Η Aριστερά στην Ελλάδα πρέπει να ξεσηκωθεί ενάντια στη Χρυσή Αυγή
Η Ελλάδα - και η άνοδος της Χρυσής Αυγής - είναι μια ακραία παραβολή
του τι έχει συμβεί σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες από τότε που ξέσπασε η
παγκόσμια κρίση το 2007.
Oι Έλληνες δεν
είχαν ιδέα τι διακυβευόταν, έως ότου η συμφωνία «διάσωσης» υπογράφηκε το 2010 φέρνοντας
ένα τεράστιο ξέσπασμα θυμού. Η οικονομική πολιτική που τότε υιοθετήθηκε ήταν άμεσα
αναγνωρίσιμη, έστω κι αν ήταν ιδιαίτερα αυστηρή στην περίπτωση της Ελλάδας Οι
μισθοί και οι συντάξεις έχουν κοπεί, λιτότητα έχει επιβληθεί στον δημόσιο
τομέα, οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των αγορών έχουν προωθηθεί.
Οποιαδήποτε ελπίδα για κάποια αλλαγή προσέγγισης παγκοσμίως μετά την
κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς το 2008 χάθηκε γρήγορα, καθώς ανασυντάχτηκαν οι
δυνάμεις της νεοφιλελευθερισμού που είναι ισχυρά εδραιωμένες στα
υπουργεία, στους διεθνείς οργανισμούς, στα thinktanks και στα πανεπιστήμια. Από
τα μέσα του 2009 επικράτησε το γνωστό μείγμα που ευνοεί το ιδιωτικό κεφάλαιο, πιέζει
την εργασία, επιτίθεται στο κράτος πρόνοιας και διακηρύσσει τις αρετές της
ελεύθερης αγοράς.
Η ανανεωμένη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού έχει δημιουργήσει μια αίσθηση γενικευμένης
αδυναμίας στα λαϊκά στρώματα των αναπτυγμένων χωρών, που γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη από δύο χαρακτηριστικά της κρίσης. Πρώτον, η αναταραχή
οφείλεται στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ιδίως στο χρηματοπιστωτικό του κομμάτι. Στη λαϊκή
αντίληψη σε ολόκληρο τον κόσμο οι τραπεζίτες είναι ο κύριος ένοχος της κρίσης,
και δικαίως. Δεύτερον και ακόμη πιο σημαντικό, η κρίση δεν έχει πλήξει μόνο τη
μισθωτή εργασία, όπως συνήθως συμβαίνει στις καπιταλιστικές κρίσες. Οι συνθήκες
διαβίωσης της μεσαίας τάξης έχουν επίσης καταστραφεί, καθώς οι μισθοί και οι
συντάξεις μειώθηκαν, η ακίνητη περιουσία δέχτηκε πλήγμα, το σύστημα υγείας
υποφέρει και το εκπαιδευτικό σύστημα είχε αποδιαρθρωθεί.
Αυτό είναι το υπόβαθρο για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη,
συμπεριλαμβανομένου του φασισμού στην Ελλάδα. Καθώς η οικονομία κατέρρευσε και
η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη, οι συνθήκες διαβίωσης της ελληνικής εργατικής, αλλά
και της μεσαίας τάξης, έγιναν αφόρητες. Υπάρχουν ολόκληρες γειτονιές στην
Αθήνα, όπου κανείς δεν έχει μια τακτική δουλειά και πολλές οικογένειες
εξαρτώνται από τη διανομή τροφίμων. Η υγεία και παιδεία καταρρέουν, ενώ η
κρατική μηχανή είναι υπό διάλυση. Η απελπισία έχει εξαπλωθεί μαζί με μια βαθιά
αίσθηση εθνικής ταπείνωσης και απώλειας εθνικής
κυριαρχίας, σε μια χώρα που αντιμετωπίζεται σαν ζητιάνος από τους “εταίρους”
της στην ΟΝΕ. Υπάρχει απόγνωση για τη διαφθορά των πολιτικών και για το θράσος
των δικτύων εξουσίας που παραμένουν απαράλλαχτα. Υπάρχει επίσης μια ευρέως
διαδεδομένη πεποίθηση ότι η δημοκρατία είναι “απάτη”, που προστατεύει εκείνους
που ευθύνονται για την κρίση και καλύπτει
την ολοένα αυξανόμενη αυταρχικότητα του κράτους.
Η Χρυσή Αυγή άνθισε σε αυτές τις συνθήκες. Άρχισε να τάσσεται κατά της
«διάσωσης» και να καταγγέλει τους ξένους τραπεζίτες. Να κατηγορηθεί τους
παράνομους μετανάστες για την κατάλυση του νόμου και της τάξης και τη διατάραξη
της φυσιολογικής ζωής. Να κοροϊδεύει τη δημοκρατία και να υπόσχεται ότι θα απαλείψει
τη διαφθορά. Επιχείρησε να αποκαταστήσει την εθνική υπερηφάνεια χρησιμοποιώντας
τα σύμβολα του εθνικισμού. Διείσδυσε στις δυνάμεις ασφαλείας που ήδη βρίσκονταν
κάτω από μεγάλη πίεση λόγω της περικοπής των δημόσιων δαπανών.
