και παραμένει πνεύμα δραστήριο και πιστό στα ιδανικά της νιότης του, έστω κι αν η πραγματικότητα του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ τον απογοήτευσε βαθιά. Η συζήτηση έγινε στο σπίτι του το Μάρτιο του 2014 και παρόντες ήταν οι φίλοι Αλέξανδρος Οικονόμου και Πέτρος Στοΐδης, οι οποίοι είχαν και την επιμέλεια της έκδοσης των αναμνήσεών του που σύντομα θα κυκλοφορήσουν με τίτλο ‘Πορεία Αγώνων’ από την Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος».
Με τον χαρακτηριστικά γήινο τρόπο της περιοχής ο Κατσώνης μας μεταφέρει τη σύγχυση, τις απλές αμέλειες, αλλά και τη λιγοψυχία που κατέληξαν στην εκτέλεση της Ειρήνης Γκίνη και των άλλων συντρόφων της το τραγικό πρωινό της 26ης Ιουλίου 1946. Αυτός οδήγησε τη Μίρκα και τους υπόλοιπους πολιτικούς έξω από τον πρώτο κλοιό του κυβερνητικού αποσπάσματος στο Καϊμάκτσαλαν. Οι μικρές λεπτομέρειες της αφήγησής του, ειπωμένες λαϊκά, δίνουν ένα μοναδικό υπόβαθρο αυθεντικότητας στα ιστορικά γεγονότα. Ο Κατσώνης φοράει το καφέ παλτό που ανήκε στον περίφημο καπετάν Λασσάνη (Θανάση Γκένιο) και του το είχε χαρίσει ο ίδιος, όταν ο Κατσώνης βγήκε στην περιοχή του Πάικου για το δεύτερο αντάρτικο. Τον δυσκολεύει όμως στο κράτημα της ιταλικής αραβίδας, καθώς σιωπηλά οδηγεί τους πολιτικούς μέσα από μια χαράδρα προσπαθώντας να τους πάει στα ασφαλή δασωμένα. Το βγάζει, λοιπόν, και το δίνει στη Μίρκα για να μπορέσει να συγκεντρωθεί στην αποστολή του, μέχρι να καταφέρει τελικά να τους παραδώσει στο ένοπλο τμήμα που βρισκόταν ψηλότερα. Νομίζοντας ότι η ομάδα των πολιτικών είναι πια ασφαλής, γυρίζει πίσω στο δικό του τμήμα μέσα στον κλοιό. Αλλά δεν έχει λογαριάσει τη δειλία και την ανικανότητα άλλων που με τις πρώτες τουφεκιές εγκατέλειψαν τους άοπλους πολιτικούς στην τύχη τους. Φορώντας το παλτό του Λασσάνη πιάσαν οι ΜΑΥδες τη Μίρκα.
Ο Κατσώνης γνώρισε την Ειρήνη Γκίνη για λίγο και δεν έχει πλήρη γνώση της πορείας και της δράσης της. Μιλάει όμως γι' αυτή με σεβασμό, εκτίμηση και αδιόρατη λύπη. Ήταν ωραίος άνθρωπος, λέει, με ικανότητες, πάντα με το χαμόγελο και πιστή στα ιδανικά της. Φάνηκε παλλικάρι μπροστά στα αποβράσματα της τρομοκρατίας και πέθανε χωρίς να λυγίσει. Ο ηρωισμός ειδομένος από τόσο κοντά, όπως συμβαίνει στην αφήγηση του Κατσώνη για την Γκίνη, δεν είναι αυτό που συχνά αναφέρουν τα βιβλία, ή δείχνει ο κινηματογράφος. Η Χάνα Αρέντ είχε δίκιο για τη βαθιά κοινοτοπία του Κακού, όπως την αντιπροσώπευε ο Άιχμαν, το τέρας του Άουσβιτς, ένα βαρετό κι αδιάφορο ανθρωπάκι σε προσωπικό επίπεδο. Η σύντομη διήγηση του Κατσώνη δείχνει με αδρό τρόπο ότι τα ηρωικά γεγονότα εμπεριέχουν πλήθος πράξεων δειλίας και ανοησίας, ενώ συχνά χαρακτηρίζονται από τις πιο ανούσιες συμπτώσεις. Σε τελική ανάλυση όμως η γενναιότητα είναι μια απόφαση που πρέπει να λάβει κανείς μόνος του, μια προσωπική επιλογή για το τι πρέπει να κάνει. Η Ειρήνη Γκίνη είχε το θάρρος να κάνει αυτή την επιλογή θυσιάζοντας τη ζωή της. Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι και άλλα μέτρα από τα σημερινά. Γι’ αυτό και την κατέγραψε η Ιστορία.
