Η ελληνική κρίση σφραγίστηκε από το μέγεθος και τη συνακόλουθη δυσκολία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους που τελικά οδήγησε σε αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές το 2010. Θα μπορούσε η τότε ελληνική κυβέρνηση να είχε κηρύξει στάση πληρωμών επιδιώκοντας δυναμικά τη διαγραφή του χρέους. Αυτό πιθανότατα θα σήμαινε έξοδο από την ευρωζώνη, άρα απαιτούσε τόλμη, σχέδιο και αποφασιστικότητα ώστε να βγει η χώρα γρήγορα από την κρίση. Τα ατού της Ελλάδας δεν ήταν λίγα γιατί το χρέος ήταν περίπου 300δις, κατά τα δύο τρίτα προς ξένους δανειστές, 90% ομολογιακό και – απίστευτη τύχη – βασισμένο στο ελληνικό δίκαιο.
Αντί γι’ αυτό η χώρα δέχθηκε νέο, επίσημο δανεισμό, υπογράφοντας το Μνημόνιο που επέβαλε δυσβάστακτους οικονομικούς όρους και δημιούργησε την τραγικότερη ύφεση της ελληνικής ιστορίας. Η απόφαση πάρθηκε από μια κυβέρνηση που είχε εκλεγεί στη βάση του ‘λεφτά υπάρχουν’, επιβλήθηκε παρακάμπτοντας τη συνήθη λειτουργία του κοινοβουλίου και γέννησε τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας. Με αντιδημοκρατικό τρόπο, η Ελλάδα αποδέχτηκε τους όρους της τρόικας, κατέστρεψε την οικονομία της κι έδωσε χρόνο στους ξένους ιδιώτες δανειστές για να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα.
Ο υπολογισμός του μνημονιακού στρατοπέδου ήταν ότι, αν φανούμε πειθήνιοι προς την τρόικα, θα έχουμε τη δυνατότητα να παρακαλέσουμε τους εταίρους μας για συναινετική μείωση του χρέους. Όντως, το 2011 και το 2012, προέκυψε το PSI και άλλα μέτρα που, με πρωτοβουλία των δανειστών, μείωσαν τα χρεολύσια και τον όγκο του χρέους. Οι αποφάσεις πάρθηκαν και πάλι χωρίς δημοκρατική συμμετοχή, από πολιτικούς που δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς έκαναν και από τεχνοκράτες που δεν εκπροσωπούσαν κανένα. Οι ρυθμίσεις παρουσιάστηκαν από τους εμπνευστές τους ως καθοριστικής σημασίας, αλλά αποδείχθηκαν προβληματικές. Το κύριο κόστος της διαγραφής, κατά μοναδικό τρόπο στην ιστορία, έπεσε στους εγχώριους ομολογιούχους – τράπεζες, ταμεία και μικροκαταθέτες. Η Ελλάδα έκοψε το πόδι της για να κατεβάσει το βάρος της.
Σήμερα η διαχείριση του χρέους βρίσκεται σε αδιέξοδο, όπως ήταν αναμενόμενο. Το συνολικό ύψος του παραμένει πάνω από 300δις, ο κύριος όγκος του είναι προς επίσημους δανειστές, δεν διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και, δεδομένης της καταστροφικής ύφεσης, ο λόγος προς το ΑΕΠ είναι χειρότερος. Πάνω από όλα, η οικονομική πορεία που επιβάλλει η τρόικα για να συνεχιστεί ο επίσημος δανεισμός είναι καταστροφική. Εν μέσω βαθύτατης ύφεσης, η χώρα έχει υποχρεωθεί να ασκεί εξαιρετικά σφιχτή δημοσιονομική πολιτική με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4.5% του ΑΕΠ το 2016 ώστε να μπορέσει να μειώσει το χρέος της στο 124% του ΑΕΠ το 2020.
Η Ελλάδα αυτοχειριάζεται, ενώ υπουργοί και υφυπουργοί επαίρονται γιατί συνέτριψαν τις δαπάνες, επέβαλαν μεγαλύτερη φορολογία και διέλυσαν το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Θα πετύχουν έτσι πρωτογενές πλεόνασμα που έχουν την αφέλεια να πιστεύουν ότι θα ανοίξει το δρόμο για την ανάπτυξη και θα βοηθήσει να επιτευχθούν καλύτεροι όροι από την τρόικα. Στην πραγματικότητα η πορεία της χώρας είναι μη διατηρήσιμη, όπως καλά γνωρίζει το ΔΝΤ και άρα πιέζει για ουσιαστική μείωση του χρέους.
