Πολεμικός πυρετός εμφανίστηκε στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, καθώς έρχονται οι εχθροί - και σωτήρες - της τρόικας. Κόκκινες γραμμές αναγγέλονται, αλλά δεν ξέρουμε που θα χαραχτούν. Πώς να ξέρουμε, αφού δεν υπάρχει στρατηγική εξόδου από την κρίση εκτός από αυτήν της τρόικας; Η Ελλάδα δεν έχει δικιά της.
Στην ουσία η κυβέρνηση κάνει τακτικούς ελιγμούς επειδή στα ταμεία υπάρχουν χρήματα που της δίνουν ένα περιθώριο μηνών. Ελπίζει να πετύχει κάποια ελάφρυνση της δημοσιονομικής λιτότητας, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα υπαναχωρήσει σε ήδη συμφωνημένα μέτρα, όπως για το ασφαλιστικό. Νομίζει ότι έτσι προετοιμάζει το έδαφος για την πολυπόθητη λύση στο χρέος, αλλά και για άλλη δημοσιονομική πορεία, που ίσως έχουν την καλοσύνη να μας παραχωρήσουν οι δανειστές μετά τις ευρωεκλογές, μιας και οι γερμανικές εκλογές αποδείχτηκαν απατηλό ορόσημο. Πέφτει έξω γιατί το πρόβλημα της Ελλάδας δε λύνεται με τακτικισμούς. Απαιτεί διαφορετική στρατηγική.
Το ιστορικό σφάλμα της μνημονιακής πλευράς ήταν ότι αποδέχτηκε την ‘εσωτερική υποτίμηση’ που επέβαλε η τρόικα ως τη μόνη εφικτή στρατηγική, προκαλώντας έτσι εθνική καταστροφή χωρίς προηγούμενο. Αναφέρομαι βέβαια στους καλόπιστους μνημονιακούς γιατί υπάρχουν και πλήθος άλλοι που εξυπηρέτησαν συγκεκριμένα συμφέροντα μέσω των μνημονίων. Έστω και τώρα, πρέπει να υπάρξει ανεξάρτητη στρατηγική που θα απορρίπτει την ‘εσωτερική υποτίμηση’ και δε θα σπαταλάει δυνάμεις σε διαμάχες τακτικισμού. Τρεις είναι οι βασικοί της άξονες.
Πρώτον, η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να απαλλαγεί από τον παράλογο δημοσιονομικό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ το 2016. Χρειάζεται επίσης αλλαγή χρηματοπιστωτικής πολιτικής για να κατεβούν τα επιτόκια δανεισμού των μικρομεσαίων από τα σημερινά απλησίαστα ύψη. Μια ματιά στα πιο πρόσφατα στοιχεία αρκεί για να δείξει τους λόγους. Ας αφήσουμε κατά μέρος την ανεργία που πλησιάζει το 28%, ή τη συρρίκνωση του ΑΕΠ που το δεύτερο τρίμηνο του 2013 ήταν (μόνο!) 3,8% για το οποίο και πανηγύριζε η κυβέρνηση δείχνοντας ότι έχει χάσει το μέτρο. Ο κύκλος εργασιών στο λιανικό εμπόριο τον Ιούλιο έπεσε 14.4%, η βιομηχανική παραγωγή τον Αύγουστο 7,2%, οι εξαγωγές τον Αύγουστο επίσης 5,5%. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε βαθύτατη ύφεση, όσο κι αν η ένεση του τουρισμού απάλυνε την κατάσταση. Η υφεσιακή πίεση είναι καταφανής και από τον πληθωρισμό που ήταν αρνητικός 1,1% τον Σεπτέμβριο, πράγμα για το οποίο διάφοροι άσκεφτοι πανηγύριζαν. Καπιταλιστική οικονομία με αρνητική τάση τιμών είναι οικονομία που σβήνει.
Στις συνθήκες αυτές το θέμα δεν είναι απλώς να μην υπάρξουν άλλα υφεσιακά μέτρα. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως απαλλαγή από την αυτοκτονική πολιτική που της έχει επιβάλλει η τρόικα. Πρέπει να πάψει η φορολογική επιδρομή στα εισοδήματα και η υπερφορολόγηση της απαξιωμένης ακίνητης περιουσίας. Δεν πρέπει να υπάρξει και άλλη συρρίκνωση της ζήτησης μέσω περικοπής των δημοσίων δαπανών. Ο στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να γίνει η τόνωση της παραγωγής και η μείωση της ανεργίας.
