Σελίδες

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

Μια ακόμα οικονομική κρίση - Συνέντευξη στον Κ. Γ. Πολυχρονίου για το περιοδικό Truthout

Η πρωτότυπη συνέντευξη εδώ (αγγλικά)


Οι πρόσφατες χρεοκοπίες τραπεζών στις ΗΠΑ έχουν εγείρει την προοπτική μιας ακόμη χρηματοπιστωτικής κρίσης και έφεραν νέες φωνές για αυστηρότερους ρυθμιστικούς κανόνες για τις τράπεζες. Ωστόσο, βασικά ερωτήματα παραμένουν: γιατί οι τραπεζικές κρίσεις έχουν γίνει βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού και τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στη ρίζα του; Είναι οι αυστηροί τραπεζικοί κανονισμοί σε μια καπιταλιστική κοινωνία πραγματικά η απάντηση σε ένα πρόβλημα που προκαλείται από τα ίδια τα καπιταλιστικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα;

Ο διεθνούς φήμης μαρξιστής οικονομολόγος Κώστας Λαπαβίτσας ρίχνει φως σε αυτά τα ζητήματα σε μία αποκλειστική συνέντευξη για το περιοδικό Truthout.  Ο κ. Λαπαβίτσας είναι καθηγητής οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων:

-          "Ενάντια στην Τρόικα: Κρίση και λιτότητα στην ευρωζώνη’’(AgainsttheTroika :CrisisandAusterityinEurozone(με τον HeinerFlassbeck))

-          ‘’Η Αριστερή πολιτική  απέναντι στην ΕΕ’’(TheLeftCaseAgainsttheEU),

-          ‘’Η κρίση του κόστους διαβίωσης(και πώς να βγούμε από αυτήν)’’ (TheCostofLivingCrisis(andhowtogetoutofit))

-          ‘’Ο σύγχρονος καπιταλισμός : Οικονομία, κοινωνία και ηγεμονία’’(TheStateofCapitalism: Economy, Society, andHegemony)

 

K.Γ.Π: Κώστα, οι πρόσφατες χρεοκοπίες τραπεζών έχουν αναζωπυρώσει τους φόβους για επανάληψη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που γνωρίσαμε στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Χρειάζεται να ανατρέξουμε στην οικονομική κατάρρευση του 2007-09 για να κατανοήσουμε την τρέχουσα τραπεζική κρίση;

 

Κώστας Λαπαβίτσας: Η τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη του 2007-09, αλλά είναι επίσης σημαντικά διαφορετική. Πρώτον, δεν είναι τόσο μεγάλη, αν και έχει ακόμη δρόμο μπροστά της, όπως θα εξηγήσω παρακάτω. Πιο σημαντικό όμως είναι ότι η αναταραχή του 2007-09 ήταν μια συστημική κρίση του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, ο οποίος είχε επεκταθεί επιθετικά κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων δεκαετιών. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μια κρίση του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού που είναι πλέον σε καθοδική πορεία.

Στη δεκαετία του 2010 η χρηματιστικοποίηση συνεχίστηκε, αλλά χωρίς τον προηγούμενο δυναμισμό της. Στηρίζεται πλέον εξ ολοκλήρου στο κράτος, ενώ η ισορροπία ισχύος έχει μετατοπιστεί από τις εμπορικές προς τις σκιώδεις τράπεζες, δηλαδή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που διαφέρουν από τις εμπορικές τράπεζες επειδή δέχονται καταθέσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χρήμα. Η τρέχουσα κρίση δεν έχει φέρει ακόμη στο προσκήνιο τις σκιώδεις τράπεζες. Θα έχουμε καλύτερη εικόνα για το πόσο σοβαρή είναι όταν η κατάστασή τους γίνει σαφέστερη.

Η κρίση του 2007-09 ακολούθησε μετά από μια τεράστια φούσκα ακινήτων που προκλήθηκε μετά τη δραστική μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ το 2001. Οι κερδοσκοπικοί μηχανισμοί στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε σκιώδεις τράπεζες που δραστηριοποιούνταν στις αγορές κατοικιών και ακινήτων. Τιτλοποιούσαν ενυπόθηκο χρέος δανειζόμενες σε μεγάλο βαθμό στις ανοικτές αγορές καθώς και από εμπορικές τράπεζες.

