Το πραξικόπημα
Η
άρνηση του Ιταλού Προέδρου Σέρτζιο
Ματαρέλα να δεχθεί το κυβερνητικό σχήμα που πρότειναν το Κίνημα Πέντε
Αστέρων και η Λέγκα του Βορρά είναι ένα ξεκάθαρο πολιτειακό πραξικόπημα. Τέτοια
απροσχημάτιστη παράκαμψη της λαϊκής βούλησης και της δημοκρατίας δεν έχει
ξαναγίνει στην Ιταλία από την πτώση του Μουσολίνι το 1943.
Εξίσου
εντυπωσιακό είναι το σκεπτικό του Ματαρέλα. Ο ρόλος μου, είπε, είναι να
προστατεύσω τα συμφέροντα της χώρας και αυτό σημαίνει να μη θέσω σε οποιοδήποτε
κίνδυνο τη συμμετοχή της στο ευρώ. Οι Ιταλοί μπορούν να έχουν όποια κυβέρνηση
θέλουν, αρκεί αυτή να αποδέχεται την ΟΝΕ.
Κυνικότερη
παραδοχή από επίσημα χείλη ότι το ευρώ είναι μια φυλακή για τους ευρωπαϊκούς
λαούς δεν έχει υπάρξει. Ο κ. Ματαρέλα βρήκε αμέριστη στήριξη από το ιταλικό κατεστημένο,
αλλά και τις ισχυρές δυνάμεις της ΕΕ. Ήδη ο Πρόεδρος Μακρόν, αυτός που θα
έφερνε τη μεγάλη δημοκρατική αλλαγή στην Ευρώπη, τον επαίνεσε δημόσια για την
«υπευθυνότητά» του.
Η ιταλική αποτυχία στην ΟΝΕ
Δεν
υπάρχει φυσικά αμφιβολία ότι η συμμετοχή της Ιταλίας στην ΟΝΕ αποδείχθηκε
καταστροφική για την οικονομία της. Η χώρα δεν έχει ανακτήσει καν το επίπεδο
του ΑΕΠ του 2007, όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση, και οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι
τελείως αναιμικοί.
Ο κύριος λόγος είναι η συνεχής λιτότητα που απαιτεί
η ΟΝΕ, με περικοπές δημοσίων δαπανών και φορολογία που χτυπάνε σκληρά την
εγχώρια ζήτηση και δραστηριότητα. Πρόκειται για καταστροφική κατάσταση για ένα
μεγάλο στρώμα μικρομεσαίων που κινούνται στην εγχώρια αγορά. Είναι επίσης
καταστροφή για τους μισθωτούς γιατί οι μισθοί πιέζονται συνεχώς προς τα κάτω
αλλά η ανεργία παραμένει υψηλή, αναγκάζοντας έτσι την ιταλική νεολαία να μεταναστεύει.
Πρόκειται, τέλος, για καταστροφική κατάσταση για το Δημόσιο γιατί, εκτός του ότι οι δημόσιες παροχές
περιορίζονται ακατάπαυστα και οι υποδομές έχουν φθαρεί χωρίς προηγούμενο, το
δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 130% του ΑΕΠ, πράγμα φυσιολογικό όταν δεν υπάρχει
ανάπτυξη.
Δεν
είναι όμως όλα αρνητικά για όλους. Η περιστολή της εγχώριας ζήτησης περιορίζει
τις εισαγωγές, ενώ παράλληλα η μισθολογική πίεση προς τα κάτω έχει ωφελήσει την
ιταλική εξαγωγική βιομηχανία. Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης με μεγάλο βιομηχανικό
πλέγμα που μπορεί να ανταγωνιστεί τη Γερμανία. Η πολιτική που της έχει
επιβάλλει η ΕΕ κατάφερε να δημιουργήσει μικρά πλεονάσματα στις εξωτερικές
συναλλαγές τα τελευταία χρόνια. Αλλά δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η αύξηση των εξαγωγών
να οδηγήσει σε ταχύρρυθμη ανάπτυξη, δεδομένου ότι η εγχώρια οικονομία είναι
συνεχώς σε καταστολή.