Μόνο που αυτό δεν πρόκειται να συμβεί με συναινετικό τρόπο, όσο κι αν φιλολογούν διάφοροι περί γερμανικών εκλογών. Δεν υπάρχει Γερμανός πολιτικός που μπορεί να πει στους ψηφοφόρους του ότι, από τη μια, μειώνει τις δημόσιες παροχές και, από την άλλη, δέχεται απώλειες δημοσίου χρήματος λόγω ‘κουρέματος’ του ελληνικού χρέους. Το αντίτιμο που θα απαιτηθεί θα είναι σκληρό, ενώ δεν πρόκειται να υπάρξει ουσιαστική χαλάρωση της μνημονιακής πολιτικής. Μετά από τρία χρόνια αποτυχιών, πρέπει να καταλάβουμε ότι η συναίνεση δε θα λύσει το πρόβλημα του χρέους, ούτε θα αλλάξει την καταστροφική πορεία της χώρας.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Η απάντηση είναι να ετοιμαστεί η Ελλάδα για σύγκρουση ώστε να πετύχει βαθιά διαγραφή του χρέους της, με παράλληλη άρση της λιτότητας. Μόνο μια κυβέρνηση που θα έχει εκλεγεί σ’ αυτήν την καθαρή βάση – και δε θα φοβάται την έξοδο από την ΟΝΕ – θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τους όρους της στους δανειστές. Η κυβέρνηση αυτή θα πρέπει να επιδιώξει ενεργό λαϊκή συμμετοχή στην αντιμετώπιση του χρέους για να υπάρξει, έστω και την ύστατη ώρα, δημοκρατικό περιεχόμενο σε ότι εφαρμοστεί.
Ο προσφορότερος μηχανισμός για δημοκρατική συμμετοχή στην αντιμετώπιση του χρέους είναι φυσικά ο σχηματισμός Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου. Η ιδέα αυτή ακούστηκε για πρώτη φορά το 2010 και αγκαλιάστηκε από ευρέα στρώματα του ελληνικού λαού, αλλά δεν προχώρησε γιατί τα επίσημα κόμματα αντιμετώπισαν την κινηματική της πλευρά με δυσπιστία, ενώ άλλοι προτίμησαν να κάνουν φτηνή δημαγωγία. Σταδιακά όμως ξαναγίνεται επίκαιρη, αφού το πρόβλημα του χρέους παραμένει και έχει μάλιστα γίνει πιο σύνθετο από ότι το 2010. Θα χρειαστούν τέτοιες ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, αν θέλει η Ελλάδα να απαλλαγεί από το βραχνά του χρέους αποτελεσματικά και δημοκρατικά.
Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 25 Αυγούστου 2013
Αντί γι’ αυτό η χώρα δέχθηκε νέο, επίσημο δανεισμό, υπογράφοντας το Μνημόνιο που επέβαλε δυσβάστακτους οικονομικούς όρους και δημιούργησε την τραγικότερη ύφεση της ελληνικής ιστορίας. Η απόφαση πάρθηκε από μια κυβέρνηση που είχε εκλεγεί στη βάση του ‘λεφτά υπάρχουν’, επιβλήθηκε παρακάμπτοντας τη συνήθη λειτουργία του κοινοβουλίου και γέννησε τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας. Με αντιδημοκρατικό τρόπο, η Ελλάδα αποδέχτηκε τους όρους της τρόικας, κατέστρεψε την οικονομία της κι έδωσε χρόνο στους ξένους ιδιώτες δανειστές για να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα.
Ο υπολογισμός του μνημονιακού στρατοπέδου ήταν ότι, αν φανούμε πειθήνιοι προς την τρόικα, θα έχουμε τη δυνατότητα να παρακαλέσουμε τους εταίρους μας για συναινετική μείωση του χρέους. Όντως, το 2011 και το 2012, προέκυψε το PSI και άλλα μέτρα που, με πρωτοβουλία των δανειστών, μείωσαν τα χρεολύσια και τον όγκο του χρέους. Οι αποφάσεις πάρθηκαν και πάλι χωρίς δημοκρατική συμμετοχή, από πολιτικούς που δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς έκαναν και από τεχνοκράτες που δεν εκπροσωπούσαν κανένα. Οι ρυθμίσεις παρουσιάστηκαν από τους εμπνευστές τους ως καθοριστικής σημασίας, αλλά αποδείχθηκαν προβληματικές. Το κύριο κόστος της διαγραφής, κατά μοναδικό τρόπο στην ιστορία, έπεσε στους εγχώριους ομολογιούχους – τράπεζες, ταμεία και μικροκαταθέτες. Η Ελλάδα έκοψε το πόδι της για να κατεβάσει το βάρος της.