Ευχαριστώ πολύ τον Μιχάλη Λόγγο για την επεξεργασία του ηχητικού αρχείου.
Για χρόνια η μνήμη της Γκίνη επέζησε στην Ελλάδα μόνο προφορικά, μαζί με τις κρυφές κουβέντες για τα κομμένα κεφάλια ανδρών και γυναικών στις πλατείες, ως μια ακόμη ιστορία της αιματοβαμμένης δεκαετίας του 1940. Αλλά και σήμερα, όταν πια τα απομνημονεύματα και οι αναψηλαφήσεις εκείνης της εποχής έχουν γίνει πλήθος, η ιστορία της παραμένει σχετικά άγνωστη. Δε χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να βρει την αιτία. Η Γκίνη ήταν κομμουνίστρια, προερχόταν όμως από την ακατονόμαστη μειονότητα του βορειοελλαδικού χώρου και έδρασε πολιτικά στα πλαίσια τόσο της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, όσο και του ΝΟΦ. Ανήκε λοιπόν στο δύσκολο περιθώριο που δεν επιδέχεται εύκολη κατηγοριοποίηση, ούτε από τα αριστερά, ούτε από τα δεξιά κι έτσι παραμένει με έναν τρόπο στα αζήτητα της ελληνικής ιστορίας.
Το παράδοξο είναι ότι ακριβώς για τον ίδιο λόγο η Γκίνη έχει περάσει στον ‘ιστορικό κανόνα’ της ΠΓΔΜ. Όσοι παρατηρούν ψύχραιμα τις εξελίξεις της γείτονος και δεν παθαίνουν εθνικότροπη αποπληξία ακόμη και μόνο στο άκουσμα του μακεδονισμού, θα γνωρίζουν ότι η διαμόρφωση εθνικού χαρακτήρα έχει προχωρήσει με εντατικούς ρυθμούς τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Στοιχεία της ‘Μακεδονίας του Αιγαίου’ έχουν μπει πλέον για τα καλά στο ιστορικό αφήγημα της ΠΓΔΜ. Ο χαλασμός της Νάουσας το 1822, για παράδειγμα, ο οποίος στην Ελλάδα θεωρείται κομμάτι της Ελληνικής Επανάστασης, εμφανίζεται στο αφήγημα της γείτονος ως η πρώτη εθνική εξέγερση των ‘Μακεδόνων’. Με τον ίδιο τρόπο η Ειρήνη Γκίνη, ή μάλλον η Μίρκα Γκίνοβα, έχει μετατραπεί σε ηρωίδα του ‘εθνικού αγώνα των Μακεδόνων’ κατά τη δεκαετία του 1940. Ονόματα οδών και πολιτιστικών κέντρων, αγάλματα και τραγούδια έχουν αφιερωθεί στην υποτιθέμενη μάρτυρα του μακεδονισμού. Σε τέτοιες παράξενες ατραπούς κινείται η Ιστορία.
Η Ειρήνη Γκίνη, η Μίρκα για τους συναγωνιστές της, γεννήθηκε στα Ξανθόγεια του νομού Πέλλας, το Ρουσίλοβο στα σλαβομακεδόνικα, ένα χωριό στην εθνική οδό Έδεσσας-Φλώρινας στην περιοχή του Καϊμάκτσαλαν. Σπούδασε στο διδασκαλείο της Καστοριάς και δούλεψε ως δασκάλα στα χωριά της περιοχής λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Στην Κατοχή μπήκε στην ΕΠΟΝ και τον ΕΛΑΣ, αλλά εντάχθηκε και στις αντιστασιακές οργανώσεις της σλαβομακεδονικής μειονότητας. Το 1945-6 ήταν ένα από τα κύρια στελέχη του ΝΟΦ στην περιοχή, με έντονη δράση σε θέματα γυναικείας απελευθέρωσης. Η λαϊκή μνήμη την αναφέρει ως όμορφη γυναίκα και αγαπητή δασκάλα, αλλά και ως άτομο με ξεχωριστές πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες. Το καλοκαίρι του 1946 συνελήφθη μαζί με άλλα τοπικά πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ και του ΝΟΦ στην περιοχή του χωριού Μαργαρίτα (Πότσεπ) στο Καϊμάκτσαλαν, όπου είχαν βρεθεί - υποτίθεται υπό την προστασία των ενόπλων τμημάτων των οργανώσεων - για να μπορέσουν να συνεδριάσουν σε συνθήκες σκληρής παρανομίας. Οδηγήθηκαν στην Ασφάλεια της Έδεσσας και βασανίστηκαν ανελέητα. Ακολούθησε Έκτακτο Στρατοδικείο στα Γιαννιτσά κι εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. Με αυτόν τον