Μαζί με τις εμπορικές τράπεζες, κινήθηκαν επιθετικά στον τομέα των ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης, τιτλοποιώντας ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια που οι ίδιες είχαν διαθέσει σε φτωχούς εργαζόμενους στα μεγάλα αστικά κέντρα των ΗΠΑ.

Η κατάρρευση της φούσκας απείλησε να καταστρέψει ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα διασώθηκε τη χειρότερη στιγμή της κρίσης, το καλοκαίρι  του 2008, επειδή το Αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών του διέθεσε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τα κρατικά έσοδα. Παράλληλα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ παρείχε στις τράπεζες τεράστιες ποσότητες ρευστότητας.

Χωρίς τη στήριξη του κράτους, η καπιταλιστική συσσώρευση στις ΗΠΑ θα είχε σταματήσει και η παγκόσμια οικονομία θα είχε περιέλθει σε πλήρη σύγχυση. Το κόστος, περιττό να πούμε, επωμίστηκαν σε μεγάλο βαθμό οι ιδιοκτήτες κατοικιών, οι κάτοχοι ενυπόθηκων δανείων, οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί.

Αλλά η κρατική παρέμβαση το 2009 και στα χρόνια που ακολούθησαν δεν άλλαξε τις δομές της χρηματιστικοποίησης. Αντίθετα, προστάτευσε τα κύρια ταξικά συμφέροντα που επωφελήθηκαν από την διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα για πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Τα κράτη στις χώρες του πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας υιοθέτησαν λιτότητα καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, χειροτερεύοντας  την παροχή υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης και επιδεινώνοντας τη φτώχεια.

Ταυτόχρονα, οι κεντρικές τράπεζες συνέχισαν να παρέχουν τεράστιες ποσότητες ρευστότητας στην οικονομία με τη μορφή ποσοτικής χαλάρωσης που στηριζόταν στη δημιουργία χρήματος αναγκαστικής κυκλοφορίας. Μέσω αυτής της τεράστιας παρέμβασης οι κεντρικές τράπεζες έφεραν τα επιτόκια σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010. Πρόκειται για μια πρωτοφανή εξέλιξη στην ιστορία του καπιταλισμού.

Παρά την κρατική παρέμβαση, η καπιταλιστική συσσώρευση στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας παρέμεινε ιστορικά αδύναμη. Στη δεκαετία του 2010 η ανάπτυξη ήταν η ασθενέστερη των τελευταίων δεκαετιών, ενώ η μέση κερδοφορία συνέχισε να παραπαίει. Οι επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό παρέμειναν φτωχές  και η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν πολύ χαμηλή. Το αποτέλεσμα ήταν πληθώρα "επιχειρήσεων-ζόμπι" σε όλες τις χώρες του πυρήνα, οι οποίες μπόρεσαν να επιβιώσουν μόνο επειδή τα επιτόκια παρέμειναν χαμηλά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η κρατική παρέμβαση, ωστόσο, επέτρεψε την ανάκαμψη του χρηματοπιστωτικού τομέα, αν και δεν δημιουργήθηκε φούσκα που να μοιάζει έστω και στο ελάχιστο με εκείνη της δεκαετίας του 2000. Οι εμπορικές τράπεζες παρουσίασαν μια σχετική υποχώρηση και είχαν λιγότερες ευκαιρίες για κέρδη, καθώς ο κερδοσκοπικός μηχανισμός της τιτλοποίησης ενυπόθηκων δανείων έσπασε.

Οι πραγματικοί ωφελημένοι της δεκαετίας του 2010 ήταν οι σκιώδεις τράπεζες, ιδίως τα τεράστια επενδυτικά κεφάλαια που κατέληξαν να κυριαρχούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Πρόκειται για κατόχους χαρτοφυλακίου - κερδοσκόπους περιουσιακών στοιχείων - οι οποίοι αναζητούν φθηνή χρηματοδότηση για να αγοράσουν μετοχές και μερίδια με την ελπίδα να επωφεληθούν από τις αυξήσεις των τιμών, τα μερίσματα και τις πληρωμές τόκων. Τρία από αυτά τα ταμεία ελέγχουν σήμερα περισσότερο από το 25% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου των ΗΠΑ. Αυτή η συγκέντρωση περιουσίας είναι, και πάλι, μια εξέλιξη χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του καπιταλισμού.