Σήμερα η διαχείριση του χρέους βρίσκεται σε αδιέξοδο, όπως ήταν αναμενόμενο. Το συνολικό ύψος του παραμένει πάνω από 300δις, ο κύριος όγκος του είναι προς επίσημους δανειστές, δεν διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και, δεδομένης της καταστροφικής ύφεσης, ο λόγος προς το ΑΕΠ είναι χειρότερος. Πάνω από όλα, η οικονομική πορεία που επιβάλλει η τρόικα για να συνεχιστεί ο επίσημος δανεισμός είναι καταστροφική. Εν μέσω βαθύτατης ύφεσης, η χώρα έχει υποχρεωθεί να ασκεί εξαιρετικά σφιχτή δημοσιονομική πολιτική με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4.5% του ΑΕΠ το 2016 ώστε να μπορέσει να μειώσει το χρέος της στο 124% του ΑΕΠ το 2020.
Η Ελλάδα αυτοχειριάζεται, ενώ υπουργοί και υφυπουργοί επαίρονται γιατί συνέτριψαν τις δαπάνες, επέβαλαν μεγαλύτερη φορολογία και διέλυσαν το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Θα πετύχουν έτσι πρωτογενές πλεόνασμα που έχουν την αφέλεια να πιστεύουν ότι θα ανοίξει το δρόμο για την ανάπτυξη και θα βοηθήσει να επιτευχθούν καλύτεροι όροι από την τρόικα. Στην πραγματικότητα η πορεία της χώρας είναι μη διατηρήσιμη, όπως καλά γνωρίζει το ΔΝΤ και άρα πιέζει για ουσιαστική μείωση του χρέους.
Μόνο που αυτό δεν πρόκειται να συμβεί με συναινετικό τρόπο, όσο κι αν φιλολογούν διάφοροι περί γερμανικών εκλογών. Δεν υπάρχει Γερμανός πολιτικός που μπορεί να πει στους ψηφοφόρους του ότι, από τη μια, μειώνει τις δημόσιες παροχές και, από την άλλη, δέχεται απώλειες δημοσίου χρήματος λόγω ‘κουρέματος’ του ελληνικού χρέους. Το αντίτιμο που θα απαιτηθεί θα είναι σκληρό, ενώ δεν πρόκειται να υπάρξει ουσιαστική χαλάρωση της μνημονιακής πολιτικής. Μετά από τρία χρόνια αποτυχιών, πρέπει να καταλάβουμε ότι η συναίνεση δε θα λύσει το πρόβλημα του χρέους, ούτε θα αλλάξει την καταστροφική πορεία της χώρας.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Η απάντηση είναι να ετοιμαστεί η Ελλάδα για σύγκρουση ώστε να πετύχει βαθιά διαγραφή του χρέους της, με παράλληλη άρση της λιτότητας. Μόνο μια κυβέρνηση που θα έχει εκλεγεί σ’ αυτήν την καθαρή βάση – και δε θα φοβάται την έξοδο από την ΟΝΕ – θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τους όρους της στους δανειστές. Η κυβέρνηση αυτή θα πρέπει να επιδιώξει ενεργό λαϊκή συμμετοχή στην αντιμετώπιση του χρέους για να υπάρξει, έστω και την ύστατη ώρα, δημοκρατικό περιεχόμενο σε ότι εφαρμοστεί.
Ο προσφορότερος μηχανισμός για δημοκρατική συμμετοχή στην αντιμετώπιση του χρέους είναι φυσικά ο σχηματισμός Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου. Η ιδέα αυτή ακούστηκε για πρώτη φορά το 2010 και αγκαλιάστηκε από ευρέα στρώματα του ελληνικού λαού, αλλά δεν προχώρησε γιατί τα επίσημα κόμματα αντιμετώπισαν την κινηματική της πλευρά με δυσπιστία, ενώ άλλοι προτίμησαν να κάνουν φτηνή δημαγωγία. Σταδιακά όμως ξαναγίνεται επίκαιρη, αφού το πρόβλημα του χρέους παραμένει και έχει μάλιστα γίνει πιο σύνθετο από ότι το 2010. Θα χρειαστούν τέτοιες ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, αν θέλει η Ελλάδα να απαλλαγεί από το βραχνά του χρέους αποτελεσματικά και δημοκρατικά.
Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 25 Αυγούστου 2013