τρόπο η Μίρκα πέρασε στην Ιστορία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Γκίνη ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα για την εποχή της. Όταν εκτελέστηκε ήταν το πολύ τριάντα χρονώ και είχε ζήσει ανύπαντρη και ανεξάρτητη σε μια φτωχή και συντηρητική κοινωνία. Ανέλαβε ρόλο ηγετικό σε συνθήκες εξαιρετικού κινδύνου, βασανίστηκε σκληρά και να εικάσει μόνο μπορεί κανείς τι σήμαινε η ανεξαρτησία της ως γυναίκα για τους βασανιστές της. Δε δίστασε να θυσιάσει τη ζωή της και, αν πιστέψουμε όσα η λαϊκή μνήμη διατηρεί, κράτησε στάση εξαιρετικά θαρραλέα στο στρατοδικείο. Πέθανε, σύμφωνα με το λαϊκό θρύλο, πιστή στα κομμουνιστικά της ιδεώδη. Είναι βέβαιο ότι αγωνίστηκε για τα δικαιώματα της μειονότητας, αλλά ούτε οι μαρτυρίες των συναγωνιστών της, ούτε κανένα άλλο στοιχείο δείχνουν ότι ήταν εθνικίστρια. Είναι απίθανο επίσης να προέρχονταν από οικογένεια αδιάλλακτου μακεδονισμού, καθώς το ελληνικό κράτος την εποχή εκείνη δεν εκπαίδευε ως δασκάλους ‘ύποπτα στοιχεία’ από τη μειονότητα.
Αναμφίβολα η Ειρήνη Γκίνη υπήρξε ηρωίδα, αλλά όχι όπως την αναφέρει το ιστορικό αφήγημα της γείτονος. Έζησε και πέθανε με τρόπο που δείχνει αποφασιστικότητα, πίστη στις ιδέες της, ανεξαρτησία χαρακτήρα, αλλά και αγάπη για τη ζωή. Πάνω απ’ όλα η Γκίνη ανήκει στην ελληνική ιστορία, ό,τι κι αν πίστευαν οι διώκτες της ή το μισαλλόδοξο ελληνικό κράτος του Μεσοπολέμου και του Εμφυλίου και είναι ένα κομμάτι εκείνης της σκληρής ιστορικής πραγματικότητας που με ένα υπόστρωμα βίας, καταπίεσης και προσαρμογής έφτιαξε τη σύγχρονη ελληνική Μακεδονία. Άνθρωποι όπως η Γκίνη απεικονίζουν εναργέστατα την αμείλικτη διαδικασία μέσα από την οποία σχηματίστηκε η μεταπολεμική Ελλάδα. Εδώ βρίσκεται και η πραγματική της εκδίκηση απέναντι στους βασανιστές της που τη σκότωσαν στο όνομα της Ελλάδας, αλλά οι ίδιοι είναι καταδικασμένοι να ξεχαστούν.
Η συζήτηση με το Φιλώτα Αδαμίδη που παρατίθεται στο τέλος αυτού του κειμένου φέρνει στο φως ορισμένες άγνωστες λεπτομέρειες από τη σύλληψη της Μίρκας. Ο Φιλώτας Αδαμίδης – ο καπετάν Κατσώνης της περιοχής του Πάικου, του Βέρμιου και του Καϊμάκτσαλαν – είναι κι αυτός μια σημαντική ιστορική φυσιογνωμία της εποχής. Αξιωματικός εξ εφέδρων του ελληνικού στρατού, έλαβε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και στη μάχη της Κρήτης, ήταν καπετάνιος και διοικητής τάγματος στο 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στο Πάικο και το Καϊμάκτσαλαν και πολέμησε με το ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο. Μέλος του ΚΚΕ, αλλά πάντα με την παρρησία του μαχητή, έζησε για 33 χρόνια εξόριστος στην Τσεχοσλοβακία.
Σήμερα, σε ηλικία 97 ετών, ο Φιλώτας Αδαμίδης ζει στην πόλη του, τη Νάουσα, και παραμένει πνεύμα δραστήριο και πιστό στα ιδανικά της νιότης του, έστω κι αν η πραγματικότητα του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ τον απογοήτευσε βαθιά. Η συζήτηση έγινε στο σπίτι του το Μάρτιο του 2014 και παρόντες ήταν οι φίλοι Αλέξανδρος Οικονόμου και Πέτρος Στοΐδης, οι οποίοι είχαν και την επιμέλεια της έκδοσης των αναμνήσεών του που σύντομα θα κυκλοφορήσουν με τίτλο ‘Πορεία Αγώνων’ από την Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος».