Συνοψίζοντας, κατά τη δεκαετία που ακολούθησε το 2007-9 η χρηματιστικοποίηση υποχώρησε ως ιστορική τάση, η συσσώρευση παρέμεινε αδύναμη, η κερδοφορία δεν κατάφερε να αυξηθεί συστηματικά, και δεν εμφανίστηκε σαφής εναλλακτική κατεύθυνση για την παγκόσμια οικονομία.

Αυτή η εξαιρετικά ασταθής συγκυρία κλονίστηκε βαθιά από τον Covid-19 το 2020. Η πανδημία χτύπησε την ήδη αποδυναμωμένη πλευρά της παραγωγής, εξαναγκάζοντας σε κλείσιμο επιχειρήσεις, στέλνοντας εργαζόμενους στο σπίτι τους και διαταράσσοντας τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής

 

Είδαμε μαζική κρατική παρέμβαση κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης του 2007-09 και όχι λιγότερη κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19. Φαίνεται ότι το καπιταλιστικό κράτος θα είναι πάντα παρόν προκειμένου να διασώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, κυρίως χάρη στα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες, αλλά φαίνεται ότι οι κρίσεις δεν εξαφανίζονται ποτέ.

Πράγματι, το 2020-21 ακολούθησε μια ακόμη πιο γιγαντιαία κρατική παρέμβαση σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία. Οι κεντρικές τράπεζες δημιούργησαν πραγματικά πρωτοφανείς όγκους χρήματος αναγκαστικής κυκλοφορίας επιταχύνοντας τις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης που ασκούνταν από το 2007-09. Φορτώθηκαν με δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και οδήγησαν τα επιτόκια πρακτικά στο μηδέν. Ο ισολογισμός της Ομοσπονδιακής Τράπεζας έφτασε τα $9 τρισ., δηλαδή περισσότερο από το ένα τρίτο του ΑΕΠ των ΗΠΑ.

Τα κράτη αύξησαν επίσης τις δημοσιονομικές δαπάνες για να ενισχύσουν τη συνολική ζήτηση και να αποτρέψουν την κλιμάκωση της ανεργίας. Το 2020 ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ στις ΗΠΑ ξεπέρασε το 130%, πρακτικά στο ίδιο επίπεδο με αυτό στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η  γιγαντιαία κρατική παρέμβαση το 2020-21 απέτρεψε την καταστροφή, αλλά δεν έλυσε το υποκείμενο πρόβλημα, δηλαδή την αδυναμία της συσσώρευσης. Και έτσι, έδωσε στην αναταραχή μια νέα και πιο σύνθετη μορφή που ήδη εμφανίζεται ως η σημερινή τραπεζική κρίση.

Ο τεράστιος κρατικός δανεισμός το 2020-21 δημιούργησε συνθήκες για τη δημιουργία φούσκας στα κρατικά ομόλογα. Τόσο οι εμπορικές τράπεζες όσο και οι σκιώδεις τράπεζες επωφελήθηκαν από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια και την άφθονη ρευστότητα για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υποθέτοντας ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά και συνεπώς οι τιμές των ομολόγων θα παραμείνουν υψηλές. Οι εμπορικές τράπεζες επέκτειναν επίσης με ζήλο τις πιστώσεις το 2020-21, καθώς το χρήμα πρακτικά δεν είχε κόστος. Ο ιδιωτικός δανεισμός αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς.