Τα παράλογα οικονομικά και τα σημάδια
της ρήξης
Κάθε καλόπιστος οικονομολόγος θα συμφωνούσε ότι η Ιταλία χρειάζεται άμεση
τόνωση της εγχώριας ζήτησης, με άρση της λιτότητας και μείωση της φορολογίας,
ώστε να πάρει ανάσα η οικονομία της. Αυτό ακριβώς πρότεινε το οικονομικό
πρόγραμμα της κυβέρνησης Πέντε Αστέρων – Λέγκας. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι η
θεσμική σκλήρυνση της λιτότητας στην ΕΕ τα τελευταία χρόνια επιτάσσει ακριβώς
το αντίθετο. Δηλαδή, μια χώρα όπως η Ιταλία με δημόσιο χρέος πάνω από 130%, θα
πρέπει να δημιουργήσει πλεονάσματα ύψους 1,5% του ΑΕΠ, άρα να αυξήσει τη
λιτότητα.
Πρόκειται
για οικονομικά του χορού της φωτιάς, ή όπως αλλιώς θέλετε να τα πείτε. Και αυτά
ακριβώς τα παράλογα οικονομικά που κυριαρχούν στην ΕΕ και στην ΟΝΕ παρουσιάζονται
στα διεθνή ΜΜΕ ως «σοβαρή» και «υπεύθυνη» οικονομική πολιτική σε αντίθεση με
τις «παλαβωμάρες» των «λαϊκιστών». Αυτά τα οικονομικά προσφέρθηκε να υλοποιήσει
ο κ. Κάρλο Κοταρέλι, ο εκλεκτός του Ματαρέλα μετά το πραξικόπημα και νέος
υπηρεσιακός πρωθυπουργός με εκτενή προϋπηρεσία – που αλλού; - στο ΔΝΤ.
Δεν
πρόκειται φυσικά να περάσει χωρίς αντίδραση η επιλογή του Ματαρέλα και θα
ακολουθήσει έντονη πολιτική αναταραχή το επόμενο διάστημα, πιθανότατα με εκλογές.
Πράγμα που αντιλαμβάνονται οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές κι έτσι το
σπρεντ των δεκαετών ιταλικών ομολόγων εκτινάχθηκε αμέσως στο 1,83%. Τα σημάδια
της κρίσης άρχισαν να γίνονται εμφανή, ιδίως αν συνυπολογιστεί η πολύ δύσκολη
κατάσταση των ιταλικών τραπεζών που κατέχουν μεγάλους όγκους προβληματικών
δανείων, καθώς η χώρα βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα εδώ και σχεδόν δύο
δεκαετίες.
Για
την Ευρωζώνη ο κίνδυνος είναι βέβαια τεράστιος. Στην ουσία τίποτε δομικό δεν
έχει αλλάξει προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια. Η κατάσταση σταθεροποιήθηκε μετά
την επιβολή της σκληρής λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης
των αγορών, αλλά κυρίως μέσω της δημιουργίας φθηνού χρήματος από την ΕΚΤ του κ.
Ντράγκι. Οι βασικές αντινομίες της νομισματικής ένωσης, που πηγάζουν από την
κυριαρχία του γερμανικού κεφαλαίου, παραμένουν όμως ανέγγιχτες. Δύσκολα θα
μπορέσει η ΟΝΕ να επιβιώσει μετά από μια γενικευμένη ιταλική κρίση.
Η ρήξη
Για
τους ευρωπαϊκούς λαούς τα πράγματα στη φυλακή του ευρώ έχουν αρχίσει πλέον να
παίρνουν χαρακτήρα επιβίωσης. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται να υπάρξει καμία
μεταρρύθμιση προς το καλύτερο για τα λαϊκά συμφέροντα. Η μόνη ρεαλιστική προοπτική
που ανοίγεται είναι αυτή της ρήξης.