Με τον χαρακτηριστικά γήινο τρόπο της περιοχής ο Κατσώνης μας μεταφέρει τη σύγχυση, τις απλές αμέλειες, αλλά και τη λιγοψυχία που κατέληξαν στην εκτέλεση της Ειρήνης Γκίνη και των άλλων συντρόφων της το τραγικό πρωινό της 26ης Ιουλίου 1946. Αυτός οδήγησε τη Μίρκα και τους υπόλοιπους πολιτικούς έξω από τον πρώτο κλοιό του κυβερνητικού αποσπάσματος στο Καϊμάκτσαλαν. Οι μικρές λεπτομέρειες της αφήγησής του, ειπωμένες λαϊκά, δίνουν ένα μοναδικό υπόβαθρο αυθεντικότητας στα ιστορικά γεγονότα. Ο Κατσώνης φοράει το καφέ παλτό που ανήκε στον περίφημο καπετάν Λασσάνη (Θανάση Γκένιο) και του το είχε χαρίσει ο ίδιος, όταν ο Κατσώνης βγήκε στην περιοχή του Πάικου για το δεύτερο αντάρτικο. Τον δυσκολεύει όμως στο κράτημα της ιταλικής αραβίδας, καθώς σιωπηλά οδηγεί τους πολιτικούς μέσα από μια χαράδρα προσπαθώντας να τους πάει στα ασφαλή δασωμένα. Το βγάζει, λοιπόν, και το δίνει στη Μίρκα για να μπορέσει να συγκεντρωθεί στην αποστολή του, μέχρι να καταφέρει τελικά να τους παραδώσει στο ένοπλο τμήμα που βρισκόταν ψηλότερα. Νομίζοντας ότι η ομάδα των πολιτικών είναι πια ασφαλής, γυρίζει πίσω στο δικό του τμήμα μέσα στον κλοιό. Αλλά δεν έχει λογαριάσει τη δειλία και την ανικανότητα άλλων που με τις πρώτες τουφεκιές εγκατέλειψαν τους άοπλους πολιτικούς στην τύχη τους. Φορώντας το παλτό του Λασσάνη πιάσαν οι ΜΑΥδες τη Μίρκα.
Ο Κατσώνης γνώρισε την Ειρήνη Γκίνη για λίγο και δεν έχει πλήρη γνώση της πορείας και της δράσης της. Μιλάει όμως γι' αυτή με σεβασμό, εκτίμηση και αδιόρατη λύπη. Ήταν ωραίος άνθρωπος, λέει, με ικανότητες, πάντα με το χαμόγελο και πιστή στα ιδανικά της. Φάνηκε παλλικάρι μπροστά στα αποβράσματα της τρομοκρατίας και πέθανε χωρίς να λυγίσει. Ο ηρωισμός ειδομένος από τόσο κοντά, όπως συμβαίνει στην αφήγηση του Κατσώνη για την Γκίνη, δεν είναι αυτό που συχνά αναφέρουν τα βιβλία, ή δείχνει ο κινηματογράφος. Η Χάνα Αρέντ είχε δίκιο για τη βαθιά κοινοτοπία του Κακού, όπως την αντιπροσώπευε ο Άιχμαν, το τέρας του Άουσβιτς, ένα βαρετό κι αδιάφορο ανθρωπάκι σε προσωπικό επίπεδο. Η σύντομη διήγηση του Κατσώνη δείχνει με αδρό τρόπο ότι τα ηρωικά γεγονότα εμπεριέχουν πλήθος πράξεων δειλίας και ανοησίας, ενώ συχνά χαρακτηρίζονται από τις πιο ανούσιες συμπτώσεις. Σε τελική ανάλυση όμως η γενναιότητα είναι μια απόφαση που πρέπει να λάβει κανείς μόνος του, μια προσωπική επιλογή για το τι πρέπει να κάνει. Η Ειρήνη Γκίνη είχε το θάρρος να κάνει αυτή την επιλογή θυσιάζοντας τη ζωή της. Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι και άλλα μέτρα από τα σημερινά. Γι’ αυτό και την κατέγραψε η Ιστορία.
Ευχαριστώ πολύ τον Μιχάλη Λόγγο για την επεξεργασία του ηχητικού αρχείου.