Αυτό το εξωφρενικό χρηματοπιστωτικό πανηγύρι σε μια εποχή που η πραγματική συσσώρευση αντιμετώπιζε βαθύτατες δυσκολίες, δεν θα μπορούσε παρά να καταλήξει σε μεγάλα προβλήματα. Η συνολική ζήτηση διατηρήθηκε με τη δημιουργία τεράστιων όγκων χρήματος και πίστωσης. Όμως η συνολική προσφορά παρέμεινε θεμελιωδώς αδύναμη, οι παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής διαταράχθηκαν και εμφανίστηκαν στεγανά στην προσφορά σε διάφορα σημεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Η αδυναμία της πλευράς της προσφοράς τη στιγμή που η πλευρά της ζήτησης στηριζόταν από το κράτος οδήγησε πληθωρισμό. Η επιτάχυνση του πληθωρισμού ήταν ταχεία το 2022, πλησιάζοντας το 10% στις χώρες του πυρήνα.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν την άνοδο των τιμών για να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους τους και κερδοσκόπησαν περιορίζοντας την προσφορά ακόμη περισσότερο για να ανεβάσουν κι άλλο τις τιμές. Το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων μειώθηκε. Αυτό που συνέβη το 2021-22 ήταν μια γιγαντιαία μεταφορά εισοδήματος από τους εργαζόμενους στους καπιταλιστές μέσω της επιτάχυνσης του πληθωρισμού.

 

Μιλώντας για τον πληθωρισμό, δεν απειλεί στην πραγματικότητα τα θεμέλια του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού;

Μπορεί οι μεγάλες επιχειρήσεις να εκμεταλλεύτηκαν των πληθωρισμό για να αυξήσουν τα κέρδη τους για μία περίοδο, αλλά ο πληθωρισμός όντως απειλεί τα ίδια τα θεμέλια του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Χτυπάει τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα και του δανειστές υποσκάπτοντας την αξία του κεφαλαίου τους και διαταράσσοντας  τις δραστηριότητές τους.

Η κυρίαρχη ελίτ του σύγχρονου καπιταλισμού γνωρίζει μόνο δύο μεθόδους για να τον καταστείλει: πρώτον, να κρατήσει τους μισθούς χαμηλά, μειώνοντας έτσι το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων και, δεύτερον, να αυξήσει τα επιτόκια. Το 2022 τα επιτόκια κλιμακώθηκαν ραγδαία και από σχεδόν μηδενικά πλησίασαν σχεδόν το 5% στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας.

Έτσι ξεκίνησε η κρίση. Η αύξηση των επιτοκίων διατάραξε πλήρως τα κερδοσκοπικά επιχειρηματικά μοντέλα που είχαν υιοθετήσει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα το 2020-21. Σύντομα κατέστη σαφές ότι εμπορικές τράπεζες, όπως η SVB, που είχαν αγοράσει κρατικά ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιώντας φθηνή ρευστότητα, είχαν ουσιαστικά χρεοκοπήσει. Η αύξηση των επιτοκίων, αφενός, κατέστρεψε την κερδοφορία τους αυξάνοντας το κόστος της ρευστότητας και, αφετέρου, δημιούργησε μια τρύπα στο ενεργητικό των εμπορικών τραπεζών, τερματίζοντας τη φούσκα των κρατικών ομολόγων και ρίχνοντας τις τιμές τους.

Η άμεση παρέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία και πάλι δέσμευσε πόρους και πιστώσεις υπέρ των τραπεζών, απέτρεψε τα χειρότερα για την ώρα. Όμως είναι απίθανο να είναι αυτό το τέλος της κρίσης. Ο λόγος είναι ότι η κερδοσκοπία στα ομόλογα διαπέρασε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα το 2020-21. Εάν τα επιτόκια παραμείνουν στα σημερινά υψηλά επίπεδα για να μειωθεί ο πληθωρισμός, οι πιθανές απώλειες από τις τοποθετήσεις σε ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μπορεί να είναι εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.

Πού εντοπίζονται αυτές οι απώλειες; Το πιθανότερο είναι ότι οι σκιώδεις τράπεζες καθώς και οι εμπορικές τράπεζες αντιμετωπίζουν τεράστιες τρύπες στους ισολογισμούς τους. Εάν αυτό αποδειχθεί αληθινό, η παρούσα κρίση έχει όλες τις πιθανότητες να καταλήξει τόσο σοβαρή όσο και αυτή του 2007-9. Θα το μάθουμε μόνο καθώς ο χρόνος θα μας δείξει τι κρύβουν οι τράπεζες στους ισολογισμούς τους.