Η
ρήξη όμως δεν είναι καθόλου απλή ακόμη και στην Ιταλία. Όπως ήδη ανέφερα, το
μεγάλο ιταλικό βιομηχανικό εξαγωγικό κεφάλαιο, που είναι συγκεντρωμένο στο
Βορρά, είναι κερδοφόρο και έχει προσαρμοστεί στην ΟΝΕ. Δεν θέλει τον πολιτικό
και κοινωνικό κίνδυνο της ρήξης. Η θάλασσα των μικρομεσαίων, από την άλλη, έχει
χτυπηθεί αλύπητα και αντιδρά. Η μισθωτή εργασία και τα φτωχά πληβειακά στρώματα,
τέλος, αντιμετωπίζουν συνεχή πίεση, αλλά δεν αντιδρούν συντονισμένα. Η χώρα
συνολικά ασφυκτιά, χωρίς να εμφανίζονται καθαρά οι ταξικές δυνάμεις που μπορούν
να δώσουν λύση.
Η
ταξική αδυναμία αντανακλάται στο πολιτικό χάος. Η Λέγκα του Βορρά είναι ένα
ακροδεξιό μόρφωμα με φασιστικά χαρακτηριστικά στο οποίο δε μπορεί κανείς να
έχει την παραμικρή εμπιστοσύνη. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων είναι ένα
συνονθύλευμα διαμαρτυρίας χωρίς αρχές και χωρίς δομή. Το δεξιό κόμμα του
Μπερλουσκόνι είναι ο ορισμός της αναξιοπιστίας και της αφερεγγυότητας. Η
τραγωδία όμως είναι το Δημοκρατικό Κόμμα, ο κύριος κληρονόμος της μεγάλης ιταλικής
Αριστεράς, το οποίο ο ανεκδιήγητος Ματέο Ρέντσι έχει μετατρέψει σε ψοφοδεή ευρωπαϊστική
απόληξη του ιταλικού κατεστημένου. Δεν διαφαίνεται για την ώρα η πολιτική
ηγεσία που θα κάνει τη ρήξη πραγματικότητα υπέρ των εργατικών και λαϊκών
στρωμάτων.
Και στη χώρα μας;
Όσον
αφορά τέλος την Ελλάδα, ο λαός της πάντα έδινε περιθώριο για ρήξη, όπως έδειξε
περίτρανα το καλοκαίρι του 2015. Ο κύριος αντίπαλός του δεν ήταν ο Βόλφγκανγκ
Σόιμπλε. Ήταν το ελληνικό κατεστημένο, που συμμάχησε με τους δανειστές και κίνησε
θεούς και δαίμονες για να μείνει η χώρα στο ευρώ με οποιοδήποτε κόστος. Ο λόγος
ήταν ξεκάθαρος. Η ρήξη θα ήταν ό,τι πιο επικίνδυνο γινόταν για τους ταξικούς
μηχανισμούς που κυριαρχούν στα ελληνικά πράγματα.
Τα
εργατικά και λαϊκά στρώματα δεν είχαν τη δύναμη να οργανωθούν αυτόνομα για να
επιβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα. Αναζήτησαν αποκούμπι στο πολιτικό σύστημα,
έψαξαν για ηγεσία που θα μπορούσε να διαχειριστεί τη ρήξη. Η τεράστια ζημία που
έκανε και συνεχίζει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι έκλεισε το μάτι στη ρήξη, αλλά συμβιβάστηκε
πλήρως με το εγχώριο κατεστημένο και εξευτέλισε τη λαϊκή βούληση.
Στην
πνιγηρή κατάσταση που σήμερα αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι καλό να θυμόμαστε ότι
δεν υπάρχουν συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας και ούτε πρόκειται
να υπάρξουν μέσα στη φυλακή του ευρώ. Ό,τι και αν φαντάζονται οι έχοντες και
κατέχοντες, η προοπτική της ρήξης είναι και θα είναι παρούσα γιατί φέρει την υπόσχεση
της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής ανανέωσης, της δημοκρατίας και της
λαϊκής κυριαρχίας. Η Ιταλία θα μας δείξει πολλά για το δρόμο που θα πάρει και η χώρα μας.