Δεύτερο, η Ελλάδα πρέπει να απαλλαγεί από το άχθος του χρέους. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι περίπου 175% και δεν θα κατέβει σημαντικά για χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα δε θα μπορεί να δανειστεί στις ανοιχτές αγορές με λογικούς όρους. Η προσπάθεια να μειωθεί το χρέος μέσω πρωτογενών πλεονασμάτων και ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας θα ήταν φαιδρή, αν δεν ήταν τραγική. Ούτε και η επιμήκυνση, ή η μείωση επιτοκίων πρόκειται να έχουν αποτέλεσμα. Το χρέος χρειάζεται βαθύ κούρεμα, πράγμα που κανείς δεν πρόκειται να δωρίσει στην Ελλάδα. Για να υπάρξει απαιτείται εθνική στρατηγική διαγραφής που θα κινητοποιήσει τις λαϊκές δυνάμεις και θα προχωρήσει σε δημοκρατικό λογιστικό έλεγχο του χρέους.
Τρίτο, η Ελλάδα χρειάζεται εκ βάθρων αλλαγές στον παραγωγικό ιστό, στις τράπεζες, στο δημόσιο, στην αγορά εργασίας. Μόνο έτσι θα βρει βιώσιμη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Οι κυβερνητικές ‘μεταρρυθμίσεις’ μεταφράζονται σε συντριβή των μισθών, διάλυση της οργανωμένης εργασίας και αποδιάρθρωση του κράτους, ενώ η αναποτελεσματικότητα και η διαφθορά καλά κρατούν. Η χώρα χρειάζεται πραγματικά ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις: δημόσιες τράπεζες, εθνική στρατηγική τεχνολογίας και επενδύσεων, βαθιά αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, θεσμική στήριξη των μικρομεσαίων, νέα αγροτική πολιτική, προστασία της εργασίας, ενίσχυση και όχι διάλυση της παιδείας, ολική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις δε γίνονται όταν η δημοσιονομική πολιτική γεννάει ύφεση και ακραία φτώχεια.
Μπορεί να υπάρξει μια τέτοια στρατηγική μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ; Αυτό ας το λύσουν όσοι μετέτρεψαν το ευρώ σε υπέρτατο εθνικό στόχο, ή όσοι νομίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν όλα. Εκείνο που δε σηκώνει αντιλογία είναι ότι πρέπει να πάψει η στρατηγική της ‘εσωτερικής υποτίμησης’ που είναι εθνικά και κοινωνικά καταστροφική. Αυτή είναι και η σπουδαιότητα του περίφημου πρωτογενούς πλεονάσματος: η Ελλάδα δε χρειάζεται πια δανεισμό για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Όσοι νοιάζονται το λαό της, ας καταθέσουν στρατηγικές προτάσεις για να γυρίσουμε σελίδα.
Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 3 Νοεμβρίου 2013
Στην ουσία η κυβέρνηση κάνει τακτικούς ελιγμούς επειδή στα ταμεία υπάρχουν χρήματα που της δίνουν ένα περιθώριο μηνών. Ελπίζει να πετύχει κάποια ελάφρυνση της δημοσιονομικής λιτότητας, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα υπαναχωρήσει σε ήδη συμφωνημένα μέτρα, όπως για το ασφαλιστικό. Νομίζει ότι έτσι προετοιμάζει το έδαφος για την πολυπόθητη λύση στο χρέος, αλλά και για άλλη δημοσιονομική πορεία, που ίσως έχουν την καλοσύνη να μας παραχωρήσουν οι δανειστές μετά τις ευρωεκλογές, μιας και οι γερμανικές εκλογές αποδείχτηκαν απατηλό ορόσημο. Πέφτει έξω γιατί το πρόβλημα της Ελλάδας δε λύνεται με τακτικισμούς. Απαιτεί διαφορετική στρατηγική.
Το ιστορικό σφάλμα της μνημονιακής πλευράς ήταν ότι αποδέχτηκε την ‘εσωτερική υποτίμηση’ που επέβαλε η τρόικα ως τη μόνη εφικτή στρατηγική, προκαλώντας έτσι εθνική καταστροφή χωρίς προηγούμενο. Αναφέρομαι βέβαια στους καλόπιστους μνημονιακούς γιατί υπάρχουν και πλήθος άλλοι που εξυπηρέτησαν συγκεκριμένα συμφέροντα μέσω των μνημονίων. Έστω και τώρα, πρέπει να υπάρξει ανεξάρτητη στρατηγική που θα απορρίπτει την ‘εσωτερική υποτίμηση’ και δε θα σπαταλάει δυνάμεις σε διαμάχες τακτικισμού. Τρεις είναι οι βασικοί της άξονες.