 

Σήμερα, όπως και κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης του 2007-09, υπάρχουν εκκλήσεις για αυστηρότερους κανόνες τραπεζικής ρύθμισης. Αυτό είναι ένα μάλλον κουραστικό ρεφρέν, έτσι δεν είναι;

Η νέα κρίση και η ανάγκη επείγουσας κρατικής παρέμβασης ώστε να διασωθούν ξανά οι τράπεζες έφεραν ξανά στο προσκήνιο τις φωνές για δραστικότερη ρύθμιση, αυστηρότερους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, σκληρότερα τεστ αντοχής και τα παρόμοια, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ και αλλού θα γίνει "ασφαλές".Πρόκειται για κουραστική επανάληψη των ίδιων προτάσεων, μετά από τέσσερις δεκαετίες τραπεζικών κρίσεων σε όλο τον κόσμο.

Αυτού του είδους οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις δεν κάνουν απολύτως τίποτα για την πρόληψη των κρίσεων. Η SVB θα είχε περάσει όλα τα τεστ με άριστα λίγο πριν καταρρεύσει. Πρόκειται για ρυθμίσεις που σχεδιάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις τράπεζες για να προστατεύσουν τα συμφέροντα των τραπεζών και όχι του κοινού.

Η χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού έφερε τη γιγαντιαία ανάπτυξη του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού συστήματος που διεισδύει σε κάθε γωνιά της κοινωνικής δραστηριότητας. Το σύστημα επιδίδεται περιοδικά σε ξέφρενα όργια κερδοσκοπίας, καταλήγοντας πάντα να ζητάει δημόσια στήριξη για τη διάσωσή του. Οι εμπορικές τράπεζες απολαμβάνουν προνομιακή θέση από αυτή την άποψη, επειδή δημιουργούν το χρήμα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στην καθημερινή ζωή. Έτσι, μπορούν να πραγματοποιούν ιδιωτικά κέρδη, ενώ κοινωνικοποιούν τις ζημίες τους. Μερικές ακόμη ρυθμιστικές αλλαγές δεν θα αλλάξουν τα πράγματα.

 

Εάν οι κανόνες για τη ρύθμιση των τραπεζών δεν λειτουργούν, ποια είναι η απάντηση στις τραπεζικές κρίσεις που παραμένουν σταθερό χαρακτηριστικό του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού και, δυνητικά, απειλούν να καταστρέψουν ολόκληρες οικονομίες;

Το τι πρέπει να γίνει είναι πράγματι το κρίσιμο ερώτημα. Είναι η απάντηση να αφήσουμε τις εμπορικές τράπεζες να χρεοκοπήσουν,αντικαθιστώντας τες με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν δημιουργούν χρήμα (ουσιαστικά σκιώδεις τράπεζες); Τα ιδρύματα αυτά θα παρέχουν, κατά πάσα πιθανότητα, τα δάνεια που χρειάζονται οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις - και ενδεχομένως τα νοικοκυριά - με τη μορφή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που θα είναι διαπραγματεύσιμα στις ανοικτές αγορές.

Εν τω μεταξύ, το χρήμα που είναι απαραίτητο για την οικονομική ζωή θα δημιουργείται απευθείας από την κεντρική τράπεζα, και ίσως όλοι θα διατηρούν λογαριασμό απευθείας σε αυτήν. Κύριος υποψήφιος γι’ αυτή τη μορφή χρήματος είναι τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών, η εισαγωγή των οποίων εξετάζεται σοβαρά επί του παρόντος από πολλές κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο.

Πρέπει να ειπωθεί ότι δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα καινούργιο σε αυτές τις προτάσεις, εκτός από το ψηφιακό νόμισμα που ακούγεται μοντέρνο. Η ιδέα ότι οι τράπεζες θα πρέπει να μετατραπούν ουσιαστικά σε επενδυτικά ταμεία (ένα είδος φαντ) προτάθηκε από τον Αμερικανό οικονομολόγο Έρβινγκ Φίσερ ήδη από τη δεκαετία του 1930 με το όνομα  "Σχέδιο του Σικάγο" και επανεμφανίζεται συνεχώς σε ακαδημαϊκούς και πολιτικούς κύκλους.