Η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλώς μια εγκληματική οργάνωση που τρομοκρατεί
στους δρόμους. Πρόκειται για ένα φασιστικό κόμμα που έχει αποκτήσει πραγματική
στήριξη δια μέσου της λατρείας της βίας, της εξύμνησης του πρωτόγονου ρατσισμού
και της επιβεβαίωσης του εθνικού μεγαλείου. Οι απόψεις αυτές φυσικά δεν
προσφέρουν καμία διέξοδο σε μια πάσχουσα κοινωνία και σίγουρα καμία λύση προς
το συμφέρον των εργαζομένων. Αλλά όταν οι κανονικές συνθήκες ζωής έχουν
καταστραφεί, όταν όλα φαίνονται αβέβαια και απειλητικά, ακόμη και το βάρβαρο
μήνυμα της Χρυσής Αυγής μπορεί να βρει απήχηση. Η ακροδεξιά σε όλη την Ευρώπη
το γνωρίζει πολύ καλά αυτό.
Είναι ευσεβής πόθος να περιμένουμε ότι ο φασισμός θα ηττηθεί από τη
δράση της αστυνομίας, ή απλά επαινώντας τη δημοκρατία. Η ακροδεξιά θα
υποχωρήσει μόνο όταν οι συνθήκες διαβίωσης της πλειοψηφίας δεν θα χειροτερεύουν
άλλο με στόχο να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου. Όταν η
δημοκρατία δεν θα παραβιάζεται συνεχώς από ένα αυταρχικό κράτος. Όταν δε θα
υπάρχει απειλή για την εθνική κυριαρχία και η εθνική αξιοπρέπεια θα είναι
σεβαστή. Με λίγα λόγια, όταν η νεοφιλελεύθερη κυριαρχία στην Ευρώπη και αλλού διαρραγεί
αποφασιστικά. Ο φασισμός τρέφεται από την καταστροφή που προκαλεί ο
νεοφιλελευθερισμός.
Συνθήκες ήττας του φασιμού δεν θα προκύψουν χωρίς μαζικές λαϊκές
κινητοποιήσεις στις οποίες θα συμμετέχει ενεργά η αριστερά. Ένα από τα πιο
απογοητευτικά χαρακτηριστικά της κρίσης είναι η αδυναμία της αριστεράς, οργανωτικά,
εκλογικά και πάνω απ’ όλα στη σφαίρα των ιδεών. Η αριστερά δεν έχει δείξει
αυτοπεποίθηση, ούτε τη διακαή επιθυμία να αλλάξει τον κόσμο. Ακόμη και στην
Ελλάδα, όπου οι αριστερές παραδόσεις εξακολουθούν να είναι πολύ ισχυρές, η
άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ έχει προκύψει σε μεγάλο βαθμό ως απόρροια των συνθηκών, παρά
από τις δικές του δυνάμεις. Όσο για την υπόλοιπη αριστερά, συμπεριλαμβανομένου
και του Κομμουνιστικού Κόμματος, διακρίνεται απο μία ακατάσχετη επαναστατική
πολυλογία, η οποία όμως δεν καταφέρνει να κρύψει το φόβο της μπροστά στην εξουσία.
Οι καθημερινοί άνθρωποι δεν ξεγελιούνται από απλά λόγια.
Για να αντιμετωπίσει την άκρα δεξιά, η αριστερά πρέπει να αποδείξει
στην πράξη ότι η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι αναπόφευκτη. Γι’ αυτό
όμως, θα πρέπει να προσφέρει ένα ρεαλιστικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που θα
κάνει βήματα προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα
πρέπει να επανεξετάσει τη μετανάστευση και τη θέση της στον σύγχρονο
καπιταλισμό. Θα πρέπει επίσης να πάψει να αντιμετωπίζει υπερεθνικούς οργανισμούς
όπως η ΕΕ και η ΟΝΕ ως εγγενώς προοδευτικούς. Είναι απαραίτητο να ξανασκεφτεί η
αριστερά τη σχέση μεταξύ του εθνικού κράτους και της δημοκρατίας. Τώρα πλέον
γνωρίζουμε ότι η εθνική ισχύς μπορεί να είναι ένα προπύργιο ενάντια στις
αντιδημοκρατικές πιέσεις από υπερεθνικούς οργανισμούς. Πάνω απ' όλα, η αριστερά
πρέπει να πιστέψει στον εαυτό της, τις ιδέες και το όραμά της για την ανατροπή
του καπιταλισμού. Ίσως η ελληνική αριστερά να μπορέσει να δείξει έναν τέτοιο
δρόμο για την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο χρόνος πιέζει.