Πρώτον, η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να απαλλαγεί από τον παράλογο δημοσιονομικό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ το 2016. Χρειάζεται επίσης αλλαγή χρηματοπιστωτικής πολιτικής για να κατεβούν τα επιτόκια δανεισμού των μικρομεσαίων από τα σημερινά απλησίαστα ύψη. Μια ματιά στα πιο πρόσφατα στοιχεία αρκεί για να δείξει τους λόγους. Ας αφήσουμε κατά μέρος την ανεργία που πλησιάζει το 28%, ή τη συρρίκνωση του ΑΕΠ που το δεύτερο τρίμηνο του 2013 ήταν (μόνο!) 3,8% για το οποίο και πανηγύριζε η κυβέρνηση δείχνοντας ότι έχει χάσει το μέτρο. Ο κύκλος εργασιών στο λιανικό εμπόριο τον Ιούλιο έπεσε 14.4%, η βιομηχανική παραγωγή τον Αύγουστο 7,2%, οι εξαγωγές τον Αύγουστο επίσης 5,5%. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε βαθύτατη ύφεση, όσο κι αν η ένεση του τουρισμού απάλυνε την κατάσταση. Η υφεσιακή πίεση είναι καταφανής και από τον πληθωρισμό που ήταν αρνητικός 1,1% τον Σεπτέμβριο, πράγμα για το οποίο διάφοροι άσκεφτοι πανηγύριζαν. Καπιταλιστική οικονομία με αρνητική τάση τιμών είναι οικονομία που σβήνει.
Στις συνθήκες αυτές το θέμα δεν είναι απλώς να μην υπάρξουν άλλα υφεσιακά μέτρα. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως απαλλαγή από την αυτοκτονική πολιτική που της έχει επιβάλλει η τρόικα. Πρέπει να πάψει η φορολογική επιδρομή στα εισοδήματα και η υπερφορολόγηση της απαξιωμένης ακίνητης περιουσίας. Δεν πρέπει να υπάρξει και άλλη συρρίκνωση της ζήτησης μέσω περικοπής των δημοσίων δαπανών. Ο στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να γίνει η τόνωση της παραγωγής και η μείωση της ανεργίας.
Δεύτερο, η Ελλάδα πρέπει να απαλλαγεί από το άχθος του χρέους. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι περίπου 175% και δεν θα κατέβει σημαντικά για χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα δε θα μπορεί να δανειστεί στις ανοιχτές αγορές με λογικούς όρους. Η προσπάθεια να μειωθεί το χρέος μέσω πρωτογενών πλεονασμάτων και ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας θα ήταν φαιδρή, αν δεν ήταν τραγική. Ούτε και η επιμήκυνση, ή η μείωση επιτοκίων πρόκειται να έχουν αποτέλεσμα. Το χρέος χρειάζεται βαθύ κούρεμα, πράγμα που κανείς δεν πρόκειται να δωρίσει στην Ελλάδα. Για να υπάρξει απαιτείται εθνική στρατηγική διαγραφής που θα κινητοποιήσει τις λαϊκές δυνάμεις και θα προχωρήσει σε δημοκρατικό λογιστικό έλεγχο του χρέους.
Τρίτο, η Ελλάδα χρειάζεται εκ βάθρων αλλαγές στον παραγωγικό ιστό, στις τράπεζες, στο δημόσιο, στην αγορά εργασίας. Μόνο έτσι θα βρει βιώσιμη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Οι κυβερνητικές ‘μεταρρυθμίσεις’ μεταφράζονται σε συντριβή των μισθών, διάλυση της οργανωμένης εργασίας και αποδιάρθρωση του κράτους, ενώ η αναποτελεσματικότητα και η διαφθορά καλά κρατούν. Η χώρα χρειάζεται πραγματικά ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις: δημόσιες τράπεζες, εθνική στρατηγική τεχνολογίας και επενδύσεων, βαθιά αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, θεσμική στήριξη των μικρομεσαίων, νέα αγροτική πολιτική, προστασία της εργασίας, ενίσχυση και όχι διάλυση της παιδείας, ολική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις δε γίνονται όταν η δημοσιονομική πολιτική γεννάει ύφεση και ακραία φτώχεια.
Μπορεί να υπάρξει μια τέτοια στρατηγική μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ; Αυτό ας το λύσουν όσοι μετέτρεψαν το ευρώ σε υπέρτατο εθνικό στόχο, ή όσοι νομίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν όλα. Εκείνο που δε σηκώνει αντιλογία είναι ότι πρέπει να πάψει η στρατηγική της ‘εσωτερικής υποτίμησης’ που είναι εθνικά και κοινωνικά καταστροφική. Αυτή είναι και η σπουδαιότητα του περίφημου πρωτογενούς πλεονάσματος: η Ελλάδα δε χρειάζεται πια δανεισμό για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Όσοι νοιάζονται το λαό της, ας καταθέσουν στρατηγικές προτάσεις για να γυρίσουμε σελίδα.
Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 3 Νοεμβρίου 2013