Η πρόταση έχει δύο θεμελιώδη προβλήματα:

Πρώτον, οι εµπορικές τράπεζες είναι εξαιρετικά ευέλικτες στη δηµιουργία της πίστωσης που είναι απαραίτητη για την καπιταλιστική συσσώρευση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν χρήµα. Εάν αντικατασταθούν από επενδυτικά ταμεία που δεν θα μπορούν να δημιουργήσουν χρήμα, η ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να προσφέρει πιστώσεις θα πληγεί σημαντικά. Δεν είναι εύκολο να δούμε ποιος μηχανισμός θα μπορούσε να αντικαταστήσει την ευέλικτη δημιουργία πιστώσεων από τις τράπεζες σε μια καπιταλιστική οικονομία.

Εάν η πίστωση περιοριστεί, η παραγωγική συσσώρευση θα υποφέρει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση των εργαζομένων, τα εισοδήματα κ.ο.κ. Ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται ήδη από αδύναμη συσσώρευση και η παρεμπόδιση της δημιουργίας πιστώσεων θα έκανε τα πράγματα χειρότερα.

Δεύτερον, η ιδέα ότι η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να γίνει ο μοναδικός πάροχος χρήματος – αφού εξαλειφθεί το χρήμα που δημιουργείται από τις ιδιωτικές τράπεζες- απαιτεί τη μέγιστη δυνατή προσοχή. Για να μπορέσει η κεντρική τράπεζα να επιτελέσει σωστά αυτό το έργο, θα πρέπει να εκτιμήσει και να προκαταλάβει τον ρυθμό της οικονομικής δραστηριότητας σε ολόκληρη την οικονομία. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να γίνει ένας οικονομικός σχεδιαστής σε μεγάλη κλίμακα.

Επιπλέον, εάν το χρήμα που θα δημιουργείται από την κεντρική τράπεζα είναι ψηφιακό και θα βασίζεται, για παράδειγμα, στην τεχνολογία του μπλοκτσεϊν, (blockchain), αυτό θα έδινε στην κεντρική τράπεζα γιγαντιαίες δυνατότητες να συλλέγει πληροφορίες για μεμονωμένους πολίτες σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο σχεδιαστής θα άρχιζε να αποκτά δικτατορικές εξουσίες. Πρέπει κανείς να προσέχει τι εύχεται.

Ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός διαθέτει ήδη εξαιρετικά ισχυρές κεντρικές τράπεζες που υποτίθεται ότι είναι "ανεξάρτητες". Η αναδιάρθρωση της οικονομίας προς το συμφέρον των εργαζομένων δεν συνεπάγεται περαιτέρω ενίσχυση των κεντρικών τραπεζών. Αυτό που χρειάζεται είναι μια συνολική παρέμβαση για τη δημιουργία δημόσιων τραπεζών που δεν θα λειτουργούν κερδοσκοπικά αλλά θα υπόκεινται σε αποτελεσματική ρύθμιση των επιτοκίων και του όγκου των πιστώσεων, ενώ θα διαπνέονται από πνεύμα προώθησης του δημόσιου συμφέροντος.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τεθούν υπό δημόσιο έλεγχο οι εξαιρετικά διευρυμένες σκιώδεις τράπεζες και να γίνει εκδημοκρατισμός της κεντρικής τράπεζας, ξεκινώντας από τη διαδικασία μέσω της οποίας λαμβάνονται οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής και καταργώντας την ψευδεπίγραφη "ανεξαρτησία" της.

Σε αυτή τη βάση, οι σύγχρονες κοινωνίες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τη βαθιά αδυναμία της πλευράς της παραγωγής μέσω πολιτικών που θα αντιστρέφουν την ταξική ισορροπία υπέρ της εργασίας και κατά του κεφαλαίου. Αυτός είναι ο δρόμος για την ανατροπή του καταστροφικού χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού της εποχής μας.